,

Killing in the name…

Θα σας πω μια ιστορία αγάπης, πονεμένη, παρεξηγημένη, ανεκπλήρωτη, παρανοϊκή. Της παραδόθηκα άνευ όρων από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο άγγιγμα, την πρώτη ζεστή ματιά. Της οφείλω τη ζωή μου, με έσωσε με κάθε πιθανό τρόπο. Υπήρχε βέβαια πάντα αυτή η διαφορά ηλικίας και κοσμοθεωρίας, την οποία όμως δεν αφήσαμε ποτέ να μπει εμπόδιο στη σχέση μας. Είχαμε προβλήματα, ναι. Για μένα ήταν η μία και μοναδική, καμία άλλη δε θα είχε ποτέ θέση στη καρδιά μου, στο μυαλό και τη ψυχή μου, παρά μόνο στιγμιαία στο κρεβάτι μου. Για εκείνη όμως ήμουν πάντα το φιλαράκι, το κολλητάρι, ο αδερφός που ποτέ δεν είχε. Δίπλα της κάθε στιγμή, ποτέ όμως ερωτικά, το είχα πια αποδεχτεί. Δε με ένοιαζε. Μου αρκούσε απλά και μόνο να τη βλέπω, να την ακούω, να τη νιώθω κοντά μου. Μετρούσαμε ήδη άλλωστε αρκετά χρόνια επιτυχημένης συγκατοίκησης. Είχαμε μία άτυπη συμφωνία εκείνη να δέχεται τους ερωτικούς της συντρόφους στο διαμέρισμά μας και εγώ τις δικές μου όπου αλλού τύχαινε. Όσο εγωιστικό και να ακούγεται, με παρηγορούσε που ποτέ δεν είχε ερωτευτεί κανέναν τους, έτρεμα την ιδέα να έρθω δεύτερος στη ζωή της.

Όλα κυλούσαν ως συνήθως, μέχρι τη στιγμή που εκείνος μετακόμισε στο διαμέρισμα της απέναντι πολυκατοικίας. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που τον είδα ότι η ζωή μας θα άλλαζε, σκοτεινά γνώριμα ένστικτα μου ξύπνησαν. Δεν άργησαν να ξεκινήσουν οι πρώτες μεταξύ τους μπαλκονάτες ματιές, τα πονηρά χαμόγελα, το κλείσιμο του ματιού. Ήταν θέμα χρόνου. Εκείνο το βράδυ δε βγήκα, ήθελα την ησυχία μου, να σαπίσω στο κρεβάτι μου. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, να ουρλιάζει από ηδονή, να φωνάζει το σιχαμένο όνομά του, να τον εκλιπαρεί να συνεχίσει. Το βασανιστήριό μου κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Και δε θα σταματούσε εκεί. Αυτός συνέχιζε να έρχεται, πάντα εδώ, ποτέ στο δικό του σπίτι. Φυσικά μας σύστησε. Κρατήσαμε και οι δύο τους τύπους. Αμοιβαία αποπνικτική αντιπάθεια. Εκείνος ερχόταν, εγώ έφευγα.

Και ο καιρός περνούσε. Και εκείνη είχε γίνει σκιά του εαυτού της, απόλυτα εξαρτημένη, από το παλιοτόμαρο. Έρωτα το έλεγε εκείνη, αυτοκτονία το έλεγα εγώ. Στο σπίτι υπήρχα πια σα φάντασμα, δεν άντεχα άλλο να τη βλέπω σε αυτό το χάλι. Τον ζήλευα, τον μισούσα, τον ήθελα νεκρό. Πάλευα να κρύψω το σκοτάδι στο βλέμμα μου.

Και τότε τον είδα. Από το μπαλκόνι. Στο σπίτι του. Με μία άλλη. Αυτό θα την ισοπέδωνε, θα την σκότωνε ακαριαία.

Δεν της άξιζε. Το αρχίδι έπρεπε να πληρώσει. Αυτή τη φορά δε θα σκότωνα για επιβίωση, αλλά για ευχαρίστηση. Για εκείνη. Άφησα ελεύθερη τη λύσσα που ένιωθα να με κατακλύζει. Έφυγα αθόρυβα από το διαμέρισμά μας και σε λίγα λεπτά έμπαινα σα σκιά στο δικό του. Μόλις είχαν τελειώσει το δεύτερο γύρο. Πρώτα ξέσκισα τη δική της καρωτίδα, αφήνοντάς τον να κοιτά άναυδος το σιντριβάνι αίματος. Στα τελευταία βασανιστικά δευτερόλεπτα ζωής που του χάρισα, του έδειξα την κόλαση που τον περίμενε μέσα στα κατάμαυρα μάτια μου. Αμέσως μετά του ξερίζωσα τα δικά του. Το ουρλιαχτό του σταμάτησε όταν του έκοψα το λάρυγγα. Πόσο ηδονικό ήταν να τον ακούω να πνίγεται στο ίδιο του το αίμα. Είχα πάρει την εκδίκησή μου. Και ένιωθα καλά. Το είχα ανάγκη. Το είχα καταπιέσει. Το είχα στη φύση μου άλλωστε. Ήθελα να γυρίσω αμέσως σε εκείνη. Ήταν πάλι όλη δική μου. Έπρεπε να της σταθώ, σε λίγο θα μάθαινε, ήδη ακουγόντουσαν οι πρώτες σειρήνες. Όχι όμως έτσι. Έπρεπε πρώτα να πλυθώ. Καθάρισα από πάνω μου όσο έφτανα το αίμα που με είχε καλύψει. Ήπια λίγο νερό για να ξεπλύνω τη μεταλλική γεύση του από το στόμα μου.

Όταν γύρισα, εκείνη κοιμόταν ακόμα. Ξάπλωσα δίπλα της και αποκοιμήθηκα. Με ξύπνησε το χάδι της. Γύρισα και την κοίταξα. Mου είπε είπε γλυκά «Βρε Μπαστέτ, τι αίματα είναι αυτά; Πάλι σε γατοκαυγάδες έμπλεξες;» «Νιααααρρρρρρ….»

Ράνια Γεννατά

Απάντηση


%d