,

Το μαράζι

Κάθε πρωί άνοιγε τα μάτια του την ίδια ακριβώς ώρα. Χρόνια τώρα. Χωρίς ξυπνητήρι, χωρίς αφορμή. Έτσι κι εκείνο το πρωινό σηκώθηκε στις επτά ακριβώς, έριξε μπόλικο δροσερό νερό στο πρόσωπό του και ξεκίνησε τη μέρα του. Πήρε το λάστιχο και πότισε τον κήπο του. Έπρεπε να προλάβει πριν πιάσει η ζέστη και του κάψει τα φυτά.

Αυτός ο κήπος ήταν το καμάρι του! Ένα μικρό περιβολάκι γεμάτο ντομάτες, κρεμμύδια, μαρούλια, πιπεριές, κολοκυθάκια, μελιτζάνες κι όλα τα καλά. Γύρω γύρω τα δέντρα του, μια λεμονιά, δυο πορτοκαλιές, μια μανταρινιά και μια ροδακινιά, που όταν άνθιζαν μοσχοβολούσε ο τόπος! Και στα παρτέρια λουλούδια. Όλα τα χρώματα! Τριανταφυλλιές, χρυσάνθεμα, γεράνια, γιασεμιά, αγιόκλημα, κρινάκια. Ο κήπος του ήταν πάντα γεμάτος χρώματα κι αρώματα, όλες τις εποχές του χρόνου. Τον φρόντιζε με όλη του την ψυχή. Έτσι προσπαθούσε τουλάχιστον να αξιοποιήσει την φροντίδα και την αγάπη που του περίσσευε. Θαρρείς κι έτσι θα κάλυπτε το κενό…
Κι όλα τα παιδιά της γειτονιάς τον αγαπούσαν τον κυρ Θάνο. Γιατί τ’ άφηνε να παίζουν στον κήπο του, να μυρίζουν τα λουλούδια του και που και που τους επέτρεπε να κόβουν και κανένα. Τα φίλευε μοσχομυριστά φρέσκα πορτοκάλια και μανταρίνια κι όταν έφευγαν τους γέμιζε τσάντες με ζαρζαβατικά για να τα πάρουν σπίτια τους. «Τα παιδιά χρειάζονται βιταμίνες!» έλεγε πάντα. Μα κι οι γονείς τους τον εκτιμούσαν πολύ τον κυρ Θάνο. Φρόντιζαν κάθε τόσο να τον ευχαριστούν με όποιο τρόπο είχε ο καθένας. Οι μανάδες των παιδιών του έστελναν κάθε μέρα ένα πιάτο φαΐ, κουλουράκια, κέικ, πίτες κι ότι έφτιαχναν στα σπίτια τους. Κι οι πατεράδες τον βοηθούσαν όπως μπορούσε ο καθένας. Άλλος τον μετέφερε στην πόλη όταν χρειαζόταν, άλλος του έκανε τα ψώνια του, άλλος του έκανε κανένα μερεμέτι στο σπίτι. Κι ο κυρ Θάνος ντρεπόταν κι όλο έλεγε ότι δεν είναι ανάγκη, αλλά έβλεπε πως οι άνθρωποι ό,τι έκαναν ήταν από την καρδιά τους και γέμιζε η ψυχή του. Μα ‘κείνο το άτιμο το κενό δεν γέμιζε με τίποτα! Το μαράζι τον έτρωγε τον κυρ Θάνο όλη του τη ζωή και μπορεί να ήταν συνέχεια γελαστός, μα τα μάτια του πάντα είχαν μια θλίψη…

Στα εικοσιδυό του χρόνια αγάπησε τη Δέσποινα. Τον αγάπησε κι εκείνη. Βιάστηκαν να ενώσουν τις ζωές τους με έναν αρραβώνα παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της. Ο Θάνος τότε δεν είχε σταθερή δουλειά. Που και που έκανε κανένα μεροκάματο εδώ κι εκεί. Η οικογένεια της Δέσποινας ποτέ δεν τον καλοδέχτηκε σαν γαμπρό. Ήθελαν μια “καλύτερη τύχη” για το κορίτσι τους. Οι διαμάχες ήταν καθημερινές κι η Δέσποινα δυσκολευόταν πια να κλείνει τα αφτιά της. Ο Θάνος πάλευε να αποδείξει την αξία του αλλά μάταια, οι άνθρωποι είχαν πάρει τις αποφάσεις τους. Τα λόγια πολλά και σκληρά, πόσα ν’ αντέξει κι η αντρική του υπερηφάνεια! Σύντομα ήρθε η ρήξη στο ζευγάρι κι ο αρραβώνας διαλύθηκε. Λίγο καιρό μετά, ο Θάνος έμαθε πως η Δέσποινα περίμενε παιδί. Όταν πήγε να την βρει, ο πατέρας της τον πέταξε έξω από το σπίτι, λέγοντάς του πως δεν έχει κανένα δικαίωμα σ’ αυτό το παιδί. Ο Θάνος προσπάθησε, φώναξε, πάλεψε, μα δεν κατάφερε να πλησιάσει την Δέσποινα. Έπειτα από λίγες μέρες έφτασε στα αφτιά του η είδηση για τον γάμο της με την “καλύτερη τύχη” που ήθελαν οι γονείς της. Τότε ο Θάνος έλαβε ένα γράμμα από την Δέσποινα που έλεγε πως το παιδί δεν είναι δικό του. Του εξομολογήθηκε πως είχε παράλληλη σχέση με τον τωρινό σύζυγό της κι έμεινε έγκυος από εκείνον. Γι’ αυτό τον χώρισε, γι’ αυτό παντρεύεται τον άλλον.

Ο Θάνος πληγώθηκε πολύ. Δυσκολεύτηκε να το ξεπεράσει. Έφυγε από την πόλη και βρήκε μόνιμη δουλειά σ’ ένα χωριό. Δεν έφτιαξε ποτέ την ζωή του. Είχε μόνο περιστασιακές, σύντομες σχέσεις. Δεν αγάπησε ποτέ ξανά. Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά, δέχτηκε μια επίσκεψη. Από εκείνη. Πόσο αλλαγμένη ήταν… Χλωμή, απεριποίητη, αδύνατη, σχεδόν σκελετωμένη. Του μίλησε για όλα. Παραδέχτηκε την πλύση εγκεφάλου που της είχαν κάνει οι δικοί της και ομολόγησε πως τίποτα σ’ εκείνο το γράμμα δεν ήταν αληθινό. Την ανάγκασαν να το γράψει, όπως την ανάγκασαν να παντρευτεί άρον άρον αυτόν που διάλεξαν εκείνοι. Το παιδί φυσικά δεν ήταν δικό του! Ο Θάνος είχε έναν γιο! Μα δυστυχώς δεν μπορούσε να γίνει τίποτε άλλο. Η Δέσποινα δεν είχε πολύ χρόνο μπροστά της, ήταν άρρωστη και το παιδί ήξερε έναν άλλον για πατέρα του. Δεν θα μπορούσε να τον πλησιάσει ο Θάνος.

Λίγες μέρες μετά έμαθε για τον θάνατό της. Πέρασε αμέτρητα μερόνυχτα θρηνώντας για την χαμένη του ζωή. Πάλευε να βρει έναν τρόπο να βρεθεί έστω κοντά στο παιδί του, μα δεν κατέληγε πουθενά! Πώς να γκρεμίσεις την αλήθεια ενός παιδιού στην εφηβεία; Ακόμα κι αν κατάφερνε να προσπεράσει τους δικούς της, το παιδί δεν θα δεχόταν εύκολα κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσε να σημαδέψει την ψυχή του.

Μια μέρα πήγε έξω από το σχολείο του. Στάθηκε πίσω από ένα δέντρο και περίμενε το σχόλασμα. Πέρασαν από μπροστά του πολλά παιδιά κι ο Θάνος έψαχνε ανάμεσά τους τον γιο του. Δεν ήξερε ποιος είναι, ούτε καν πώς μοιάζει! Και τότε είδε ένα παλικάρι να βγαίνει από την πόρτα, σα να έβλεπε τον εαυτό του στα νιάτα του! Λύγισαν τα γόνατά του κι από τα μάτια του ξεκίνησαν να τρέχουν δυο ποταμοί… Εκεί κρυμμένος, έκλαψε ώρα πολλή, σα μωρό παιδί.

Κι έτσι ο Θάνος έζησε όλη του τη ζωή μ’ αυτό το μαράζι… Πήγαινε μόνο κάθε τόσο έξω απ’ το σχολείο και κοίταζε τον γιο του στα διαλείμματα. Από μακριά. Σαν ξένος. Μα αυτό ήταν, ένας ξένος. Δεν είχε δικαίωμα να τον πλησιάσει, ν’ ακούσει την φωνή του, να τον σφίξει στην αγκαλιά του. Πόσο άδικο ήταν αυτό… Τον έπνιγε, τον τρέλαινε!
Όταν το παιδί τελείωσε το σχολείο ο Θάνος δεν τον ξαναείδε ποτέ. Έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές κι έχασε τα ίχνη του…

Εκείνο το πρωινό ο κυρ Θάνος τελείωσε νωρίς με την φροντίδα του κήπου του και μπήκε στην κουζίνα για να ψήσει το καφεδάκι του. Ένα χτύπημα στην πόρτα τον ξάφνιασε. Άφησε το μπρίκι στο τραπέζι και πήγε να ανοίξει. Μια άγνωστη νέα γυναίκα στεκόταν στο κατώφλι του. Ο κυρ Θάνος την καλοδέχτηκε κι όταν την ρώτησε τι ζητούσε στο σπιτικό του, εκείνη συγκινημένη, αλλά πολύ γρήγορα, σχεδόν λαχανιασμένα, του εξήγησε.
«Είμαι η γυναίκα του γιου σου κυρ Θάνο! Πριν μια βδομάδα πέθανε η γιαγιά του, μα λίγο πριν πεθάνει του εξομολογήθηκε όλη την αλήθεια. Του τα είπε όλα! Θέλεις να γνωρίσεις τον γιο σου κυρ Θάνο;»
Ο ηλικιωμένος άνδρας είχε χάσει τα λόγια του. Έτρεμε σύγκορμος. Τότε εμφανίστηκε στην πόρτα ένας άντρας με γκρίζους κροτάφους κι έκανε τα γόνατα του κυρ Θάνου πάλι να λυγίσουν και τα μάτια του να γεμίσουν δάκρυα, σαν εκείνη την πρώτη φορά που τον είχε αντικρίσει! Ο άνδρας τον πλησίασε βουρκωμένος και τότε ο κυρ Θάνος για πρώτη φορά, αγκάλιασε τον γιο του πνιγμένος από λυγμούς και μόνο δυο λέξεις έλεγε ξανά και ξανά: «Παιδί μου… Παιδί μου…»

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: