Μία φορά και έναν καιρό, πριν πολλά πολλαααααά χρόνια, ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ράνια. Γλυκούλι το έλεγε κανείς, με τις μπουκλίτσες του, τις τσαχπινιές του και φυσικά το μπαλέτο του. Ένα πετάρισμα των βλεφάρων, τα χεράκια πλεγμένα χαμηλά, ο ποπός ρυθμικά δεξιά αριστερά, στριφογύρισμα μιας μπούκλας και τις γλιτώναμε τις τιμωρίες. ‘Επιανε πάντα. Σχεδόν πάντα.
Τι όμορφα χρόνια, ανέμελα. Τότε που το βασικό μας πρόβλημα ήταν το χρώμα της φούστας τουτού. Πέντε χρονών. Η δεύτερή μου χρονιά στο μπαλέτο. Ήμουν πια παλιά. Αλάνι. Είχε έρθει η ώρα να ξεδιπλωθεί το ταλέντο, να θαμπώσουμε με την παλιοπαρέα τους θεατές. Παράσταση λέει. Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά λέει, τουλάχιστον 100.000 αυτόγραφα. Δύο ομάδες, η ροζ μωβ στολή και η κίτρινη πράσινη (γιακ). Η ροζ μωβ μονόδρομος. Για να μπεις σε αυτή την αδελφότητα, έπρεπε απλά να απαρνηθείς τον πρωινό σου ύπνο για μία φορά, για να προλάβεις έστω την τελευταία στολή. Ναι καλά, καμία ελπίδα. Κίτρινη πράσινη (γιακ) στολή φυσικά. Νεύρα φυσικά. Ακόμα όταν βλέπω εκείνες τις φωτογραφίες τρίζω νευρικά τα δόντια.
Πρόβες, πρόβες, πρόβες. Θέλει δουλειά άλλωστε το να γίνεις πρίμα μπαλαρίνα και ο ανταγωνισμός σκληρός, είχε πέσει τρελό ξεμπούκλιασμα. Η παράσταση είχε προγραμματιστεί για αμέσως μετά το Πάσχα. Τελική ευθεία. Οι τελευταίες πρόβες θα γινόντουσαν στο Θέατρο, για την απαιτούμενη οικειότητα με το στέιτζ. Μεγάλη Εβδομάδα. Στο αυτοκίνητο του πατέρα μου, στο δρόμο για την πρώτη πρόβα εκεί. Και τότε τα είδα. Παπάκια. Πλανόδιος πωλητής με πάγκο με άπειρα γλυκούλικα κιτρινούλικα παπάκια. Έχασα το μυαλό μου. Μυστικά ερωτευμένη με τους Χιούη-Λιούη-Ντιούη Ντακ (και με τον Μάιτι Μάους μέχρι και σήμερα), άρχισα να ουρλιάζω στο αυτί του πατέρα μου να σταματήσουμε. Τζίφος φυσικά. Κόλλησα το πρόσωπο στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, έχοντας λοκάρει τον πάγκο. Ελάχιστα λεπτά μετά σταματήσαμε, ο στόχος ακόμα ορατός, ήταν τόσο κοντά. Το πρώτο «χμμμμ…» που θυμάμαι.
Ποια πρόβα τώρα… Plie, κουάκ, relleve, κουάκ, port de bra, κουάκ, coup de pied, κουάκ. Μετά από δύο ώρες τα ξαναείδα στον δρόμο της επιστροφής. Και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη και στον ύπνο μου. Έπρεπε κάτι να κάνω, κάτι μοχθηρό, όπως άρμοζε άλλωστε σε ένα πεντάχρονο που σεβόταν τον εαυτό του.
Προτελευταία πρόβα, τα όρια στένευαν, δε φαινόταν φως στο τούνελ. Όμως εκείνη την ημέρα συνέβη κάτι διαφορετικό. Οι γονείς μας έφερναν στο θέατρο, μας άφηναν και πήγαιναν για δουλειές, ψώνια, καφέ και μας αναλάμβαναν η μεγάλη δασκάλα μαζί με την μεγάλη της κόρη, επίσης δασκάλα χορού. Πολύ αυστηρές και οι δύο. Τα είχαν τα 15 μπαλαρινάκια σήκω κάτσε κάτσε σήκω, χεζμεντέν τελείως. Ήσυχοι οι γονείς. Και όμως εκείνη την ημέρα ήρθε στην πρόβα και η μικρότερη κόρη της δασκάλας, η καλή, η Σταχτοπούτα, στανταράκι υιοθετημένο, η οποία μας έφερε τις στολές (δουλάκι κανονικό λέμε την είχαν) για να κάνουμε πρόβα με αυτές. Φόρεσα την κίτρινη πράσινη (γιακ) στολή και ξαφνικά ξύπνησε μέσα μου η πρίμα. Τελειώσαμε την πρόβα νωρίτερα από ότι συνήθως και οι οδηγίες ήταν να μας προσέχει η Σταχτοπούτα (το δεύτερο «χμμμ….») στα καμαρίνια μέχρι να έρθουν οι γονείς μας γιατί οι δασκάλες έπρεπε να μιλήσουν με τους τεχνικούς για τις λεπτομέρειες. Ω Θεοί, το ένα μπαλαρινάκι έπρεπε επειγόντως να πάει στο μπάνιο, η καλή Σταχτοπούτα δε θα το άφηνε να λερώσει την όμορφη στολή του. Rookie mistake. Δεν αφήνεις 14 πεντάχρονα μπαλαρινάκια με ροζ μωβ και κίτρινες πράσινες (γιακ) τουτού στολές μόνα τους στα καμαρίνια, ακόμα και αν δεις με τα ίδια σου τα μάτια τα φωτοστέφανά τους να λαμπυρίζουν πάνω από τα γλυκά και αθώα τους κεφαλάκια. Υπάρχει σίγουρα ένας εκκολαπτόμενος Dr. No ανάμεσά τους.
-«Κορίτσια, θέλετε να πάμε κάπου να σας δείξω κάτι φοβερά παπάκια;». –«Ναι ναι παααααάμεεεε!!!». –«Βρε Ράνια, μήπως δε κάνει; Θα μας μαλώσουν αν βγούμε έξω.». –«Μη φοβάστε, δε θα μας καταλάβουν. Θα γυρίσουμε πολύ γρήγορα πίσω.» -«Εντάξει, γιούπι, γιούχου, πάμε!».
Μετά από τόσα χρόνια ακόμα παραμένει μυστήριο το πώς κατάφεραν να βγουν απαρατήρητα από το θέατρο 14 μπαλαρινάκια, να περπατήσουν χεράκι χεράκι φορώντας τις ροζ μωβ και πράσινες κίτρινες (γιακ) στολές τους, να περπατήσουν την κεντρική λεωφόρο του Πειραιά, να βρουν τα παπάκια, να τα γυρίσει πίσω ένας τροχονόμος, γιατί φυσικά η πρίμα είχε στο μυαλό της μόνο τη διαδρομή για το aller και όχι το retour, χωρίς να πάθουν το παραμικρό. Μέχρι την ώρα που επέστρεψαν στο θέατρο. Την ώρα που είχαν επιστρέψει στα καμαρίνια οι δασκάλες, την ώρα που έφτασε και ο τελευταίος γονιός.
-«Ποιός σας είπε να βγείτε έξω από το θέατροοοο%$*&@#$^;;;». Ούρλιαζε η Maleficent-formerly known as η μεγάλη δασκάλα. –«Αυτή, η Ράνια!». Το πιο γρήγορο στεγνό δόσιμο στην ιστορία του γρήγορου στεγνού δοσίματος. Νομίζω ότι ακόμα και εγώ με έδωσα. Ενστικτωδώς μου βγήκαν όλες οι κινήσεις του χορευτικού μήπως και τη γλυτώσω με γλύκα, τσαχπινιά και μπούκλα. Είμαι ακόμα τιμωρημένη. Τα ψιλά γράμματα λένε ότι η κόρη μου θα τη γλυτώσει μόνο με αποποίηση κληρονομιάς. Είπαμε, σχεδόν πάντα…