Καθισμένη στο προαύλιο χώρο του νοσοκομείου, με έναν καφέ πρωινό και ένα στριφτό τσιγάρο στο χέρι, τυλιγμένη με μια μάλλινη ζακέτα, απολάμβανε τον κρύο αέρα. Μπορεί η θερμοκρασία να ήταν χαμηλή, αλλά ο χειμωνιάτικος παγωμένος αέρας την βοηθούσε να καθαρίσει το μυαλό της και να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της.
Πάνω σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου, ένα παιδί έδινε τον δικό του αγώνα για να καταφέρει να κρατηθεί στην ζωή και ο γιός της ήταν ο μόνος που μπορούσε να το βοηθήσει.
Το μυαλό της γύρισε πίσω σε εκείνο το καλοκαίρι στο νησί και στην οικογενειακή της καντίνα, το μοναδικό πράγμα που είχε να θυμάται από τους γονείς της, που τους έχασε πολύ νωρίς, πρώτα την μάνα της χτυπημένη από την παλιαρρώστια, με τον πατερά της να την ακολουθεί μέσα σε 6 μήνες, τόσο μπόρεσε να αντέξει χωρίς εκείνη στο πλευρό του. Ο έρωτας τους παράδειγμα προς μίμηση και πάντα τους θυμάται να κάθονται αγκαλιασμένοι στην αυλή στο τέλος κάθε κουραστικής ημέρας και να χαζεύουν το ηλιοβασίλεμα.
Η καντίνα της, σε μια από τις πιο όμορφες παραλίες του νησιού, ήταν η όαση που χρειαζόταν οι πολυάριθμοι τουρίστες που κατέκλυζαν κάθε καλοκαίρι το συγκεκριμένο σημείο και λειτουργούσε από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Την περίοδο με την πιο πολύ κίνηση, προσλάμβανε και δυο τρία άτομα προσωπικό για να δίνει δουλειά στους νέους του νησιού που είχαν ανάγκη ένα χαρτζιλίκι, αλλά και να μπορεί να χαλαρώνει και η ίδια κατά την διάρκεια της ημέρας. Στα 28 της, ήταν μια αρκετά όμορφη κοπέλα, που οι συνθήκες της ζωής την ωρίμασαν νωρίς και την έκαναν να δείχνει ώριμη και θελκτική γυναίκα. Το ηλιοκαμένο της κορμί έκανε έντονη αντίθεση με τα ξανθά μαλλιά της και τα υπέροχα πράσινα μάτια της και οι άντρες την πολιορκούσαν ακατάπαυστα. Ο έρωτας δεν έλειπε από την ζωή της, αλλά πάντα τελείωνε μαζί με το καλοκαίρι, ήταν επιλογή της να μην δεθεί ποτέ τόσο πολύ όσο δέθηκαν οι γονείς της.
Με εκείνον όμως ήταν διαφορετικά, ξεχώριζε απ’ όλους τους άλλους που είχαν περάσει από την ζωή της και η καρδιά της χτυπούσε διαφορετικά, η μορφή του είχε κατακλύσει κάθε κύτταρο της και όταν δεν ήταν μαζί του, ένιωθε το οξυγόνο της να χάνεται. Ήταν στρατιωτικός με μετάθεση στο νησί και θα έφευγε μετά το καλοκαίρι, αν και της υποσχέθηκε ότι θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να πάρει μόνιμη μετάθεση στο νησί για να είναι μαζί. Δεν τα κατάφερε, όμως το επόμενο καλοκαίρι ξανά ήρθε και ξανά το επόμενο, μέχρι που πέρασαν τρία χρόνια. Τους έξι μήνες τον χειμώνα επικοινωνούσαν τακτικά και κάποιες φορές ερχόταν να την δει, χωρίς ποτέ να την καλέσει να τον επισκεφθεί. Την πονούσε αυτό, γιατί εκτός από κάτι ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών που έκανε σε κάποια παιδιά, είχε χρόνο να περάσει μαζί του αν της το ζήταγε. Ήταν όμως αρκετά περήφανη για να του το ζητήσει. Αυτό ήταν και η μόνη σκιά στην σχέση τους, έτσι δεν έδινε και μεγάλη σημασία και τον περίμενε κάθε καλοκαίρι να ζήσουν τον μοναδικό τους ερωτά που την απογείωνε και την γέμιζε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Εκείνο το καλοκαίρι φεύγοντας πάλι στο τέλος του, δεν την άφηνε μονή, μέσα της μεγάλωνε ο καρπός του ερωτά τους. Όταν το επιβεβαίωσε στο γιατρό μετά από την καθυστέρηση που είχε, ανυπομονούσε να τον πάρει τηλέφωνο να του το ανακοινώσει, μέσα της ήλπιζε ότι τώρα θα μπορούσε να πάρει μόνιμη μετάθεση και να ζήσουν σαν κανονική οικογένεια.
Η αντίδρασή του δεν ήταν η αναμενόμενη και περισσότερο ενοχλήθηκε, παρά χάρηκε. Την ρώτησε πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αφού πάντα πρόσεχε, χωρίς να σκεφτεί εκείνο το βράδυ με την πανσέληνο, έχοντας πιει λίγο παραπάνω, μεθυσμένοι από το κρασί και τον έρωτα, τους βρήκε το πρωινό αγκαλιασμένους στην παραλία. Από την επόμενη μέρα χάθηκε, δεν την πήρε κανένα τηλέφωνο και το δικό του κινητό ήταν μονίμως απενεργοποιημένο. Μια ολόκληρη εβδομάδα προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του και στην μονάδα που υπηρετούσε δεν υπήρχε κανείς με αυτό το όνομα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήξερε ελάχιστα πράγματα γι’ αυτόν, δεν είχε δει ποτέ επίσημο έγγραφο με το όνομά του και ούτε είχε γνωρίσει κάποιον φίλο του. Της αρκούσε που ήταν μαζί και τίποτα άλλο. Το κινητό του τηλέφωνο που επικοινωνούσαν ήταν καρτοκινητό και ούτε από εκεί μπόρεσε να βρει στοιχεία. Τελικά ήταν σαν αυτός ο άνθρωπος να μην υπήρξε πουθενά και έτσι αποφάσισε και αυτή. Θα γεννούσε αυτό το παιδί και θα ήταν μόνο δικό της, ο πατέρας του δεν υπήρξε ποτέ.
Και τα χρόνια περνούσαν και η μορφή του ξεθώριαζε και αυτή με τον χρόνο, μέχρι που έγινε ανάμνηση χαμένη μαζί με άλλες αναμνήσεις θαμμένες στα βάθη του μυαλού της, μέχρι εκείνο το τηλεφώνημα που έμελλε να φέρει στην επιφάνεια όλα τα καλά κρυμμένα μυστικά της. Ύστερα από 7 χρόνια τον άκουγε στην άλλη άκρη της γραμμής με σπασμένη φωνή από το κλάμα, να της ζητά συγνώμη γι’ όλα και να την παρακαλά να σώσει τον γιο του. Ήταν η τελευταία τους ελπίδα! Όταν οι γιατροί δεν τους άφηναν αλλά περιθώρια, εκμυστηρεύτηκε στην γυναίκα του την ύπαρξη ενός αλλού παιδιού του, που ίσως θα ήταν το θαύμα που τόσο αναζητούσαν και να ήταν συμβατός δότης για το παιδί τους.
Έκλεισε το τηλέφωνο μουδιασμένη και προσπαθούσε να επεξεργαστεί όσα είχε ακούσει πριν λίγα δευτερόλεπτα. Η γυναίκα μέσα της ένιωθε προδομένη, όλα αυτά τα χρόνια τόσα ψέματα! Παντρεμένος με παιδί όσο καιρό ήταν μαζί της χωρίς να καταλάβει τίποτα, τόση κοροϊδία από τον άνθρωπο που λάτρεψε σαν θεό της. Το ένστικτο της μάνας όμως της έλεγε ότι ένα παιδί χρειάζεται βοήθεια και δεν μπορούσε να αντέξει αυτό το βάρος.
Η καύτρα από το τσιγάρο είχε φτάσει στα δάχτυλά της και ο πόνος την επανάφερε στην πραγματικότητα. Πέταξε τον καφέ και ανέβηκε στο προθάλαμο των δωματίων. Αυτός με την γυναίκα του, δυο σκιές του εαυτού τους, μαζεμένοι κουβάρι στις καρέκλες του προθαλάμου, περίμεναν τα αποτελέσματα της μεταμόσχευσης. Οι γιατροί βγήκαν για την ενημέρωση, τα νέα ήταν θετικά, όλα πήγαν ανέλπιστα καλά. Έπεσαν και οι δύο στα πόδια της και της φιλούσαν τα χέρια, τα δάκρυα ευγνωμοσύνης τους ήταν χείμαρρος και δεν μπόρεσε ούτε αυτή να συγκρατήσει τα δικά της δάκρυα.
Γύρισε πίσω στο νησί με ανάλαφρη ψυχή και χάρηκε που τελικά η απόφαση να κρατήσει το παιδί του δεν ήταν λάθος, αλλά η καλύτερη απόφαση που πήρε ποτέ της.
Σοφία Λακιώτη