,

Δυο ζωές

Θέλω να σου πω μια ιστορία. Μικρή κι ασήμαντη θαρρείς πως είναι, μα θέλω να τη διαβάσεις καλά και να επεξεργαστείς τα δεδομένα. Κι αν η ιστορία μου σου θυμίζει κάτι, σκέψου το διπλά κι ανασυντάξου.

Ξέρω κάτι για σένα, που φοβάσαι να παραδεχτείς. Πώς γίνεται να το ξέρω, θα μου πεις, αφού δε σε γνωρίζω. Κι όμως…

Δυο άνθρωποι παλεύουν μέσα σου για το ποιος θα καταφέρει να βγει στην επιφάνεια. Δυο εαυτοί τόσο διαφορετικοί μα και τόσο ίδιοι.

Το έφηβο κοριτσάκι που θέλει να ζήσει με τρέλα και πάθος. Που δε θέλει να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Να είναι ανεξάρτητο, ελεύθερο, χωρίς έγνοιες, ευθύνες και υποχρεώσεις. Εκείνο το κορίτσι που αγαπά να μισεί τα λάθη, που ζει μέσα από παράνομους έρωτες, τρέχει στα κρυφά σοκάκια για να συναντήσει εραστές της μια βραδιάς νομίζοντας πως θα γίνουν σύντροφοι ζωής.

Έχεις ένα κορίτσι μέσα σου, που προσπαθείς να καταπιέσεις μα, αυτό, πάντα βρίσκει χώρο ν’ αναπνεύσει, να μεγαλώσει και να ζητά όλο και περισσότερα. Ένα κορίτσι ατίθασο, απείθαρχο που δεν υπακούει σε λογική και ηθικούς φραγμούς. Θέλει να ζήσει έντονα και δυνατά. Ν’ απολαύσει τη ζωή με τον τρόπο που εκείνη θέλει. Πότε-πότε, κουράζεται και ξαποσταίνει φέρνοντας στην επιφάνεια τον δεύτερο εαυτό σου. Κι ύστερα, με φορά ξανά ορμά ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια γκρεμίζοντας ό,τι καλό έχεις χτίσει, μην υπολογίζοντας τις συνέπειες.

Μα, είναι κι εκείνη που σιωπηλά περιμένει στη θέση της κι υπομονετικά μέχρι να φτάσει η ώρα της να βγει στο προσκήνιο. Είναι η ώριμη γυναίκα που αγαπά την τάξη και φρικάρει με το χάος. Είναι εκείνη που λατρεύει τις σταθερές σχέσεις κι ονειρεύεται να κάνει οικογένεια. Παιδιά. Ναι, πόσο θέλει να γεμίσει το σπίτι της με παιδικά χαμόγελα, με δυο χειλάκια που θα τη φωνάζουν «μαμά» κι εκείνη θα λιώνει στο άκουσμά τους. Να γεμίσει τους τοίχους της με παιδικές ζωγραφιές, να ξενυχτά στο πλευρό του ανήσυχου βρέφους της. Θέλει να κάνει πολλά παιδιά. Και να παντρευτεί. Να βρεθεί ντυμένη στα λευκά δίπλα στον καλό της και να ενώσουν τις ζωές τους για πάντα. Ή, για όσο…
Πόσο της αρέσει να μένει στο σπίτι και να μαγειρεύει με τις ώρες πίτες, γλυκά και πολλών λογής καλούδια για τον αγαπημένο της. Να τον φροντίζει και να έχει μάτια μόνο γι αυτόν κι εκείνος να λιώνει μόνο για χατήρι της.

Αυτή η γυναίκα, τελευταία, έχει αρχίσει να εδραιώνει τη θέση της και να κατακτά μεγάλο χώρο. Όμως, ακόμα αφήνει περιθώρια στην άτακτη δεσποινίδα να βγαίνει στο φως και να της ανατρέπει τα σχέδια.
Μια μόνιμη διαμάχη στην προσπάθεια συνύπαρξής τους. Η μία προσπαθεί να συμβιβαστεί με την ύπαρξη της άλλης, όμως, η δεύτερη αρνείται να δεχτεί πως δεν είναι μοναδική. Άλλωστε, δεν μπορεί να χωρέσει σε καλούπια και να οριοθετηθεί. Δε γουστάρει νόμους και κανόνες. Ίσως, κατά βάθος, να ζηλεύει και λίγο. Γιατί, μπορεί να έχει την ελευθερία της και να κάνει ό,τι της γουστάρει ανά πάσα ώρα και στιγμή μα ζηλεύει που η ώριμη γυναίκα έχει σταθερούς ανθρώπους που την αγαπούν. Έτσι, παλεύει ν’ αποκτήσει κι εκείνη δίπλα της αθρώπους που θα την αγαπούν και θα τη σέβονται χωρίς όμως να ζητούν τίποτα, χωρίς να της βάζουν όρια, χωρίς να έχουν προσδοκίες από εκείνη. Μα πώς είναι δυνατόν, θ’ αναρωτηθείς και με το δίκιο σου. Έτσι κι εκείνη, κάθε φορά απογοητεύεται που συνειδητοποιεί πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Ζει μέσα στο χάος της, έχει τη δική της κοσμοθεωρία και τίποτα δεν μπορεί να την αποτραβήξει από εκεί. Έφηβη σου λέω με τα όλα της. Μια αιώνια εφηβεία η ζωή της που όμως άρχισε να κουράζει και την ίδια.

Φοβάται. Τρέμει που μεγαλώνει κι αρνείται να παραδεχτεί πως δεν μπορεί να είναι για πάντα ξένοιαστη. Τρομάζει όταν συνειδητοποιεί πως «πέρασε η μπογιά της». Πως, παρόλο που πολλοί τη θέλουν και τη διεκδικούν, είναι για λίγο. Κι εκείνη, όσο κι αν διψά για πάθος και τρέλα, κάποιες στιγμές θέλει ν’ αράξει και ν’ ακουμπήσει σ’ έναν ώμο. Πάντα ήταν φοβιτσιάρα κι ανασφαλής κι ίσως, στο τέλος- τέλος, γι αυτό να τα έκανε όλα. Κι ακόμα και τώρα, που είναι έτοιμη να παραχωρήσει το θρόνο της στην ώριμη γυναίκα κάθεται στη γωνιά της και κλαίει νομίζοντας πως θα χαθεί κάθε ίχνος αθωότητας και ξενοιασιάς. Τότε, την πλησιάζει με αποφασιστικότητα η γυναίκα, χαμηλώνει στα γόνατα και της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά.
«Μη φοβάσαι, ό,τι και να γίνει πάντα θα σου αφήνω μια μικρή χαραμάδα ν’ αναπνέεις καθαρό αέρα. ΄Άλλωστε, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα», της ψιθυρίζει και χαμογελά.

Και, κάπως έτσι, δυο εαυτοί συμφιλιώνονται μεταξύ τους και συνειδητοποιούν πως δεν μπορεί να ζήσει ο ένας χωρίς τον άλλον. Κι όποιος κι αν υπερισχύει, πάντα ο άλλος θα κρατάει τα μπόσικα στα δύσκολα.

Όσο κι αν το παλέψεις, πάντα θα νιώθεις παιδί μέσα σου. Πάντα θα έρχονται στιγμές που θα σε κουράζουν οι ευθύνες και θα θέλεις να γυρίσεις στην παιδική σου ανεμελιά. Δεν είμαστε μόνο μαύρο ούτε μόνο άσπρο. Δεν είμαστε μηχανές και δε λειτουργούμε με δυαδικό σύστημα. Όλα τα χρειαζόμαστε. Και την ωριμότητα και την παιδική αφέλεια. Και την τάξη και το χάος. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήμασταν βαρετοί. Κι η ζωή είναι πολύ μικρή για βαρετούς ανθρώπους, δεν νομίζεις;

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: