,

Το ανήσυχο βλέμμα του παιδιού

Ο πατέρας και η μητέρα του αγοριού έπαιρναν το πρωινό τους στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού. Ήταν Κυριακή, είχαν ρεπό κι έτσι μπορούσαν να είναι μαζί με τον μικρό γιο τους εδώ, στο χωριό. Ήθελαν να περνάνε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο μαζί του, γιατί τους ανησυχούσε η κατάστασή του. Δεν ήταν σαν τα άλλα, δεν είχε φίλους και οι δάσκαλοι του έλεγαν πως ενώ ήταν πανέξυπνος, αντί να διαβάζει και να λύνει τις ασκήσεις του… ονειροπολούσε. Είχε στραμμένο το βλέμμα του στον ουρανό. Συνέχεια.

Οι γονείς δεν ήξεραν τι να κάνουν. Το είχαν πάει σε ψυχολόγο, μα εκείνος είχε αποφανθεί πως το παιδί δεν έχει κανένα πρόβλημα ψυχικής φύσεως.

Πώς γινόταν όμως αυτό, τη στιγμή που φερόταν τόσο… τόσο… παράξενα και διαφορετικά;
Τώρα το παρατηρούσαν, ενώ αυτό καθόταν έξω στο μπαλκόνι. Παρά το κρύο, αυτό επέμενε να κάθεται εκεί. Οι γονείς του θα μπορούσαν να σκεφτούν πως το παιδί ήθελε να δει τα λουλούδια και τα δέντρα και τα ζώα, τις κότες, τις γάτες και τα σκυλιά. Αλλά δεν μπορούσαν, γιατί το παιδί τους ήταν τυφλό. Ίσως μύριζε τις χιονισμένες ευωδιές του βουκολικού τοπίου, όμως αυτό έδειχνε να ενδιαφέρεται για ό,τι υπήρχε στον ουρανό.

Κάτι συνέβαινε με το αγόρι και τους ανησυχούσε πολύ. Αλλά δεν ήξεραν ό,τι έπρεπε να ξέρουν. Το αγόρι είχε προσπαθήσει να τους πει, μα εκείνοι, έρμαια της ενήλικης λογικής τους, δεν καταδέχονταν να το ακούσουν μετά τις δύο πρώτες φορές που τους είπε την αλήθεια.

Μακάρι να ήξεραν…

Μακάρι να ήξεραν πως το αγόρι έβλεπε. Έβλεπε μέσα στους πλανήτες. Τον πυρήνα τους. Εικόνες συγκλονιστικές. Δεν μπορούσε να δει τίποτα άλλο, παρά… την ψυχή των πλανητών. Την καρδιά τους. Είχε δει και της γης και είχε τρομάξει από τις αλλοιώσεις που είχε υποστεί. Προσπάθησε να μιλήσει στους γονείς, στους δασκάλους που έρχονταν στο σπίτι, ακόμα και σε άλλα παιδιά. Κανείς δεν δεχόταν να ακούσει ένα τυφλό ανήλικο παιδί που έλεγε ότι βλέπει το εσωτερικό των πλανητών, τόσο μακριά, αλλά δεν μπορεί να δει τη μάνα του και τον πατέρα του που στέκονται μισό μέτρο από αυτό. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.

Κι ήταν κρίμα για όλους τους.

Γιατί το αγόρι έβλεπε τον πυρήνα του ήλιου αυτή τη στιγμή. Και έτρεμε και έκλαιγε. Γιατί εκεί μέσα γίνονταν πολλές εκρήξεις. Κίτρινες φλόγες άπειρης ισχύος κατέστρεφαν την ψυχή και το σώμα του ήλιου. Έμοιαζαν με κύματα που συγκρούονταν μεταξύ τους και διέλυαν το ένα το άλλο και ό,τι υπήρχε γύρω τους. Και… και σιγά-σιγά η καταστροφή εξαπλωνόταν, από μέσα προς τα έξω. Και το αγόρι είχε ανήσυχο βλέμμα. Γιατί ο ήλιος, το πιο όμορφο πράγμα που είχε δει στη ζωή του, πέθαινε. Και ήξερε πως το τέλος του ήλιου θα έφερνε και το τέλος της γης.

Όταν είδε την ανατίναξη του ήλιου, ένα απέραντο κίτρινο σκοτάδι, να εξαπλώνεται και να πλησιάζει, άφησε τα δάκρυά του να τρέξουν και τη φωνή του να βγει με δυσκολία: «Μαμά, μπαμπά!». Οι γονείς του σηκώθηκαν και έτρεξαν δίπλα του. Τότε πρόσεξαν πως τα πάντα είχαν καλυφτεί με μια απίστευτη φωτεινότητα και σήκωσαν το βλέμμα τους στον ουρανό. Και ούρλιαξαν, βλέποντας τα κομμάτια του ήλιου να πέφτουν στη γη. Ήταν το τελευταίο πράγμα που είδαν.

Μακάρι οι γονείς να άκουγαν το γιο τους. Έτσι θα μπορούσαν να περάσουν περισσότερο χρόνο μαζί του.

Τάκης Κομνηνός

Απάντηση


%d