,

Λαβύρινθος

Λαβύρινθος

Ένας λαβύρινθος είναι η ζωή μας.
Γεννιόμαστε και μπαίνουμε στον λαβύρινθο στην αγκαλιά της μάνας μας. Εκείνη μας κρατάει και περπατάει ανάμεσα στα εμπόδια, με δυο φόβους: Έναν στην ψυχή κι έναν στην αγκαλιά. Μην χαθεί, μην χάσει. Καινούργιος είναι και γι αυτήν αυτός ο λαβύρινθος, μη νομίζετε. Μέχρι τότε, ήταν μόνη της, μόνο τον εαυτό της είχε να σκεφτεί.
Σιγά-σιγά κι ενώ της έχει κοντύνει η ανάσα από την αγωνία, εμείς μεγαλώνουμε και πρέπει να κατέβουμε από την αγκαλιά. Να της κρατάμε απλά το χέρι. Στα δικά μας μάτια, στο δικό μας επίπεδο, ο τοίχος του λαβύρινθου είναι γυάλινος. Για να μην είναι τρομακτικός, όχι γιατί είναι βοηθητικός. Άλλωστε, δεν αναγνωρίζουμε αυτά που βλέπουμε. Το χέρι της μαμάς μας κρατάει σφιχτά ακόμη. Εκείνη σκοντάφτει, πέφτει, ξανασηκώνεται αλλά φροντίζει εμείς να παραμένουμε όρθιοι κι ενθουσιώδεις. Και σε μια στροφή επάνω, το χέρι της μαμάς, δεν μας κρατάει πια. Τώρα, πρέπει μόνοι μας να βαδίζουμε. Και στο επίπεδο αυτό, ο τοίχος δεν είναι γυάλινος. Πρέπει να δουλέψει το μυαλό, να είμαστε σ ετοιμότητα, μην πέσουμε στις παγίδες -αλήθεια μερικές είναι κι ελκυστικές- μην χτυπήσουμε, μην χαθούμε.
Σε κάποιες στροφές, βλέπουμε για ένα λεπτό και την μαμά. Μας κοιτάζει περήφανη, ανήσυχη ή λυπημένη. Και κάθε διαδρομή, γίνεται πιο περίπλοκη, θέλουμε να ξαναδούμε την μαμά, να μας κοιτάζει πάντα και μόνο περήφανη.
Σε μια στροφή, κρατάμε κι εμείς ένα μωρό. Φόβος, αγωνία, τρόμος. Αχ μαμά, κοίτα, έχω κι εγώ ένα μωρό τώρα! Aχ μαμά, πώς σε καταλαβαίνω τώρα! Αυτό που νόμιζα θηλιά, όχι, δεν ήταν θηλιά. Ήταν απλά… ΜΑΜΑ.

Προχωράμε στον λαβύρινθο.
Έφυγε το παιδί από το χέρι, τώρα είμαστε σε πιο κοντινές διαδρομές με την μαμά κι είμαστε εμείς αυτές που κοιτάμε το παιδί περήφανες, ανήσυχες ή λυπημένες. Κι είναι και κάποιες μάνες, μαύρες μάνες, άτυχες μάνες. Κάποιες μάνες που ξέρουν πως τα παιδιά τους δεν θα τα δουν σε καμιά στροφή. Γιατί, ο δικός τους λαβύρινθος, έκρυβε ένα τάφο. Περπατούν σκυφτές, τι άλλο χειρότερο να κρύβει γι αυτές ο λαβύρινθος; Κρατιούνται από τους τοίχους, με το ζόρι, ίσα για να τις βλέπει του παιδιού τους το παιδί, αλλά τίποτε δεν γεμίζει το κενό. Αυτές οι σκυφτές, αυτές οι έρημες. Αυτές που πέφτουν, σκοντάφτουν, μα δεν τις νοιάζει, γιατί κανένα παιδί δεν έχουν να κοιτάξουν. Και περπατούν μέσα στον λαβύρινθο μωλωπισμένες στην ψυχή αλλά και στο σώμα. Απλά παρακαλούν να είναι κοντά η έξοδος…

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: