Η Αμαλία στάθηκε για λίγο στην σκιά της μουριάς. Η ζέστη ανυπόφορη, ανακατεμένη με υγρασία, ιδρωτίλα και βαριές ανάσες. Το καλοκαίρι δεν πρέπει να πιάνει τις πόλεις, σκέφτηκε, όπως δεν πιάνει χιόνι στις παραλίες. Οι άνθρωποι δουλεύουν και πρέπει το περιβάλλον να βοηθά, να μπορείς να κινείσαι άνετα, να περπατάς. Έβγαλε από την τσάντα της ένα θερμός. Όλη μέρα στους δρόμους, δύσκολα θ’ άντεχε, ας ήταν έστω δροσερό. Ήπιε μια γουλιά. Οριακά χλιαρό. Πρέπει να είναι παραπάνω από τέσσερις ώρες στον δρόμο, αυτή ήταν η φύση της δουλειάς της.
Σ’ εταιρεία δημοσκοπήσεων δούλευε. Παράπονο δεν είχε, ο κόσμος την εμπιστευόταν, είχε τον τρόπο της να κάνει ερωτήσεις. Κι εκείνοι απαντάνε, όχι ξερά και τυπικά, αλλά στοχευμένα κι ουσιαστικά. Όσο έβλεπαν τ’ αποτελέσματα που έφερνε, τόσο της έδιναν μεγαλύτερες περιοχές, δυσκολότερο κοινό. Αναβαθμίστηκε, της έδιναν συγκεκριμένο κοινό, έτοιμο να την δεχθεί με ραντεβού που όριζε η εταιρεία. Σαν χθες θυμάται τον προϊστάμενο, να την φωνάζει στο γραφείο και να της το ανακοινώνει. Ήταν ευγνώμων. Είχε δουλειά κι ήταν όπως της άρεσε, χωρίς οχτάωρα κλεισούρας, χωρίς την ίδια φάτσα απέναντι για 25 χρόνια –χειρότερα από γάμο. Σταμάτησε τις σκέψεις, κοίταξε την αυλόπορτα. Ήταν από τις παλιές, τις βαριές, τις μερακλίδικες, από μαστόρους καλλιτέχνες. Δεν έβλεπες πια τέτοιες πόρτες, με ρόπτρο έργο τέχνης. Το χτύπησε, άλλωστε κουδούνι δεν φαινόταν πουθενά. Ένα κλικ ακούστηκε, κι η πόρτα άνοιξε. Καρφίτσωσε το ταμπελάκι «Αμαλία» στο πέτο της. Περπάτησε στο μονοπάτι της αυλής: λεμονιές, νεραντζιές, κουτσουπιές, γεράνια, βασιλικοί κι η μουριά. Καταπράσινα, φροντισμένα λες και μπήκε σ άλλο κόσμο. Τόση δροσιά, τόσες μυρωδιές!
Όμοια ήταν και στο εσωτερικό του σπιτιού. Η κυρία που στεκόταν απέναντί της, χαμογέλασε ζεστά, την πέρασε στο σαλόνι και χάθηκε στην κουζίνα, να ετοιμάσει το «τρατάρισμα» όπως είπε. Κοίταξε γύρω της. Κουφωτά παραθυρόφυλλα, δαντελένιες λεπτές κουρτίνες, αφράτες, κατάλευκες, σαν να μην ήταν στο κέντρο μιας μεγάλης, πολύβουης και βρώμικης απ’ το καυσαέριο μεγαλούπολης. Ο δίσκος με τον καφέ και το δροσερό νερό ήρθε, η κυρία κάθισε απέναντί της, ίσιωσε την φούστα της και μετά τους προλόγους, έπιασαν δουλειά. Μετά τα διαδικαστικά, της έδωσε το ερωτηματολόγιο. Φόρεσε τα γυαλάκια της κι άρχισε να γράφει. Την παρατηρούσε. Κομψή, στυλάτη, αλλά είχε κάτι πάνω της αόριστο… Δεν ήταν μια παλιά αρχόντισσα, ούτε όμως και λαϊκή γυναίκα. Είχε κάτι πάνω της, στον αέρα της, στις κινήσεις της που την μπέρδευαν. Δεν μπορούσε να της δώσει έναν χαρακτηρισμό. Η περιέργειά της είχε κορυφωθεί. Ήξερε πως το ερωτηματολόγιο δεν θα της έδινε απαντήσεις. Έστρωσε στο μυαλό της μια κουβέντα, δήθεν σχετική, αλλά ευχόταν να αποδεικνυόταν διαφωτιστική.
Η κυρία τελείωσε το ερωτηματολόγιο. «Χρειάζεστε κάτι άλλο αγαπητή μου;» ρώτησε καθώς ακουμπούσε τα γυαλιά στο τραπεζάκι δίπλα της.
«Ναι, αν έχετε λίγο χρόνο, θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις ακόμη».
«Με μεγάλη μου χαρά».
«Έχετε οικογένεια; »
«Φυσικά. Κοιτάξτε γύρω σας προσεκτικά αγαπητή μου. Όχι μόνο στις κορνίζες, αλλά και στο σπίτι. Τα σπίτια μιλάνε, ξέρετε. Εσείς, με την δουλειά σας, θα το γνωρίζετε ήδη».
«Μιλάνε;»
«Κοιτάξτε τις πρίζες ας πούμε. Οι γυμνές, έχουν κάλυπτρα, από τότε που είχα τα παιδιά μου μωρά. Πέρασαν τα χρόνια, έφυγαν τα παιδιά, μα τα κάλυπτρα έμειναν. Έτσι μένουν τ’ άψυχα να θυμίζουν τα έμψυχα. Βλέπετε την πολυθρόνα απέναντι; Βουλιαγμένη είναι σ’ εκείνο το σημείο, γιατί όταν καθόταν ο άντρας μου, καθόταν κι ο σκύλος δίπλα του. Κανείς δεν ζει από τους δύο, μόνο τα σημάδια έμειναν. Έχω οικογένεια λοιπόν».
Μούδιασε λίγο. Δεν ήξερε πώς να στρέψει την συζήτηση, δεν ήξερε πού να ψάξει , βασικά δεν ήξερε τι έψαχνε για να ρωτήσει. Είδε η κυρία τον δισταγμό, έσκυψε ελαφριά το κεφάλι προς το μέρος της.
«Θέλετε κάτι να ρωτήσετε;»
«Εργαστήκατε ποτέ;» είπε το πρώτο που της ήρθε στο μυαλό.
«Εννοείτε αν είχα εργοδότη, αν παίρνω σύνταξη; Όχι. Δεκαεπτά χρονών παντρεύτηκα, ο σύζυγος είχε μεγάλο υφασματάδικο στην Ερμού. Το όνομα της επιχείρησης θα το ξέρατε, αλλά είστε τόσο νέα. Επτά υπαλλήλους απασχολούσε στο μαγαζί και δεκαπέντε στην βιοτεχνία. Γέννησα ενάμιση χρόνο μετά τους γάμους μας , κάναμε συνολικά έξι παιδιά. Τα τελευταία ήταν δίδυμα και οι εποχές τότε ήταν αλλιώς. Κρατούσα το νοικοκυριό, μεγάλωνα τα παιδιά, ανέλαβα ό,τι ήταν έξω από την δουλειά: Υγεία, διαβίωση, οικονομία, σπουδές των παιδιών, διασκέδαση και διακοπές της οικογένειας, μικρά ή μεγάλα ταξίδια.
»Όταν οι καιροί άλλαξαν, τα πράγματα δυσκόλεψαν, βγήκα κι εγώ να κάνω δουλειές που δεν είχαν απαιτήσεις. Λεφτά να φέρνουν μόνο, ούτε κάρτες, ούτε οχτάωρα, ούτε ένσημα και φυσικά ούτε σύνταξη. Το ρευστό της στιγμής που μπαλώνει τρύπες κι ανακουφίζει, που γίνεται σανίδα σωτηρίας. Λιπόψυχη δεν ήμουν, με όλα καταπιάστηκα εκείνα τα χρόνια και τίμησα με απίστευτη ενεργητικότητα τον μισό αιώνα ζωής μου τότε πάνω στον πλανήτη. Ξέρετε, δεν μου ζήτησαν ποτέ κάτι, αλλά πάντα έδινα.
»Πάντα μας περισσεύει κάτι για τον άλλον, έτσι δεν είναι; Χέρια, σκέψη, αγάπη, ψυχή, πράξη. Κι εγώ όλο και κάτι έδινα, όλο και κάτι έκανα, οτιδήποτε, από σφουγγάρισμα στο σπίτι μιας φίλης που ήταν άρρωστη, μέχρι μια καλή δουλειά χρησιμοποιώντας μια γνωριμία. Τίποτε δεν είναι υποτιμητικό αγαπητή μου. Όταν η ψυχή είναι καθαρή κι η καρδιά ανοιχτή, εύκολα μπορείς να γίνεις του σαλονιού και του λιμανιού που λένε. Ντόμπρος να ’σαι. Τ’ άλλα είναι για τους τύπους».
Η Αμαλία είχε μείνει βουβή. Η κυρία την κοίταξε. «Σας κάλυψα;» ρώτησε. Η Αμαλία κόμπιασε. Κάτι πήγαινε να σχηματιστεί στο μυαλό της μα έμενε μισό. Εκείνη έγειρε πίσω στην πολυθρόνα της.
«Οι γυναίκες αγαπητή μου είμαστε μια μεγάλη, ανεκμετάλλευτη δύναμη. Κι αφού η ερώτηση είναι εκτός ερωτηματολογίου, επιτρέψτε μου μια συμβουλή: μη ρωτάτε ποτέ μια μητέρα αν εργάστηκε. Μη ρωτάτε μια σύζυγο αν πρόσφερε. Δείτε, μην κοιτάτε μόνο…»
Είχε βραδιάσει πια όταν η Αμαλία ταξινομούσε τα σημερινά ερωτηματολόγια. Είχε δροσίσει αρκετά, ένα ποτήρι παγωμένο τσάι την συντρόφευε στην ταξινόμηση. Παρατηρήσεις, λάθη, απαντήσεις που ήθελαν αξιολόγηση. Κι όσο είχε νωπές τις εντυπώσεις, σημείωνε πίσω από το ερωτηματολόγιο ό,τι νόμιζε πως θα ήταν χαρακτηριστικό για εκείνον που συνάντησε. Έφτασε και στης σημερινής κυρίας. Ο ήχος της φωνής της ήταν ακόμη στ’ αυτιά της. Γύρισε την σελίδα κι έγραψε…
«ΛΕΒΕΝΤΙΣΣΑ»
Χαμογέλασε. ΑΥΤΗ ήταν η λέξη που έψαχνε όλη μέρα!!! Έσβησε το φως και πήγε για ύπνο.
<p