Πήραν τις θέσεις τους επάνω στην σκηνή αντικριστά κι έπειτα πλημμύρισε η αίθουσα μουσική. Το πλήθος τους καλωσόρισε με ένα θερμό χειροκρότημα. Τα φώτα δυνάμωσαν καθώς ξεκινούσαν να ακολουθούν τα γνώριμα βήματα, στην αρχή αβέβαια αλλά όσο προχωρούσε η χορογραφία γινόταν σταθερά, σίγουρα. Στα πρώτα δευτερόλεπτα οι κινήσεις τους ήταν ανεξάρτητες, η απόσταση των λίγων εκατοστών μεταξύ τους, τους κρατούσε ασφαλείς, ψύχραιμους.
Ύστερα ήρθε το πρώτο άγγιγμα… Και κατέρρευσε η ψυχραιμία. Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε τα κορμιά τους και αυτόματα μπήκαν σε λειτουργία όλα εκείνα που πάλευαν να κρατηθούν ανενεργά.
Τόσες πρόβες. Αμέτρητες πρόβες, όχι για τα βήματα, όχι. Αυτά έβγαιναν αβίαστα. Πρόβες για να κρύψουν αυτά που φώναζαν, τα συναισθήματα τα απαγορευμένα. Πρόβες για να μάθουν να συγκρατούν το αυθόρμητο, το αυτονόητο. Τόσες πρόβες. Και τώρα με ένα άγγιγμα λες και πυροδοτήθηκε μια βόμβα που κανένας δεν ήξερε πότε θα σκάσει. Όλα όσα δεν έπρεπε να προδοθούν, τώρα παραμόνευαν έτοιμα να φανερωθούν στα αδιάκριτα βλέμματα, από στιγμή σε στιγμή. Όλα όσα έπρεπε να μείνουν κρυφά, τώρα ετοιμάζονταν να βγουν στο φως.
Ήρθαν σε απόσταση αναπνοής. Τα μάτια του ξεχείλιζαν έρωτα. Όλο του το κορμί ήταν έτοιμο να εκραγεί από τον πόθο. Το βλέμμα του ταξίδευε επάνω της αχόρταγο, ανυπόμονο, φώναζε όλα αυτά που δεν έλεγαν οι λέξεις. Τα χείλη του μισάνοιχτα σαν κάτι να ήθελαν να πουν, μα δεν τολμούσαν. Η ανάσα του έβγαινε γρήγορη, βαριά, κάνοντας το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει βιαστικά. Πάλευε με όλες του τις δυνάμεις να συγκρατήσει τον εαυτό του, την στιγμή που το μόνο που ήθελε ήταν να την αρπάξει και να την σφίξει επάνω στο κορμί του. Να γυρέψει την λύτρωση κοντά της.
Εκείνη έτρεμε. Ένιωθε τα πόδια της να λυγίζουν. Αισθανόταν την καρδιά της να προσπαθεί να βγει έξω από το στήθος της. Είχε μείνει παγωμένη να τον κοιτάζει, θαρρείς και περίμενε την δική του αντίδραση. Ήθελε όσο τίποτα να τον δει να τα γκρεμίζει όλα για χάρη της, να μην νοιαστεί για τίποτα, να την αρπάξει στην αγκαλιά του, και να απαιτήσει την αμαχητί παράδοσή της. Σαν να είναι οι δυο τους στον κόσμο, σαν να μην υπάρχει κανείς γύρω τους, σαν να μην είναι τίποτα απαγορευμένο. Όμως η λογική της επικράτησε, δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Όχι τώρα, όχι έτσι. Δεν έπρεπε να τους καταλάβουν. Δεν έπρεπε να ξέρει κανείς.
Έσφιξε τα δόντια κι έκανε ένα βήμα πίσω. Συνέχισε την χορογραφία αφήνοντάς τον σαστισμένο για μια στιγμή ως που να συνέλθει από την ένταση των συναισθημάτων που τον κατέκλυζαν. Πολύ σύντομα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και συνέχισε τα βήματα κι εκείνος.
Οι θεατές παρακολουθούσαν καθηλωμένοι, με κομμένη την ανάσα, μαγεμένοι, πρόθυμοι να αφεθούν και να ταξιδέψουν μαζί τους. Ένιωθαν τον ηλεκτρισμό που εξέπεμπαν, γοητευμένοι από την ερμηνεία των χορευτών. Ο ερωτισμός ήταν διάχυτος στον χώρο, αντιληπτός από κάθε παρευρισκόμενο. Ήταν αδύνατο να μείνει κάποιος ασυγκίνητος από τέτοιο πάθος.
Κάθε τους άγγιγμα πετούσε σπίθες, κάθε τους βλέμμα φανέρωνε λόγια ανείπωτα. Εκείνη αφηνόταν με εμπιστοσύνη στα δυνατά του χέρια που την σήκωναν ψηλά, την πετούσαν στον αέρα και την έκαναν να στροβιλίζεται σαν αερικό. Κι ύστερα τον τύλιγε με το σώμα της κάνοντάς τον να μουδιάζει ολόκληρος. Άλλοτε πάλι ήταν εκείνος που την έκλεινε μέσα στην αγκαλιά του προστατευτικά κι εκείνη χανόταν στην ασφάλεια που της προσέφερε. Για λίγες μόνο στιγμές. Οι κινήσεις τους συντονισμένες, διαδέχονταν η μία την άλλη με απόλυτη αρμονία. Τα κορμιά τους πάλλονταν στον ρυθμό της καρδιάς τους, δεν άκουγαν πια την μουσική, μόνο τους παλμούς τους που συνέθεταν την δική τους μελωδία. Η μία καρδιά συμπλήρωνε την άλλη και τα σώματα ακολουθούσαν πια με βήματα μηχανικά, ενώ το μόνο που ήθελαν ήταν να ενωθούν και να εκραγούν. Μαζί. Να γίνουν ένα…