Μόλις άνοιξα το λάπτοπ. Ψάχνω κάτι να βρω να πιαστώ και να περάσω την ώρα μου αδιάφορα μέχρι να κυλήσει κι αυτή η μέρα. Ξέρεις, είναι πολύ δύσκολα όλα. Βέβαια, πώς να το ξέρεις αφού δεν υπάρχεις πουθενά. Δεν έχω νέα σου καιρό τώρα κι ούτε εσύ δικά μου. Όχι επειδή δεν προσπάθησα, μα επειδή δε θέλησες.Μες στον θυμό μου για όσα έγιναν, έψαχνα τρόπους να σε δικαιολογήσω στο μυαλό μου και να σε καταλάβω. Δε με βοήθησες καθόλου ωστόσο.
Όπως ξεκίνησα να σου γράφω λοιπόν, μόλις άνοιξα το λάπτοπ για ν’ ακούσω λίγη μουσική μπας και χαλαρώσω. Κι έπεσα πάνω σε μια παλιά, ηχογραφημένη μας εκπομπή. Σχεδόν αυθόρμητα πάτησα το play με αφορμή να δω πώς ακουγόμαστε. Χαζά χάχανα και τσιριχτές φωνές απλώθηκαν στ’ αυτιά μου. Συζητήσεις δίχως νόημα κι άλλες, πιο ουσιώδεις, πάντα με τον δικό μας μοναδικό τρόπο.
Μελαγχόλησα λίγο περισσότερο. Πώς μια περσινή εκπομπή μπορεί να με κάνει να χαμογελάσω λυπηρά. Μου λείπεις, ξέρεις. Σε κάθε κουβέντα που κάνω, σε αναφέρω. -Η κολλητή μου αυτό, η κολλητή μου εκείνο, η κολλητή μου ξέρει.
Ξέρει, όμως;
Κάποτε ήξερε, αλλά τώρα; Τώρα δεν ξέρω πού είναι. Η κολλητή μου έγινε φάντασμα που με στοιχειώνει τελευταία. Ανάμνηση είναι και τριγυρνά στο μυαλό μου με τη γνώριμη φιγούρα της, τις χαζές γκριμάτσες της, τις συμβουλές της.
Κάπου χάθηκε, κάπου μπερδεύτηκε, κάτι διαχειρίστηκε λάθος. Στην αρχή δε με πείραζε, καταλάβαινα το πρόβλημα που είχε με τη διαχείριση του χρόνου της. Καταλάβαινα την ανάγκη της να έχει άλλες προτεραιότητες. Μεγαλώνουμε, σκέφτηκα, κι αλλάζουν κι οι υποχρεώσεις μας, οι ευθύνες μας. Μειώνεται ο ελεύθερος χρόνος μας. Όμως, αραίωσαν και τα τηλεφωνήματα ξαφνικά. Δεν πειράζει, είπα ξανά. Μετά δεν ήρθε στη γιορτή μου γιατί ξεχάστηκε. Ναι, αυτό πείραξε. Τι θα πει ξεχάστηκε; Τι θα πει αποκοιμήθηκε; Ας είναι, όμως. Τα μίλησα μαζί της και τα βρήκαμε. «Σόρρυ, ρε μαλάκα, έχω πνιγεί και το μυαλό μου είναι αλλού. Αλήθεια, δεν έχω κάτι μαζί σου». Την είχα την ανάγκη να το προσπεράσω κι αυτό, όπως κι έγινε.
Δυο εβδομάδες κράτησε η επανασύνδεση κι έπειτα πάλι χάθηκε. Την αναζήτησα κι ύστερα από δυσκολία, την ξαναβρήκα. Κι ύστερα δεν ευχήθηκε ούτε ένα τυπικό χρόνια πολλά στα γενέθλια μου, δεν εμφανίστηκε κι ας την περίμενα μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Κι αυτό έτσουξε. Κάπου είχε πάει, αφαιρέθηκε, κοιμήθηκε, δεν άκουσε το ξυπνητήρι. Μόνιμες δικαιολογίες. Δεν ήταν ψέματα, την πίστεψα, αλλά και τι μ’ αυτό;
Η κολλητή μου έμαθε πως φεύγω γι άλλη χώρα. Την περίμενα να με χαιρετήσει όπως κανονίσαμε, κι ας είχα πολλά νεύρα μαζί της, θα τα ξεχνούσα όλα με μια αγκαλιά και μια χαζοκουβεντούλα. Γιατί έτσι κάνουν οι φίλοι, δεν κρατάνε μούτρα. Θυμώνουν για λίγο κι ύστερα όλα καλά.
Όμως δεν ήρθε. Πάλι την περίμενα ξύπνια μέχρι το πρωί κι ας είχα τρομερό άγχος, κι ας φοβόμουν μήπως χάσω την πτήση. Μέχρι τελευταία στιγμή ήλπιζα πως θα φανεί. Πως θα έχει μια καλή δικαιολογία για την απουσία της. Όμως τίποτα. Κι ενώ ήταν λάθος κίνηση, εγώ της έστειλα, της είπα συνοπτικά όσα ήθελα και πίστεψα πως θα είχε το θάρρος τουλάχιστον να πει κάτι. Όμως εκείνη σιώπησε. Και τόσο καιρό μετά, δεν έχει δώσει σημάδια ζωής. Κι εγώ, όσο πληγωμένη και να μαι, θέλω να μάθω νέα της, αν είναι καλά. Κάθε μέρα πληκτρολογώ το ίδιο μήνυμα κι έπειτα πάλι το σβήνω. Όχι από εγωισμό, αυτόν τον έπνιξα πολλές φορές στην περίπτωσή μας. Αλλά βαρέθηκα να είμαι ο μαλάκας.
Και οι κοινοί μας φίλοι δεν έχουν επικοινωνία μαζί της. Χαμένη απ’ όλους. Στον κόσμο της. Κι εγώ ανησυχώ, γιατί όσο και να θέλω να τη βρίσω, την αγαπάω και θέλω να είναι καλά. Ξέρω πως κάτι δεν πάει καλά, μα δεν έχω τη δυνατότητα να μάθω.
Η κολλητή μου είναι φάντασμα και βολτάρει κάθε μέρα στις σκέψεις μου, έγινε πια φανταστική φίλη. Εγώ όμως, μέσα μου, είναι σαν να τις τα έχω πει όλα. Ξέρω πως οι άνθρωποι πάντα φεύγουν και δεν μπορείς να τους κρατήσεις με το ζόρι. Τι γίνεται όμως αν δε θέλεις να το δεχτείς; Κάθεσαι να σιωπάς και να στεναχωριέσαι βουβά και να θυμώνεις. Και κάπου, στην άκρη του μυαλού σου, έχεις την ελπίδα πως θα διαβάσει αυτό το κείμενο και θα ρίξει τα μούτρα της να στείλει ένα μήνυμα. Κι όταν γυρίσεις, θα έρθει να σε δει, να τα πείτε όλα και να σμίξετε. Να λειτουργούν όλα σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτε. Σαν να μην υπήρξε κανένα κενό. Κι ύστερα ξέρεις πως αυτό είναι μια προσδοκία που δε θα βγει αληθινή και πάλι θα λυπηθείς. Κι όσο δεν το δέχεσαι, τόσο θα πληγώνεσαι.
Όμως επιμένεις να έχεις πίστη στους ανθρώπους με την πεποίθηση πως μια μέρα θα ανταμειφθείς.
Κι έτσι, το αφήνεις κι αυτό να περάσει, προσπαθώντας να διαχειριστείς την «απώλεια», ξεπετώντας όλα τα «πώς είσαι;» μ’ ένα «όλα καλά». Που δεν είναι. Αλλά θα γίνουν.
Έτσι θες να πιστεύεις.