3.30 π.μ
Χτυπά ξυπνητήρι. Πάλι ξέχασα να το απενεργοποιήσω το αναθεματισμένο. Μα τι σκατά σκεφτόμουν όταν το έβαλα να χτυπήσει εκείνη την ώρα; Προσπαθώ άτσαλα μέσα στον ύπνο μου να το κλείσω κι από τη βιασύνη μου, για να μην τους ξυπνήσει όλους, το ρίχνω κάτω. Που να με πάρει η ευχή βραδιάτικα! Γυρίζω πλευρό. Η ζέστη αφόρητη και μόνο ένας ξεχαρβαλωμένος ανεμιστήρας σπάει λίγο την άπνοια στο δωμάτιο. Σκοτάδι. Τους ενοχλεί και το ελάχιστο φως της τηλεόρασης. Ηρεμώ και προσπαθώ να ξανακοιμηθώ. Πάνω που χαλαρώνουν τα βλέφαρά μου κι είναι έτοιμα να με οδηγήσουν σε κάποιο όνειρο, το ξυπνητήρι ξαναχτυπά. Που να σε πάρει, αφού σε έκλεισα! Πατάω απενεργοποίηση κι όμως το επόμενο λεπτό ξαναχτυπάει. «Άντε στο διάολο, με εκνεύρισες!». Κλείνω τελείως το κινητό.
Ύστερα από λίγα λεπτά καταφέρνω να κοιμηθώ. Κάτι μπερδεμένα όνειρα βλέπω πάλι, σύγχυση επικρατεί. Πετάγομαι αλαφιασμένη. Κοιτάζω γύρω μου, όλα όπως πριν. Ο σκύλος κάπως ανήσυχος, μα του ‘μεινε κουσούρι μετά τη μετακόμιση, ίσως δεν έχει συνηθίσει ακόμα το καινούργιο περιβάλλον. Εδώ, θα μου πεις, δεν το ‘χουμε συνηθίσει εμείς ακόμα. Πιάνω ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο, κάνω κι ένα τσιγάρο και ξαναπέφτω. Δε θα σου περάσει, θα καταφέρω να κοιμηθώ.
4.10 π.μ
Νιώθω να κουνιέμαι ολόκληρη, σαν να σείεται η γη. «Τι έγινε, ρε παιδιά; Σεισμός;». Κανείς δεν απαντάει, τίποτα. Πετάγομαι και τρέχω ν’ ανάψω τα φώτα. Όλοι στα κρεβάτια τους, ήσυχοι και κοιμούνται. Τι σκατά, ρε πούστη μου; Ναρκωτικά έχω πάρει σήμερα; Δεν μπορεί μόνο εγώ να το νιώθω. Υπερένταση, δεν μπορώ να ξαπλώσω. Νιώθω πως κάτι θα γίνει πάλι.
4.20 π.μ.
Κι όμως, είμαι τόσο κουρασμένη σήμερα που αποκοιμιέμαι στην πολυθρόνα. Πάλι όνειρα, πάλι μπέρδεμα. Κάτι φωνές στο βάθος. «Το παιδί, σώσε το παιδί!» ακούω και πετάγομαι για πολλοστή φορά. Γαμώ την τρέλα μου δε θα βρω ησυχία, απόψε. Μα τι μ’ έχει πιάσει;
5.10 π.μ
Ρίχνω δυο ρούχα πάνω μου, παίρνω κλειδιά, τσιγάρα και κάτι ψιλά που έχω και πάω στο 24ώρο να πάρω καμιά μπίρα. Έτσι κι αλλιώς, άυπνη θα μείνω, το αποδέχτηκα. Μια μαύρη γάτα πάνω στον κάδο σκουπιδιών με κοιτάζει με τα μεγάλα, κίτρινα, αστραφτερά μάτια της, μα όχι με φόβο μήτε με κακία. Με κοιτάζει με συμπόνια. Σαν να ξέρει κάτι. Επιμένει για λίγο στο βλέμμα της, κοιτάζει αριστερά στο στενό κι ύστερα τρέχει προς τα δεξιά και κρύβεται κάτω από ένα παρκαρισμένο βανάκι.
Κάτι μου λέει να μην πάρω το δρόμο που θα ακολουθούσα πρωτύτερα, είναι κι η γάτα… δε γαμιέται, θα κάνω κύκλο. Φτάνω στο περίπτερο 5 λεπτά αργότερα. Ένα πιτσιρίκι, θα ναι- δε θα ναι 10, κοντοστέκεται πλάι του ψυγείου με τα παγωτά κι ατενίζει τους περαστικούς. Μου κάνει εντύπωση που τέτοια ώρα κυκλοφορεί ένα παιδί μόνο και τι δουλειά έχει εδώ; Παρατηρώντας καλύτερα, θα λεγα πως είναι από εκείνα που τα στέλνουν οι γονείς για ζητιανιά και βρήκε ένα καλό σημείο να τη βγάλει απόψε.
Παίρνω την μπίρα μου και το ρωτάω αν θέλει να του πάρω κάτι να φάει. «Μην ξεχάσεις το παιδί. Σώσε το παιδί!» μου λέει και χάνεται από τα μάτια μου σαν να μην υπήρξε ποτέ εκεί. «Πόση ώρα είναι εδώ; Το ξέρεις το πιτσιρίκι;» έντρομη ρωτάω τον περιπτερά μα προσπαθώντας να μη δείξω την έντασή μου. «Μας δουλεύεις πρωινιάτικα, ρε κοπελιά; Ποιο πιτσιρίκι;». Θα τρελαθώ τελείως σήμερα, ε. Θα μου στρίψει.
5.47 π.μ
Μπαίνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ στο σπίτι, αράζω στην αυλή, πίνω τη μπίρα και προσπαθώ να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη. Είμαι, μάλλον, τόσο κουρασμένη που τα ‘χω χάσει. Χρειάζομαι ύπνο. Αφού μ’ έχουν κάνει κόσκινο τα κουνούπια, ανάβω ένα φιδάκι μπας και γλιτώσω απ’ όσα περισσότερα γίνεται.
Μυρίζει καρβουνίλα το δωμάτιο και ξυπνάει η γιαγιά σιχτιρίζοντας. Το παίζω κοιμισμένη για να γλιτώσω την κατσάδα. Λίγα λεπτά αργότερα κοιμάμαι ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ. Ξυπνάω γύρω στις 2 το μεσημέρι από τις φωνές της μάνας μου και το κλάμα του μπέμπη. Πάω να φτιάξω καφέ ν’ ανοίξει το ξενυχτισμένο μάτι μου. Η μάνα μου πάνω από το τηγάνι να φτιάχνει κεφτέδες, το μωρό στην κούνια να έχει πλαντάξει κι η γιαγιά να διαβάζει Νίτσε. Κάθε τρελός την καύλα του εδώ μέσα.
«Τι διαβάζεις, ρε γιαγιά, με τόση αφοσίωση;»
«Να, εδώ, για κάτι παράξενα περιστατικά, για προφητείες, όνειρα, κάπως τα λέει εδώ, παιδί μου, δεν μπορώ να στα εξηγήσω, να, δες μόνη σου.». Ρίχνω μια γρήγορη ματιά, περιγράφει κάτι μπούρδες, δε δίνω σημασία.
3.30 μ.μ
Μπαίνω για ένα παγωμένο μπάνιο να ξυπνήσω. Ακούω το ξυπνητήρι να βαράει. ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΣΟΥ ΠΏΣ ΒΑΡΑΣ ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ;
Βγαίνω όπως – όπως και το πετάω στον τοίχο, ή θα σκάσει ή θα σπάσει. Τέλος.
4.10 μ.μ
Τρέμει η γη κάτω από τα πόδια μου. Το σκυλί γαβγίζει και τρέχει πάνω – κάτω σαν τρελό, το μωρό κλαίει ασταμάτητα, η μάνα μου πανικόβλητη δεν ξέρει πού να πρωτοπάει, η γιαγιά τρέχει να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι. Τα γυαλικά από το πολυκαιρισμένο σύνθετο σπάνε ένα- ένα στην αρχή κι έπειτα μαζικά κάνουν έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, σταματάει. Όλα καλά. Όλα στη θέση τους. Όλοι καλά. Ε, και τι έγινε που σπάσανε τα γυαλικά. Καλύτερα, βαριόμουν να τα καθαρίζω όλη την ώρα.
4.20 μ.μ
Μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου ουρλιάζει «ΤΟ ΠΑΙΔΙ, ΣΩΣΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ!». Αρχίζει πάλι να τρέμει το σπίτι, βουητό παντού, κάτι κρύσταλλα σπάνε και δεν ακούω το μωρό. Τρέχω στην κάμαρα που είναι η κούνια του και το ίδιο δευτερόλεπτο που φτάνω από πάνω του δίνει ένα δυνατό κούνημα και πέφτει ο πολυέλαιος. Προλαβαίνω να σηκώσω το μωρό κι ο πολυέλαιος, πλέον σε κομμάτια, βρίσκεται στη θέση που βρισκόταν πριν κλάσματα δευτερολέπτου το μωρό. ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ;
5.10 μ.μ
Είμαστε όλοι στους δρόμους και ψάχνουμε να βρούμε αν τραυματίστηκε κανείς. Έχω σφιχτά στην αγκαλιά μου το μωρό, η μάνα μου δεν έχει καταλάβει τι γίνεται, μας βλέπει όλους εκεί και ηρεμεί. Η γιαγιά είναι με το νυχτικό και αγκαλιά με το βιβλίο του Νίτσε. Ξάφνου βλέπω τη χθεσινοβραδινή γάτα, πάνω στο μπαλκόνι να με κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα. Τρέχει μέσα στο σπίτι και χάνεται. Η μάνα μου ξαφνικά πανικοβάλλεται κι αρχίζει να ουρλιάζει. «ΘΕΕ ΜΟΥ ΕΧΩ ΑΦΗΣΕΙ ΤΟ ΜΑΤΙ ΑΝΟΙΧΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΤΗΓΑΝΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ». Κάνει να διασχίσει την είσοδο του σπιτιού κι αρχίζει να κουνάει πάλι. Μετασεισμοί και μαλακίες. Την τραβάω απότομα, «δεν έχεις να πας πουθενά!»
Βλέπω στιγμιαία δίπλα μου το πιτσιρίκι. Εκείνο από το περίπτερο… τρομάζω. Μου χαμογελάει. Βλέπω το σπίτι μου να τυλίγεται στις φλόγες. «Μη στεναχωριέσαι, δεν πειράζει. Τουλάχιστον έσωσες το παιδί» μου λέει κι εξαφανίζεται ξανά.
5.47 μ.μ
Πέφτει το βιβλίο από τα χέρια της γιαγιάς μου. Ανοιγμένο σ’ εκείνη τη σελίδα που μου έδειχνε πρωτύτερα και δεν ασχολήθηκα.
«Προαισθήματα και πώς να μάθετε να τα διαχειρίζεστε.» Διαβάζω λίγο παρακάτω… «Ποτέ μην αγνοείς τα σημάδια, δε θα σου δίνεται πάντα και δεύτερη ευκαιρία.»
Κι ύστερα μια σελίδα ολόκληρη, περιγράφοντας ένα γεγονός, μ’ έναν σεισμό, ένα μωρό κι έναν σπασμένο πολυέλαιο.
Ψύχωση. Μα τουλάχιστον, έσωσα το παιδί….
Δώρα Κουτσογιάννη