,

Σολ Μινόρε

Ήρθες αθόρυβα και ξαφνικά. Τόσο ήσυχα που, μες στην πολλή μου φασαρία, δε σε πήρα είδηση. Τόσο απρόσμενα που, μες στη ρουτίνα μου, έκανες τη διαφορά. Παράξενο θα πεις κι οξύμωρο που δύο τέτοιες λέξεις περιγράφουν τη γνωριμία μας.
Φθινόπωρο ήταν. Οκτώβρης, ίσως. Δε στάθηκα στο μέτρημα του χρόνου μα στη στιγμή που πάγωσε όταν το χέρι σου απλώθηκε προς το δικό μου για την τυπική χειραψία. Κι αν τα χείλη μου δεν έβγαλαν λέξη, φταίει που το μυαλό μου ξέφυγε τελείως στιγμιαία και ταξίδεψε αλλού.

«Χαίρω πολύ», ψέλλισα και προσπάθησα να κρύψω την αμηχανία μου.
Τις πρώτες ώρες δε σε κοιτούσα καν, φοβόμουν πως θα προδώσω την αμηχανία μου, πως όλοι θα γελάσουν μαζί μου. Ίσως και να μου περνούσες άλλωστε. Μόλις σε είχα γνωρίσει κι ας ένιωθα κάτι απροσδιόριστο να μας ενώνει. Μόνο το όνομά σου ήξερα, τίποτα παραπάνω.

Πήγα στο μπάνιο να φρεσκαριστώ και να ηρεμήσω. «Σοβαρέψου, είσαι καλά με τον Πάνο, τι σ’ έπιασε τώρα;», είπα κοιτάζοντας το είδωλό μου στον καθρέφτη και μαλώνοντάς το για τη χαζομάρα του.
«Δεν είσαι και πολύ ομιλητική, απ’ ότι καταλαβαίνω, ε;»
Εμφανίστηκες στην πόρτα, κλείνοντάς μου την έξοδο με το χέρι σου. Τα μάτια σου καρφώθηκαν στο δικό μου. «Ωραίο τατού, δεν ήξερα ότι ασχολείσαι με τη μουσική. Εγώ παίζω κιθάρα».
Όχι, σκέφτηκα, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Θεέ μου, πες μου πως δεν είναι ο νέος κιθαρίστας της μπάντας, δε θα το αντέξω.
Ξεροκατάπια και προσπάθησα να βάλω σε σειρά τις λέξεις μου. Φανερά αμήχανη και μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο νευρικότητας σου απάντησα. «Είμαι η βασική φωνή της μπάντας, θα τη γνωρίζεις φαντάζομαι», καθώς ταυτόχρονα πετούσα άτσαλα τα καλλυντικά μέσα στην τσάντα μου με σκοπό να φύγω από την κόλαση που μου δημιουργούσες.
«Ναι, ξέρεις, γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Μίλησα με τον Πάνο, η ξαδέρφη μου δηλαδή που τον ήξερε, μου είπε ότι ψάχνει κιθαρίστα, ε, εγώ έψαχνα δουλειά, οπότε, καταλαβαίνεις. Τέλεια, θα περάσουμε καλά, θα δεις», έκλεισες το μάτι κι έφυγες.
Είχα φρικάρει, δε μπορούσα να δεχτώ ότι θα έπρεπε να συνεργαστώ μαζί σου.

Πάντα είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία στους μουσικούς. Κωλόπαιδα οι περισσότεροι, μα και τόσο ερωτεύσιμοι. Ίσως φταίει που έχω πάθος με τις νότες και τα πεντάγραμμα. Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν έπρεπε να ερωτευτώ εσένα. Είχα τον Πάνο, το καλύτερο παιδί και τον σπουδαιότερο μουσικό. Δε σε είχα ανάγκη. Έτσι έλεγα στον εαυτό μου. Όμως τα μεγάλα, πράσινα μάτια σου, είχαν καρφωθεί στο μυαλό μου.
Το βράδυ σε είδα στον ύπνο μου. Το μαρτύριό μου είχε ήδη αρχίσει και φαινόταν πως δε θα ‘χει τελειωμό. Ξύπνησα ιδρωμένη κι ανήσυχη.
«Τι έπαθες αγάπη μου; Είσαι καλά;», με είχε ρωτήσει ο Πάνος. «Όλα καλά, μόνο ένας εφιάλτης», του απάντησα.
Τι να ‘λεγα, πως όλο το βράδυ στον ύπνο μου τον απατούσα με τον καινούργιο μας κιθαρίστα; Θα περάσει, θα φύγει, ένας ενθουσιασμός είναι, σκεφτόμουν. Κοιμήθηκα με την ελπίδα πως αύριο θα ξημερώσει η μέρα χωρίς τη σκέψη σου.
Μάταια. Οι μέρες περνούσαν, οι πρόβες πολύωρες, οι ώρες που βρισκόμασταν σε στενή επαφή, ατελείωτες. Ήθελα να σε αρπάξω, να σε φιλήσω και να σε χαστουκίσω την ίδια στιγμή. Βάσανο. Αυτό ήσουν για μένα. Ένα γλυκό βάσανο.
Δύο εβδομάδες μετά μας ανακοίνωσες ότι τραγουδάς κιόλας κι έτσι θα μπορούσαμε να προβάρουμε διάφορα ντουέτα… το θυμάσαι;

Βρήκες ευκαιρία να περνάς πιο πολύ χρόνο μαζί μου. Να βρισκόμαστε μόνοι για πρόβες, να μάθουμε τις διφωνίες, έλεγες. Και να σου τα βλέμματα και τα παιχνίδια. Και να σου τα ερωτικά υπονοούμενα. Δεν ήθελα να σου περάσει. Δε θα χαλούσες τη σχέση μου. Όχι. Καπρίτσιο ήσουν και θα έφευγε με τον καιρό.

Ένας μήνας πέρασε έτσι, μέχρι εκείνη τη ρημάδα μέρα.
Εκείνο το απόγευμα που, κάπου ανάμεσα σε νότες και πεντάγραμμα, κάπου ανάμεσα σε συγχορδίες και φαλτσέτα, άρπαξες το μικρόφωνο από το χέρι μου, με κόλλησες στην πόρτα και φίλησες τα διψασμένα χείλη μου αχόρταγα. Δεν προέβαλαν καν αντίσταση, απλά ακολούθησαν την κίνηση των δικών σου χειλιών. Ούτε το σώμα μου αρνήθηκε τα χάδια σου. Σε λίγα δευτερόλεπτα γίναμε ένα γλυκό κουβάρι. Δύο νότες που ενώθηκαν κι έφτιαξαν τη δικιά τους μελωδία. Δημιουργήσαμε ένα τραγούδι που έκανε το ντεμπούτο του σε μια συναυλία με ακροατές μικρόφωνα και κιθάρες.

Τα μάτια σου έλαμπαν. Θα ορκιζόμουν πως ένιωθες ευτυχισμένος και πλήρης.
Δεν αλλάξαμε κουβέντα. Πήρες το τσιγάρο απ’ τα χέρια μου και τράβηξες μια γερή τζούρα.
«Άσε τον Πάνο κι έλα να μείνεις μαζί μου. Σε θέλω, το καταλαβαίνεις;»

Ντύθηκα κι έφυγα βιάστηκα. Εξαφανίστηκα για λίγες μέρες. Δεν ήθελα να βλέπω άνθρωπο. Δεν μπορούσα να κοιτάξω κανέναν στα μάτια. Τι να τους έλεγα; Ένιωθα ντροπή, ενοχές. Μα ήθελα να σε δω. Να σε ξανανιώσω.
Δέκα μέρες αργότερα ήρθα και σας βρήκα να προβάρετε για το επερχόμενο live. «Πού είσαι μικρή μου, μου έλειψες» είπε ο Πάνος και με καλωσόρισε μ’ ένα γλυκό φιλί. Τα μάτια σου έβγαζαν φλόγες θυμού. Ζήλιας.
«ΕΛΑ ΚΑΙ ΦΙΛΑ ΕΜΕΝΑ ΡΕ!» έγραψες στο μήνυμα που μου έστειλες εκείνη τη στιγμή. Δεν απάντησα, δε σε κοίταξα καν.

Την ημέρα του live, το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά και, απ’ ότι φαίνεται, είχαμε λείψει στο κοινό μας. Η βραδιά κυλούσε ανέλπιστα καλά κι ήταν σίγουρο πως θα κλείναμε καλή δουλειά σύντομα με το αφεντικό. Φτάσαμε στη μέση του προγράμματος κι ήταν η ώρα για το ντουέτο μας.

«Σολ μινόρε μαέστρο, πάμε» φώναξες κι αμέσως βρεθήκαμε πολύ κοντά. Δυο μικρόφωνα, δύο φωνές, ένα τραγούδι, χιλιάδες συναισθήματα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια κι ένιωθα πως προδοθήκαμε. Οι φωνές μας έδεσαν κι έβγαλαν ένα θεσπέσιο αποτέλεσμα. Ο κόσμος χειροκροτούσε. Η καρδιά μου κόντευε να φύγει από τη θέση της. Ο Πάνος έτρεξε να μ’ αγκαλιάσει και να μας συγχαρεί για την επιτυχία μας.
«Αυτό είναι παιδιά. Είστε αχτύπητο δίδυμο. Φέτος θα ‘ναι η καλύτερη μας χρόνια. Θα σκίσουμε», είπε όλο ενθουσιασμό και κατέβηκε από τη σκηνή.
Το live τελείωσε, τα όργανα μαζεύτηκαν, μπήκαμε στο αμάξι να φύγουμε. Τα παιδιά ήθελαν να συνεχίσουν για ποτό για να γιορτάσουν την επιτυχία μας. Δήλωσα κουρασμένη κι έφυγα. «Θα σε πάω εγώ σπίτι», είπες, «μη μείνεις μόνη σου μες στη νύχτα», είπες. Ο Πάνος τσίνησε λίγο, αλλά δεν ήθελε να κλειστεί στο σπίτι κι έτσι ξεροκατάπιε και το δέχτηκε. Μου έκανε εντύπωση γιατί περίμενα ότι θα έκανε σκηνή.
Δεν έχασες ευκαιρία. Πριν προλάβουμε να βάλουμε μπρος το αμάξι, άρχισες να φωνάζεις.
Γιατί εξαφανίστηκα, πού ήμουν τόσες μέρες και τα σχετικά. Μου έκανες και κήρυγμα από πάνω που δε σ’ ενημέρωσα έστω αν είμαι καλά. Λες και νοιαζόσουν. Ήμουν έτοιμη να σου ξεκαθαριστώ, δε γινόταν άλλο να παίζω αυτό το παιχνίδι. «Άκου, Αλέξανδρε…»
Με τράβηξες απότομα πάνω σου και με γέμισες με τα αχόρταγα φιλιά σου. Προσπάθησα να αποτραβηχτώ, αλήθεια προσπάθησα, αλλά δεν μπόρεσα. Μου ήταν αδύνατον ν’ αντισταθώ. Μείναμε να φιλιόμαστε για ώρες. Δεν μπορούσα να σε χορτάσω και, απ’ ότι φαινόταν, ούτε εσύ εμένα. Όμως, έπρεπε να γίνει αυτή η συζήτηση. Έστω κι αργά.

«Κοίτα, πρέπει να μιλήσουμε».
«Ναι, ξέρω τι θα πεις. Όλο αυτό είναι ένα λάθος, το μετάνιωσες, θέλεις να συνεχίσεις τη σχέση σου με τον Πάνο και τα σχετικά. Άκου να δεις…»
Προσπάθησα να σε διακόψω αλλά το ύφος σου δε σήκωνε αντιρρήσεις.
«Ο έρωτας δε θέλει καλούπια και βολέματα κι εσύ δεν είσαι κανένα κοριτσάκι που θα μείνει σε μια σχέση απλά για να νιώθει ασφαλής. Δίψας για πάθος, για παιχνίδι και μυστήριο. Κι εγώ μπορώ να στα προσφέρω. Δεν περνάμε καλά μαζί;»
Ξεφύσηξα δυνατά και κοίταξα φευγαλέα έξω από το παράθυρο.
«Καλά περνάμε, ρε Άλεξ, αλλά ο Πάνος…»
«Ρε, γάμησε τους όλους σου λέω. Εμείς έχουμε την καύλα μας. Τι άλλο θες;»
Και δεν ήθελα τίποτα άλλο. Πέρα από το να βλέπω τα μάτια σου να λάμπουν δίπλα μου. Πέρα από το να νιώθω το κορμί σου κολλημένο πάνω στο δικό μου. Πέρα από το να ξυπνάω και να κοιμάμαι με τη μελωδία της φωνής σου. Όλο αυτό μεταξύ μας, το είχα αγαπήσει.

Το κρυφτό. Ναι, αυτό λάτρεψα σ’ εμάς, όσο κι αν δεν το παραδεχόμουν. Το παράνομο, το αλλιώτικο. Κι αυτή την τρέλα και την καψούρα. Εκείνα τα ξαφνικά κι αναπάντεχα. Τα μείνε λίγο ακόμα που έγιναν πολύ. Τα κλεφτά φιλιά που κατέληγαν σε μπερδεμένα σώματα τις νύχτες.
Το μέλλον μας, προδεδικασμένο. Τι μέλλον, άλλωστε, μπορούν να έχουν δυο κρυφοί εραστές; Ήλπιζα όμως να κάνω λάθος. Γιατί, βλέπεις, η ελπίδα είναι άτιμο πράγμα.

Είχα ερωτευτεί τη φωνή σου. Ήθελα να την ακούω συνέχεια κι όταν δεν ήμασταν μαζί, άκουγα τις ηχογραφημένες μας πρόβες. Αυτή η χημεία των φωνών μας, πώς θα ‘θελα να ίσχυε και για τις ζωές μας.

Να, τώρα κοιτάζω εκείνο το βίντεο. Εσύ να παίζεις απαλά με τις χορδές τις κιθάρας κι εγώ να προσπαθώ να πατήσω πάνω στις νότες. Να γελάς μαζί μου που δεν μπορώ να βρω τις δεύτερες, να ερωτεύομαι την ευαισθησία σου. Γέλια. Cut. Και πάλι από την αρχή.

Ξαπλωμένοι στον παλιό καναπέ, έπαιζες με την κιθάρα σου και με τα συναισθήματά μου. Οι λέξεις μου, σπασμένες χορδές στα χέρια σου. Η τρεμάμενη φωνή μου σου τραγουδούσε γεμάτη πάθος κι αγάπη. Σε κοιτούσα βαθιά στα μεγάλα μάτια σου κι εσύ κλεινόσουν στον δικό σου κόσμο.
«This is no ordinary love», σου ψιθύριζα. «There’s nothing like, you and I» μου σιγοτραγουδούσες χαμογελώντας. Τέλος τραγουδιού. Παύση. Ένα φιλί και το βίντεο τελειώνει.
Με πιάνουν κλάματα. Πώς μπόρεσες να το διαλύσεις όλο αυτό; Ένιωσες ποτέ, άραγε; Ήταν κάτι απ’ όλα αυτά αλήθεια; Θα ορκιζόμουν πως μ’ αγάπησες, γαμώτο.
«I gave you all the love I got, gave you more than I could give…»

Τραγουδώ με ραγισμένη φωνή. Ήξερα πως μια μέρα θα την πάθω από μουσικό, αλλά όχι έτσι. Στο άκουσμα του κομματιού, έρχεται στο μυαλό μου η πρώτη φορά μου σε αντίκρισα. Η πρώτη φορά που κάναμε πρόβα οι δυο μας. Το πρώτο live, τα χειροκροτήματα. Τα φιλιά. Εκείνο το ψεύτικο εμείς.

Ήρθε το χαρτί για τη θητεία σου. Είχες πάρει αναβολή για σπουδές, τώρα, όμως, δε σήκωνε άλλη καθυστέρηση. Δευτέρα ξημερώματα έφευγες για Θεσσαλονίκη. Προσπαθώντας να δείξω ψύχραιμη σε χαιρέτησα βιαστικά και μπήκες στο τελευταίο βαγόνι. Το τρένο ξεκίνησε και ξέσπασα σε βουβά κλάματα.

Δυο μήνες τώρα παλεύω με όλο αυτό το χάος μέσα μου. Δυο άνθρωποι από τη μια κι εγώ απέναντι μόνη μου. Δε γίνεται σωστά η αντιστοιχία. Είμαι μοιρασμένη στα δυο και ψάχνω άκρη στο κουβάρι μου. Ο Πάνος, πάντα δίπλα μου, τρυφερός, αξιαγάπητος, ο άγγελός μου. Εσύ… το πάθος μου, η καψούρα μου, το γλυκό μου βάσανο. Δεν μπορώ να διαλέξω. Σύγχυση.
Συμμάζεψα τα κομμάτια μου. Αφού έφυγες, έπρεπε να κόψω το νήμα που μας ενώνει. Ελαττώσαμε την επαφή μας. Κάποια μηνύματα, έτσι για τα τυπικά.

«Τρελαίνομαι να σε σκέφτομαι στην αγκαλιά του» έγραφες, μα δεν έκανες και τίποτα γι’ αυτό! Ήμουν καλή μόνο για να γεμίζω τα κενά σου. Θέση αναπληρωματικού στη ζωή σου και μ’ έβαζες στον πάγκο όποτε βόλευε. Μα εγώ ήθελα να είμαι βασικός παίχτης. Κι ας μη στο έλεγα. Φοβόμουν πως θα χαθεί η μαγεία. Άλλωστε, είχα τον Πάνο… μα κι αυτός τι έφταιγε που εγώ ήμουν μια συναισθηματικά ανώριμη κι ανίκανη; Πώς λες ότι αγαπάς κάποιον την ίδια στιγμή που βιώνεις ζωή παράλληλη με κάποιον άλλον;

Χρειαζόμουν χρόνο με τον εαυτό μου. Να καταλήξω στο τι θα κάνω. Μια διέξοδο. Κι η μόνη μου διαφυγή, ήταν πάντα η μουσική.

Έχω να παίξω πιάνο πολλά χρόνια. Κάθομαι στο μικρό αρμόνιο στο στούντιο και πατάω ανούσια τα πλήκτρα. Παλεύω να παίξω το κομμάτι μας. Κάπως πρόχειρα βγαίνει και το τραγουδώ ξανά. Θα το τραγουδώ μέχρι να πάψει να με πονάει.
Φάλτσα νότα που παλεύει να βρει μια θέση στο πεντάγραμμο είμαι. Σπασμένη χορδή που πληγιάζουν τα δάχτυλα όποιου σ’ ακουμπήσει, εσύ. Ενώθηκαν οι αδυναμίες μας κι έγιναν πένθιμη συγχορδία σε ξεκούρδιστη κιθάρα. Μπορεί να αναρωτιέσαι γιατί στα γράφω όλα αυτά. Πράγματα που ξέρεις κι έχεις ζήσει. Ο λόγος όμως, ο σημαντικότερος, βρίσκεται παρακάτω.

Γράφοντας αυτό το γράμμα, με είχε πάρει ο ύπνος στη σκονισμένη μοκέτα. Ξύπνησα από το θόρυβο των κλειδιών στην πόρτα. Έτρεξα στο μπάνιο να κρυφτώ, δεν ήθελα να με δει κανείς από τη μπάντα σε τέτοια χάλια. Πώς θα το δικαιολογούσα στον Πάνο.

Ο Αντώνης κι ο Πάνος μπήκαν στο στούντιο και κάτι συζητούσαν. Δεν άκουγα και πολύ καλά. Η μόνη μου σκέψη ήταν πώς θα φύγω από εδώ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι.
Γελούσαν.
«Τι λέει με τη μικρή, ρε; Ακόμα να τη στείλεις;», είπε ο Αντώνης «Γιατί να τη στείλω ρε μαλάκα, άσ’ την. Καλά είναι. Τη ζωάρα μου κάνω, από τότε ειδικά που έγινε αυτό με τον Άλεξ, έχω ησυχάσει».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, μούδιασα. «Καλά, δεν το περίμενα με τίποτα να σε κερατώσει. Πώς ήσουν τόσο σίγουρος;» «Αφού στο είχα πει, ρε», συνέχισε ο Πάνος. «Καμιά τους δεν μπορεί να μείνει πιστή. Βρήκα και τον Άλεξ, περιπτωσάρα ο τύπος. Άκου εκεί, λέει, να λειτουργεί μόνο με δεσμευμένες. Ρε τον μαλάκα».
Συνέχισαν τα γέλια. Είχα παγώσει στη θέση μου και δεν ήξερα αν ήθελα να ουρλιάξω, να βγω έξω, να ζητήσω εξηγήσεις ή να φουντάρω από το παράθυρο. Με όση δύναμη είχα, προσπάθησα να παραμείνω αθόρυβη και να ακούσω τη συζήτηση, μήπως και καταλάβω.
«Αλήθεια, δε σε ρώτησα ποτέ, ρε Πάνο, πώς ξεκίνησε όλο αυτό με τον Άλεξ;». «Τίποτα, ρε. Εγώ όπως ξέρεις τραβιόμουν με τη Θάλεια, την ξαδέρφη του Άλεξ. Εκείνη ήθελε να χωρίσω με τη μικρή και να μ’ έχει σ’ αποκλειστικότητα, αλλά δε γούσταρα. Περνούσα καλά με το μικρό κι ας μου έσπαγε τα νεύρα πού και πού. Άσε που ήταν αφόρητα κολλημένη μαζί μου και δεν ήθελα να την πληγώσω. Ε, βάλαμε ένα στοίχημα με τη Θάλεια. Ο Άλεξ είχε ανάγκη από λεφτά εκείνη την περίοδο. Θα της τον ρίχναμε από δίπλα κι αν τον ερωτευόταν και ξεκολλούσε από πάνω μου, η Θάλεια θα του έδινε ένα γενναίο ποσό κι εγώ θα τους άφηνα να ζήσουν τον έρωτά τους. Έτσι θα έβγαιναν όλοι κερδισμένοι». «Ντάξει, δικό σας. Εγώ χάθηκα λίγο μ’ όλα αυτά. Πάντως…»
Άνοιξα την πόρτα και κουβάλησα το κουφάρι μου μέχρι να φτάσω μπροστά στα μάτια του Πάνου. Σάστισε. Δεν περίμενε να με δει εκεί.
«Ξέρεις, κι εγώ χάθηκα λίγο. Δεν πάμε άλλη μία να τα εμπεδώσω καλύτερα; Ε, αγάπη μου;»
Ο Πάνος χλώμιασε, έχασε τα λόγια του λες και του έκοψα τη γλώσσα.
Προσπαθούσε να βάλει σε μία σειρά τα γεγονότα. Μου εξήγησε για το στοίχημα, για το πουλημένο παιχνίδι που είχε στηθεί εις βάρος μου. Όλα.

Από τη μια στιγμή στην άλλη, άλλαξαν οι ρόλοι. Ένιωθα πως ήμουν ο θύτης σε όλο αυτό το σκάνδαλο, μα τελικά ήμουν το θύμα. Δυο ανθρώπους αγάπησα. Φοβήθηκα τα συναισθήματά μου και δεν ήξερα πώς να τα μοιράσω. Τρελαινόμουν, έψαχνα διέξοδο. Μα, να που τελικά μου δώσατε μόνοι σας τη λύση.

Θα ορκιζόμουν πως μ’ αγαπήσατε κι οι δύο. Πόσο λάθος έβλεπα τα πράγματα.

Τον Πάνο τον διαολόστειλα κι έσπασα όλους τους αγαπημένους του δίσκους φεύγοντας από το σπίτι του τη μέρα που πήγα να μαζέψω τα πράγματά μου. Έτσι, για να κάνω κι εντυπωσιακή έξοδο.

Εσένα, κακία δε σου κρατώ. Όπως ήρθες αθόρυβα και ξαφνικά, έτσι ήσυχα κι απρόσμενα επέλεξες να φύγεις. Όπως πάγωσε ο χρόνος τη στιγμή που άπλωσες το χέρι σου για την τυπική χειραψία, έτσι πάγωσαν όλα μέσα μου πια.

Δεν έκλαψα για σένα. Για μένα κλαίω και χτυπιέμαι. Κι αν το χαρτί που διαβάζεις το ‘χουν ποτίσει δάκρυα, φταίει που είμαι φάλτσα νότα κι ακόμα δε βρήκα θέση στο πεντάγραμμο. Κι αν είναι λίγο κόκκινες οι στάλες στο τέλος, φταίει που πλήγωσα τα δάχτυλά μου με τις σκουριασμένες χορδές σου και δεν επουλώνονται πια. Αφήνουν σημάδια ανεξίτηλα κι εγώ δεν μπορώ να ζω μ’ αυτά. Θα κάνω αυτό που πρέπει. Αντίο και να ‘σαι καλά. Να θυμάσαι πάντα εκείνο το τραγούδι…
ΣΟΛ ΜΙΝΟΡΕ…

—————————-

Στρατόπεδο Δράμας, τρεις ημέρες μετά.
Ο Αλέξανδρος, ξαπλωμένος στο στρωμένο του κρεβάτι, είχε να κοιμηθεί μέρες. Λίγο τα γερμανικά που βάραγε στις σκοπιές, λίγο η συναισθηματική του φόρτιση, δεν ήξερε να διαχειρίζεται καταστάσεις. Είχε κρεμάσει το τάμπλετ του στο τελείωμα του από πάνω κρεβατιού κι έπαιζε σ’ επανάληψη εκείνο το βίντεο του με τη μικρή.

Αχ, πόσο μου λείπεις, μικρή μου. Πόσο θα ‘θελα να ήμουν μαζί σου, να στα εξηγήσω όλα, να τους γράψουμε όλους και να φύγουμε οι δυο μας μακριά.

Η φωνή ενός φαντάρου τον διέκοψε από τις σκέψεις του.
«Οικονόμου, σε ζητάνε από το 1ο γραφείο», του είπε αδιάφορα και πήγε να αφήσει το όπλο του στον οπλοβαστό. Ο Αλέξανδρος έκλεισε το τάμπλετ, το έκρυψε στο σακίδιό του και ντύθηκε βαριεστημένα. Περπάτησε ως το 1ο γραφείο, σιγομουρμουρίζοντας ένα παλιό τραγούδι. Ο λοχίας του έδωσε έναν φάκελο.
«Γράμμα από την Αθήνα, Οικονόμου. Γκομενάκι;» του είπε κλείνοντας το μάτι. Ο Αλέξανδρος κοίταξε τον φάκελο. Είδε το όνομά της. Σάστισε. Δε θυμάται αν απάντησε στον λοχία, έτρεξε έξω και πήγε σε μία γωνία να το διαβάσει.
Όσο διάβαζε, τόσο έτρεμε. Φτάνοντας στο τέλος, έχοντας γεμίσει δάκρυα το τζάκετ της παραλλαγής του και δίχως ίχνος ντροπής που έκλαιγε μέσα σε ένα στρατόπεδο, πληκτρολόγησε μονομιάς το νούμερο της και την κάλεσε. Κλειστό. Κάλεσε τον Πάνο και τον παρακάλεσε να την ψάξει, πριν να είναι αργά μιας που εκείνος δε θα προλάβαινε να γυρίσει έγκαιρα.

Πάνω από 600 χιλιόμετρα μακριά, ο Πάνος, λαχανιασμένος, φτάνοντας έξω από το στούντιο, άκουσε μια γνώριμη μελωδία.
«Didn’t I give you, all that I’ ve got to give…»
Άνοιξε την πόρτα. Την είδε πεσμένη στο πάτωμα. Το κινητό έπαιζε σ’ επανάληψη εκείνο το τραγούδι. Μόνο που τώρα δεν την πονούσε πια. Ούτε οι σκουριασμένες χορδές, που ήταν καρφωμένες στο χέρι της την πονούσαν. Τίποτα δεν μπορούσε να την πονέσει πια.

Τη σήκωσε στα χέρια του και κάλεσε βοήθεια, μα ήταν ήδη πολύ αργά.

“I gave you all that I have inside and you took my love you took my love…”

Δώρα Κουτσογιάννη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading