,

To φως

Άνοιξες τα μάτια σου.
Με κόπο, με δυσκολία. Οι τελευταίες μέρες ήταν πολύ κοπιαστικές ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα: ν’ ανοίξεις τα μάτια σου, να καταπιείς το σάλιο σου, να πάρεις κι αυτή την τόσο εύκολη κι αυτονόητη, αυτήν την πολύτιμη ανάσα.
Ήσουν στο κρεββάτι, αλήθεια, πότε ξάπλωσες; Δεν θυμάσαι.
Ή μήπως δεν σηκώθηκες;
Κοίταξες το ταβάνι. Το ταβάνι πρέπει να είναι, είναι θολά όλα, αλλά ναι, το ταβάνι είναι.
Διψούσες, το στόμα σου ήταν στεγνό, τραχύ, πικρό.
Πικρό.
Σαν τα λόγια της μάνας σου. Σαν τις κουβέντες σας. Θυμάσαι τι της απαντούσες, θυμάσαι πόσο βαθιά πονούσαν, μικρό παιδί ήσουν, θυμάσαι πώς άνοιξες ένα μικρό ντουλάπι στην ψυχή σου και πέταγες μέσα κάθε σκληρή, πικρή απάντηση που θα ‘θελες να δώσεις, αλλά ήσουν μικρό παιδί και δεν τολμούσες. Γέμιζε το ντουλάπι κι εσύ μεγάλωνες και το ντουλάπι φράκαρε, δεν χωρούσε άλλα και μόλις μεγάλωσες λίγο ακόμη τα έβγαλες όλα και της τα πέταξες στα μούτρα. Όλα όσα είχες φυλαγμένα τόσα χρόνια, δεν ήταν γι’ αυτήν όλα, ήταν και για τον πατέρα σου, αλλά αυτός έτσι κι αλλιώς άφαντος ήταν, οπότε, όλα σ’ εκείνη.
Της άξιζε, ε;
Κι έφυγες μακριά.
Έβαλες σε μια βαλίτσα ρούχα, εφόδια, όνειρα.
Την στιγμή που την έκλεινες πού κοιτούσες και δεν είδες πως μαζί χώθηκαν κι εκείνες οι πικρές πληγές;
Αυτές που νόμιζες πως ξεφορτώθηκες απ’ την ψυχή σου, όχι, δεν τις ξεφορτώθηκες.
Τρύπωσαν για τα καλά στο μυαλό σου, στο είναι σου, στις πράξεις σου, στις αποφάσεις σου.
Αχ…
Πόσο πολύ σε ξεγέλασαν, ε;
Φόρεσαν το ρούχο της θέλησης, της αποφασιστικότητας, ντύθηκαν στόχοι κι επιτυχίες, αλλά ήταν θυμός και πίκρα.
Αλλά ακόμη κι αν το μπόι σου ήταν ψηλό, ήσουν παιδί ακόμη.
Και σαν παιδί όρμησες στην μεγάλη πόλη, αλλά εκείνη δεν είναι στοργική, σε βούτηξε, έτσι με το «ενήλικο» μπόι σου και την παιδική χιλιοτρυπημένη ψυχή σου και σ έριξε στα βαθιά.
Σε πότισε αρώματα, εμπειρίες, σε πότισε γνωριμίες, νέα ζωή, σε πότισε με ό,τι είχε εύκαιρο κι εσύ θαμπώθηκες.
Νόμιζες πως πάτησες στα πόδια σου, νόμιζες πως ήρθε για σένα η ώρα του «τώρα θα σας δείξω τι μπορώ να καταφέρω».
Σ’ αγάπησαν.
Ναι, σ’ αγάπησαν πολύ και πολλοί.
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να κάνουν άλλωστε;
Ήσουν ένα πανέξυπνο, ακτινοβόλο πλάσμα, ένα χαμογελαστό, στοργικό και δοτικό θαύμα.
Είχες να δώσεις, ήθελες να δώσεις, ήξερες πως μπορούσες να δώσεις ό,τι απελπισμένα ζήτησες και σου στέρησαν σκληρά.
Αλλά κανένας πεινασμένος δεν μπορεί να χορτάσει τον διπλανό του, είναι νόμος της φύσης αυτός.
Δεν το ήξερες όμως.
Ή έκανες πως δεν το ήξερες.
Ή το ήξερες και το αποδέχθηκες. Άλλωστε, εσύ δεν άξιζες να χορτάσεις, έτσι δεν είναι;
«Έτσι είναι» σκέφτηκες κι άπλωνες τα γεμάτα χέρια σου παντού.
Παντού εκτός από σένα.

Όσοι σ’ αγάπησαν άρχισαν ν’ ανησυχούν. Σ’ έπιασαν από τους ώμους και σε τράνταζαν, το έβλεπαν το θηρίο που τάιζες μέσα σου και τότε έμαθες να παίζεις θέατρο.
Συμφωνούσες μαζί τους, ναι έλεγες, ναι έχεις δίκιο, ναι θ’ αλλάξω, θα στρώσω, ναι, παρακαλώ θα κάνω ό,τι πεις, ναι, θα το σκοτώσω το θηρίο, θα το τσακίσω το άτιμο.
Σαν ηθοποιός που μαθαίνει το ρόλο του, έβγαιναν αυτά τα «ναι», πρόθυμα, κούφια, ψεύτικα.
Γιατί τα βράδια εσύ και το θηρίο ξαπλώνατε παρέα κι εκείνο σου έλεγε «εγώ είμαι εδώ για σένα, είδες χάρις σε μένα πόσο σε αγαπούν;»
Κι εσύ το τάιζες, ήταν το δικό σου «μ’ αγαπάς μωρε;» απέναντι στον κάθε ένα που είχε το πρόσωπο της μάνας σου.

Ανοιγόκλεισες τα μάτια σου.
Τι είναι αυτό, πού πήγε το ταβάνι; Πόσο φωτεινό έγινε ξαφνικά, τι όμορφο ζεστό, λευκό γλυκό φως είναι αυτό;
Εκεί θέλεις να πας, άραγε θα σε βοηθήσει το κορμί σου;
Ναι, το νιώθεις ανάλαφρο. Σίγουρα θα πας, το νιώθεις ήδη πως ξεκολλάς από το στρώμα, αυτό που έγινε η φωλιά σου τους τελευταίους μήνες.

Το μυαλό σου περιπλανήθηκε λίγο ακόμη.
Σαν κι αυτούς που ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν για πολύ καιρό το σπίτι και ρίχνουν μια ματιά τριγύρω μήπως κάτι ξέχασαν.

Σε μια γωνιά είδες μέρες όμορφες, μέρες γελαστές, μέρες μ έρωτα κι όνειρα. Είδες και σένα, μα τι δυνατό πλάσμα, τι όμορφο που ήσουν. Έσμιξες τα φρύδια. Πού ήταν το θηρίο εκείνη την εποχή; Κοιτάς καλύτερα: πουθενά δεν ήταν. Μπορεί να ήταν κάπου κρυμμένο ή κοιμισμένο, γιατί δεν άντεχε το φως, τον έρωτα, το γέλιο, το τραγούδι.
Τα μάτια σου ανοίγουν διάπλατα από την διαπίστωση: το θηρίο δεν αγαπούσε τη χαρά σου, την δύναμή σου, τις ελπίδες και τα όνειρά σου. Δεν αγαπούσε αυτά, άρα δεν αγαπούσε εσένα; Τρομάζεις μ αυτό, ριγείς, θέλεις να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, να βρεθείς πάλι σ αυτήν την στιγμή, να το ξετρυπώσεις από την βρωμερή, σκοτεινή κρυψώνα του και να το σκοτώσεις.
Η ψυχή σου βουλιάζει: Δεν σ’ αγάπησε το θηρίο κι όμως εσύ το κοίμιζες στην αγκαλιά σου κάθε βράδυ;
Αντί να κοιμίζεις έναν άνθρωπο, ένα μωρό – το δικό σου μωρό, τον καρπό ενός έρωτα, που θα ήταν η πιο βροντερή απάντηση, που θα γέμιζε τις χαρακιές της ψυχής σου με λουλούδια, εσύ κοίμιζες το θηρίο;
Βούλιαξε η ψυχή σου, καμπούριασαν οι ώμοι σου. Θέλεις να φύγεις πια, τίποτε δεν έχει νόημα πια, θυμό νιώθεις, θυμό, απελπισία, οργή με εσένα. Θέλεις να πας στο φως, αυτό φαίνεται γλυκό, θα είναι καλά εκεί, απλώνεις τα χέρια.

Τα μάτια σου γέμισαν δάκρυα.
Τα έκλεισες.
Το φως σ’ αγκάλιασε στοργικά.
Κι έφυγες για το μεγάλο ταξίδι μ’ ένα δάκρυ στο μάγουλο.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: