Μάνα θα πει ψυχή, ένστικτο, μάνα θα πει καρδιά.
Μάνα δεν είναι μόνο γεννώ, μάνα είναι σταλάζω σιγά σιγά την ψυχή μου σ’ ένα άλλο πλάσμα.
Με μια σοφία που μόνο οι ανοιχτές καρδιές διαθέτουν.
Έτσι ήταν κι εκείνη.
Σχεδόν παιδί έγινε μάνα και μαζί με το παιδί της μεγάλωνε κι εκείνη. Και δεύτερο και τρίτο παιδί κι εκείνη από πάνω τους. Τα μάλωνε και τα έπαιζε και τα διάβαζε και τα βολτάριζε και τα δίδασκε με πράξεις και με λόγια. Κι όλα αυτά είχαν πάντα τον ίδιο κοινό παρονομαστή. Την αγάπη και την σοφία.
Αλήθεια, πού την βρήκε τόση σοφία μια μπουκιά άνθρωπος, μου λέτε; Γιατί δεν πας και σε κάνα σχολείο απ’ όπου αποφοιτούν οι τέλειες μάνες, έτσι δεν είναι;
Ούτε αυτή ήταν τέλεια. Μα ήταν σοφή. Μ’ ένα ζύγι που όμοιό του δύσκολα βρίσκεις.
Ήταν στοργικό το ζύγι της εκτός από σοφό. Ήξερε πως τα παιδιά της ήταν τρία διαφορετικά λουλούδια που μεγάλωναν στην ίδια γιγάντια ζαρντινιέρα. Κι αφού ήταν διαφορετικά, εκείνη έσκυβε πάνω από το καθένα, σκάλιζε, πότιζε, αέριζε το χώμα γύρω – γύρω να παίρνουν αέρα οι ρίζες, να παίρνουν ό,τι χρειάζονται για να γίνει το κάθε λουλούδι αυτό που η φύση του όριζε, αλλά να το κατευθύνει να ανοίξει κι άλλα άνθη, να σπρώξει τα ζιζάνια μακριά, να βάλει κι ένα ξυλαράκι να το δέσει σφιχτά γύρω απ’ τον τρυφερό κορμό, δεν πειράζει, ζοριζόταν λιγάκι, αλλά χρειάζεται, αργότερα θα στέκει ολόισιο κι ολόρθο, ψηλό όσο περισσότερο η φύση προστάζει.
Κι όταν το ένα από τα τρία λουλούδια της ξαφνικά ξεράθηκε, εκείνη, το έβγαλε από την ζαρντινιέρα.
Κάποιοι της έλεγαν:
«Πώς μπορείς, άστο εκεί, ας είναι πεθαμένο και ξερό, το λουλούδι σου είναι».
Τους κοιτούσε μ’ απορία.
«Πάει, πέθανε, ξεράθηκε, δεν το βλέπετε;»
«Ναι, αλλά είναι το λουλούδι σου» της έλεγαν.
Κι όμως εκείνη, με την σοφία αυτή την απλή, την σοφία της μοναδικής αγάπης ήξερε πως αυτό το ξερό, το πεθαμένο θα εμπόδιζε τα άλλα λουλούδια να ψηλώσουν και να γίνουν όσο όμορφα η φύση ήθελε.
Και το έβγαλε.
Τρυφερά και μοναδικά, ξαναμοίρασε τον χώρο στ’ άλλα δύο. Κι έγιναν όμορφα και ψηλά και γερά και δυνατά, τόσο ψηλά και δυνατά, που όταν ήρθε η ώρα που έπρεπε της χάρισαν την δροσιά τους, την σκιά τους, την ευωδιά τους, να ξεκουραστεί κι εκείνη από την φροντίδα τους.
Κι η μάνα η σοφή, έβλεπε τα λουλούδια της, τα δυο της τα λουλούδια και καμάρωνε.
Το χρώμα τους, την ευωδία τους που σκόρπιζαν γύρω γύρω και χαμογελούσε όταν διαπίστωνε πόσο άρεσαν σε όλους τα λουλουδάκια της.
Μεγάλωσε αυτή η μάνα, άσπρισε το κεφάλι της, κύρτωσε το κορμί της, ήξερε όμως πως τα λουλούδια της ήταν εκεί.
Δροσιά, σκιά, ευωδία της έδιναν αλλά και στήριξη ,γιατί, πάνω – πάνω είχαν άνθη, είχαν όμως και γερό κορμό και ρίζες δυνατές που θα άντεχαν.
Χαμογέλασε γλυκά γιατί ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που θα τα έβλεπε.
Κι όταν ήρθε η ώρα να συναντήσει τον Πλάστη της, τίναξε από πάνω της τα χώματα, σαπούνισε το πρόσωπό της και τα χέρια της με σαπούνι ευωδιαστό, μοναδικό, καλά φυλαγμένο όλα τα χρόνια για εκείνη την στιγμή, κι έτσι καθαρή κι ευωδιαστή, έψαξε εκεί, στο μέρος της καρδιάς κι έβγαλε το πιο πολύτιμό της: το ξερό, πεθαμένο λουλουδάκι της.
Τώρα ήρθε η ώρα να το φροντίσει κι αυτό, εκεί ψηλά.
Μια γενναία σοφή μάνα ήταν αυτή η μάνα.
Η μάνα μου.
3 απαντήσεις στο “Μια γενναία μάνα”
Η πιο δύσκολη απόφαση να “βγάλεις” το λουλούδι και η πιο γενναία μάνα αυτή που τα καταφέρνει. Πολύ όμορφο, πού αληθινό. Μπράβο!
Από τη συγκίνηση και τα “τυπογραφικά”…
*πολύ αληθινό
Υπέροχο 💗