Σε κάθε ανάμνηση της Δάφνης από την παιδική της ηλικία υπήρχε ο Στέφανος. Όταν εκείνος ήταν τριών χρονών στην αυλή του σπιτιού του γεννήθηκε αυτό το μικροκαμωμένο ασθενικό κορίτσι, που έμελλε να γίνει η σκιά του για την υπόλοιπη ζωή τους. Η μάνα της, τότε ετοιμόγεννη, πήγαινε για να ζητήσει ένα λεμόνι από τη μάνα του για να το βάλει στο φαΐ. Δεν πρόλαβε να περάσει την αυλόπορτα και διπλώθηκε στα δύο. Ο Στέφανος έμεινε να την κοιτάζει με τα ματάκια του γουρλωμένα.
«Φώναξε τη μάνα σου!» του είπε μόνο η γυναίκα μέσα από τα δόντια της, μουγκρίζοντας από τον πόνο.
Η μάνα του άκουσε και βγήκε τρέχοντας, και ευτυχώς δηλαδή, γιατί ο πιτσιρικάς είχε παγώσει στη θέση του. Οι δύο γυναίκες δεν πρόλαβαν να κάνουν και πολλά. Το μωρό ήρθε εκεί, στην αυλή, κάτω από τον ίσκιο της λεμονιάς, μπροστά στα γουρλωμένα ματάκια του Στέφανου.
Από τότε δεν ξεκόλλησε ποτέ από κοντά της. Τα σπίτια τους δίπλα δίπλα. Φίλες αγαπημένες από μικρές οι μάνες τους, αφού κι εκείνες είχαν μεγαλώσει μαζί, στην ίδια γειτονιά. Ο πατέρας της Δάφνης ήταν ναυτικός, έλειπε για μήνες, του Στέφανου ως τη νύχτα δούλευε στο εργοστάσιο κι έτσι η μάνα του είχε υπό την προστασία της την λεχώνα και το νεογέννητο. Κι ο Στέφανος καθόταν με τις ώρες και χάζευε το μικροσκοπικό κορίτσι. Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν, πάντα και παντού μαζί. Η μικρή Δάφνη ήταν η προστατευόμενη του Στέφανου. Ο Στέφανος ήταν ο μάγκας του σχολείου και της γειτονιάς. Ατίθασος, δυναμικός, σκληρός, πρώτος στις παρέες, μέσα σε όλα. Όμως για την Δάφνη ήταν πάντα ο καλύτερός της φίλος, εκείνος που την προστάτευε και έτρεχε αμέσως κοντά της όταν χρειαζόταν.
Μαζί με την εφηβεία ήρθε και ο έρωτας. Η Δάφνη πρώτη άρχισε να αισθάνεται την καρδιά της να κλωτσάει ζωηρά σε κάθε άγγιγμα του Στέφανου. Μα δεν έπρεπε, ήταν ο παιδικός της φίλος. Έτσι προσπαθούσε να ξεγελάσει το μυαλό της με αθώα φλερτ στο σχολείο. Ο Στέφανος έπιανε τον εαυτό του αρκετές φορές να ζηλεύει αυτά τα παιχνίδια της Δάφνης με τα αγόρια. Σκεφτόταν πως την ήθελε δική του. Μα δεν έπρεπε, ήταν η παιδική του φίλη. Έτσι άρχισαν σιγά σιγά να απομακρύνονται. Διαφορετικές παρέες, διαφορετικά ενδιαφέροντα, δεν ήθελε πολύ. Ύστερα ήρθαν και οι σπουδές, ο Στέφανος πρώτος έφυγε για την Αγγλία, κι όταν τελείωσε την ιατρική αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση μιας κλινικής και να παραμείνει εκεί. Την Ελλάδα πια την επισκεπτόταν μια φορά τον χρόνο και οι επαφές του με την Δάφνη είχαν περιοριστεί στα τυπικά.
Τη χρονιά που η Δάφνη τελείωνε το πανεπιστήμιο, έπεσε σαν κεραυνός στο σπίτι τους η είδηση για τον χαμό του πατέρα της. Σ’ ένα λιμάνι μπλέχτηκε σ’ έναν καβγά με δύο μεθυσμένους άντρες, ο ένας είχε μαχαίρι… Η μάνα της μαράζωσε, η Δάφνη κλείστηκε στο δωμάτιό της για μέρες, σκιά του εαυτού της. Και τότε που τον χρειαζόταν πιο πολύ από ποτέ, ο Στέφανος δεν ήταν κοντά της. Δεν ήξερε καν τι είχε συμβεί. Η ίδια η Δάφνη ζήτησε από τη μάνα του να μην τον ενημερώσει, αφού ήξεραν πως δεν μπορούσε να πάρει άδεια νωρίτερα από το καλοκαίρι.
Αλλά η μοίρα δεν είχε τελειώσει με τα χτυπήματά της στην Δάφνη… Λίγο πριν το Πάσχα η μάνα της δεν άντεξε άλλο. Η καρδιά της την πρόδωσε. Ξαφνικά. Η Δάφνη βρέθηκε στο κενό. Κατέρρευσε. Η μάνα του Στέφανου με το ζόρι την πήρε στο σπίτι της τις πρώτες μέρες για να την φροντίζει. Κι εκείνη τις νύχτες ξάπλωνε στο κρεβάτι του Στέφανου κι έσφιγγε δυνατά το μαξιλάρι του, αμίλητη, ανέκφραστη.
Εκείνη τη νύχτα δεν το περίμενε το χτύπημα στην πόρτα. Ξαφνιάστηκε. Η φωνή της ίσα που βγήκε και αμέσως η πόρτα άνοιξε ανυπόμονα. Η αγκαλιά του ήταν το βάλσαμο που ζητούσε απεγνωσμένα η ψυχή της. Πόση ανάγκη είχε να τον δει, αυτόν, μόνο αυτόν!
«Θυμάσαι; Τότε που ήμασταν παιδιά και τρέχαμε στις αλάνες; Τότε που τα προβλήματά μας ήταν μια γρατζουνιά στο δεξί γόνατο και ένα χωνάκι παγωτό που έπεσε στο χώμα; Θυμάσαι; Εκεί θέλω να με ξαναγυρίσεις, μπορείς; Αν πραγματικά θέλεις να κάνεις κάτι για μένα όπως λες, γύρνα με εκεί… Στην αθωότητα, στην ξεγνοιασιά, στα δυνατά γέλια, στην καθαρή ψυχή και στο φωτεινό το βλέμμα! Εκεί μπορείς να με γυρίσεις Στέφανε; Τότε που σε κοίταζα σαν τον Θεό μου και πίστευα πως όλα μπορείς να τα καταφέρεις. Γιατί τότε μπορεί να μάτωναν τα γόνατά μου και να έκλαιγα γοερά, όμως τώρα ματώνει η ψυχή μου και το κλάμα μου είναι βουβό. Κι αυτός ο πόνος είναι αβάσταχτος!» ήταν τα μόνα λόγια που του είπε όλη τη νύχτα.
«Για σένα θα κάνω ακόμα κι αυτά που δεν μπορώ…» ψιθύρισε χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του.
Λίγες μέρες μετά η Δάφνη ήταν λίγο καλύτερα. Σιγά σιγά άρχισε να τρώει και να μιλάει λίγο περισσότερο. Ο Στέφανος δίπλα της, μέρα και νύχτα.
«Δεν μου είπες, πώς και πήρες άδεια τέτοια εποχή;» τον ρώτησε η Δάφνη εκείνο το απόγευμα καθώς περπατούσαν στο πάρκο.
«Ήταν ποτέ δυνατόν να μην έρθω κοντά σου την στιγμή που με χρειάζεσαι;» κράτησε το χέρι της τρυφερά.
Η Δάφνη χαμογέλασε σφίγγοντας τα χείλη της.
«Και πότε επιστρέφεις;» συννέφιασε στην σκέψη.
«Δεν γυρίζουμε πίσω σιγά σιγά γιατί βράδιασε; Έχει λίγο ψύχρα!» έκανε σαν να μην άκουσε την ερώτησή της κι η Δάφνη δεν επέμεινε. Δεν ήθελε έτσι κι αλλιώς να μάθει, την πονούσε και μόνο η ιδέα της επιστροφής του.
Το επόμενο πρωί η Δάφνη ξύπνησε πολύ νωρίτερα απ’ ότι συνήθιζε. Μόλις έφτασε έξω από την πόρτα της κουζίνας άκουσε ψίθυρους που την έκαναν να σταθεί για λίγο πριν μπει μέσα. Θα έφευγε για να μην ενοχλήσει, μα στο άκουσμα του ονόματός της τέντωσε τα αφτιά της λίγο παραπάνω.
«Βρε αγόρι μου το σκέφτηκες καλά; Τι πας να κάνεις; Έχεις μια καριέρα, μια ζωή στρωμένη εκεί, θα τα παρατήσεις όλα; Για την Δάφνη το κάνεις, έτσι;»
«Μάνα, για μένα το κάνω! Δεν θα χαθώ μην ανησυχείς!»
Δεν μπόρεσε να ακούσει άλλα. Κλείστηκε στο μπάνιο. Τον ήθελε κοντά της όσο τίποτα στον κόσμο, μα δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο! Κάτι έπρεπε να κάνει… Ήξερε τι…
Δεν είχε ξημερώσει ακόμα καλά καλά. Η Δάφνη έκλεισε το ξυπνητήρι και σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι. Έριξε ένα βλέμμα σ’ εκείνον που κοιμόταν ακόμα και χαμογέλασε. Ετοίμασε το πρωινό, λίγο πιο πλούσιο για αυτή τη μέρα, έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στις βαλίτσες κι ύστερα κάθισε αθόρυβα δίπλα του.
«Αγάπη μου ξύπνα! Καλημέρα!» του ψιθύρισε με ένα γλυκό φιλί.
Εκείνος άνοιξε τα μάτια και μόλις την είδε χαμογέλασε και την αγκάλιασε.
«Τα παιδιά;»
«Κοιμούνται ακόμη. Τώρα θα πάω να τα ξυπνήσω. Άντε αγάπη μου σήκω κι εσύ, μην αργήσουμε!»
«Κάτσε λίγο μαζί μου…» είπε και την έσφιξε λίγο πιο πολύ επάνω του.
«Ξέχνα το! Θα χάσουμε το αεροπλάνο!»
«Ας το χάσουμε!»
«Στέφανε τι λες! Τη μανούλα σου δεν την λυπάσαι που μας περιμένει πως και πως; Τόσες ετοιμασίες έχει κάνει η γυναίκα!»
«Δάφνη; Μετάνιωσες ποτέ;» σοβάρεψε απότομα.
«Για ποιο πράγμα;»
«Που με ακολούθησες εδώ. Που άφησες τις σπουδές σου. Που έβγαλες τότε εκείνα τα εισιτήρια…»
«Ούτε για μια στιγμή!»
«Ξέρεις, εγώ θα εμένα κοντά σου…»
«Το ξέρω αγάπη μου… Και γι’ αυτό εκείνα τα εισιτήρια ήταν η πιο σωστή απόφαση που πήρα ποτέ!» τον κοίταζε και τα μάτια της έλαμπαν.
«Άντε μανούλα θα πάμε θτη γιαγιά θτην Ελλάδα επιτέλουθ;» μια νυσταγμένη φωνουλα από την πόρτα, τους έκανε να ξεσπάσουν σε γέλια!
<p