Και τι είναι ο χρόνος; Μια ηλίθια εφεύρεση που μετράει τις στιγμές, που χωρίζει σε τμήματα κομμάτια ευτυχίας ή δυστυχίας. Είναι ένα γραμμικό συνεχές, ο τρόπος που επινόησε ο άνθρωπος για να μπορεί να ορίζει τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια.
Ήταν αναγκαίο, βλέπεις, να δημιουργήσουμε μικρά κουτάκια για να διαμορφώσουμε μία τάξη στην απόλυτα χαώδη αταξία που ζούμε. Αλλά όχι, πρέπει να μπορούμε να ελέγχουμε μέχρι και το δευτερόλεπτο που θα κυλήσει. Πρέπει να καλουπωθούμε, να εγκλωβίσουμε την ελεύθερη ροή αυτής της έννοιας που ονομάσαμε «χρόνο» και να λειτουργούμε με το ρολόι.
Βάσει κανόνων όλα. Θα μου πεις, πώς μπορεί να λειτουργήσει μια κοινωνία χωρίς νόμους, όρια, καλούπια, κουτάκια, χρονικά περιθώρια; Και τι καταλάβαμε λοιπόν;
Σπρώχνουμε τις ώρες μας να περάσουν με το ζόρι. Μάθαμε ν’ ανυπομονούμε για το αύριο, αγνοώντας την αξία του σήμερα. Γκρινιάζουμε γιατί γίναμε κατσούφηδες, γιατί κάνουμε δουλειές που δε μας ευχαριστούν μόνο για να καλύψουμε τα προς το ζην και καταλήγουμε να γυρίζουμε στο σπίτι πτώματα από την κούραση, μουρμουρίζοντας πως δε μας φτάνει ένα εικοσιτετράωρο να καλύψουμε όλες μας τις υποχρεώσεις και τις επιθυμίες.
Ζούμε για τη στιγμή του Σαββατοκύριακου που θα είμαστε πιο χαλαροί για ν’ απολαύσουμε περισσότερο ύπνο, μια βόλτα μ’ έναν φίλο, μια στιγμή με το σύντροφό μας, μια ώρα παιχνιδιού με το παιδί μας.
Κι ύστερα πάλι στη ρουτίνα μας. Στην κουραστική κι εξαντλητική εβδομάδα που μας περιμένει, που σηκωνόμαστε από το κρεβάτι κακόκεφοι, προϊδεασμένοι για το τι μας περιμένει. Κι έπειτα πάλι στην προσμονή του Σαββατοκύριακου, της αργίας, των διακοπών. Μάθαμε να ζούμε για ένα αύριο που δε θα έρθει ποτέ.
Είμαστε αυτοί που δημιούργησαν κουτάκια, αυτοί που ενοχλήθηκαν από την ύπαρξή τους και προσπάθησαν να ξεφύγουν μα κι οι ίδιοι που συνεχίζουν να τα δημιουργούν γιατί έτσι έμαθαν να ζουν, εγκλωβισμένα. Δήθεν στην τάξη και στον προγραμματισμό.
Είμαστε εκείνοι που παλεύουν, υποτίθεται, για το καλύτερο κι όμως τα κάνουν όλα χειρότερα. Τρέχουμε να προλάβουμε, πήζουμε σε μια ανιαρή καθημερινότητα, δουλεύουμε σαν τρελοί για να μαζέψουμε χρήματα ώστε να τα ξοδέψουμε έπειτα σε μασάζ επειδή μας πόνεσαν τα πόδια μας από την ορθοστασία στη δουλειά, η μέση μας από το πολύ καθισιό στο γραφείο.
Δουλεύεις για να ζεις τα παιδιά σου, να μην τους λείψει τίποτα. Ξοδεύεις το μισθό σου σε παιχνίδια που θα τους δώσεις σου για να τ’ αντικαταστήσεις με το χρόνο που δεν έχεις εσύ να τους προσφέρεις. Μα η ανάγκη που έχει το παιδί σου, δεν εξαγοράζεται με κανένα υλικό αγαθό. Πληρωμένα χαμόγελα θα βλέπεις. Αυτό θέλεις;
Τρέχουμε για να καλύψουμε όλα εκείνα τα κενά που δημιουργούνται από τις πράξεις μας. Ένας τεράστιος φαύλος κύκλος που ποτέ δε θα σταματήσει.
Σταματήσαμε να κοιταζόμαστε στα μάτια και να εξομολογούμαστε ο ένας στον άλλον πώς νιώθουμε. Πάψαμε να λέμε «σ’ αγαπώ» στους ανθρώπους που νοιαζόμαστε, θεωρώντας -ανόητα- πως το ξέρουν ή το αφήνουμε κι αυτό γι αύριο. Μέσα στο άγχος και την τρέλα, σταματήσαμε να είμαστε άνθρωποι και γίναμε μηχανές.
Κολλάμε στ’ ασήμαντα και χάνουμε την αξία των στιγμών. Χάνουμε τις μικρές χαρές που κρύβονται στην καθημερινότητά μας, τα χαμόγελα, τις αγκαλιές, τα βλέμματα. Το πρωινό ξύπνημα δίπλα στον άνθρωπό μας, την ουρά του σκύλου μας που κινείται με μανία από τη χαρά του μόλις μας βλέπει, το χαμόγελο του παιδιού μας κάθε φορά που επιστρέφουμε από τη δουλειά.
Όλα αυτά είναι που πρέπει να μας δίνουν ενέργεια, να μας κάνουν ευτυχισμένους, όμως όχι. Έχουμε μεγαλεπήβολα σχέδια, νομίζουμε πως η ευτυχία είναι κάτι άλλο, άπιαστο, μακρινό. Κάτι που τρέχουμε να φτάσουμε και καταλήγουμε σαν τα χαμστεράκια που κινούνται κυκλικά στη ρόδα τους μέχρι το τέλος της ζωής του. Κι υποτίθεται πως είμαστε το είδος με το ανεπτυγμένο IQ.
Και να σου πω κάτι; Ποτέ δεν κατάλαβα τους αθρώπους που «πεθαίνουν» στη δουλειά με την πρόφαση των χρημάτων. Εντάξει, θα δουλεύω κάθε μέρα 12 με 15 ώρες, αλλά θα βγάλω αρκετά χρήματα. Θα κουραστώ, θα πονέσω, αλλά θα έχω λεφτά. Θα χάνω τις ημέρες μου αδιάφορα, όλη μου η ζωή θα είναι δουλειά-φαί-μπάνιο-ύπνος. Αλλά θα έχω λεφτά.
Και τι να τα κάνω τα λεφτά αν δεν έχω χρόνο να τα ξοδέψω; Τι να τα κάνω αν δεν μπορώ να πάρω ένα δώρο στη φίλη μου, να μαγειρέψω στον σύντροφό μου, να βγάλω βόλτα τον σκύλο μου και να παίξουμε με το καινούργιο του παιχνίδι; Τι να το κάνω αν θα είμαι πτώμα στην κούραση, αν θα πονάω παντού και δε θα έχω το κουράγιο να περπατήσω για μια βόλτα στο κέντρο;
Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν είναι να χαραμίσεις τα νιάτα σου, τη ζωηράδα σου, τη δύναμη σου σε μια ανιαρή καθημερινότητα με σκοπό να κάνεις οικονομίες τις οποίες θα μπορέσεις να αξιοποιήσεις σε μια ηλικία που δε θα έχεις το σθένος ή, πολλές φορές, και τη θέληση για όλα αυτά. Γίνε σκλάβος για να μπορέσεις να μαζέψεις λεφτά να τα πάρεις στον τάφο σου δηλαδή…
Ο χρόνος χάνεται και μαζί μ’ αυτόν κι όλες οι στιγμές που θα μπορούσες ν’ απολαύσεις αν δεν ήσουν αναγκασμένος να δουλεύεις όλη μερα απλά για να επιβιώσεις. Γιατί αυτό κάνεις. Δε ζεις, κατάλαβες; Υπάρχεις για να είσαι γρανάζι σε μια μηχανή χαλασμένη εδώ και χρόνια. Σε μια μηχανή που, όσα γρανάζια κι αν αλλάξεις, όσα ανταλλακτικά κι αν βρεις, δε θα επισκευαστεί ποτέ. Κι εσύ άδικα χάνεσαι. Αναλώνεσαι.
Δουλεύεις για να πληρώνεις μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου. Μια Δ.Ε.Η, μια Ε.Υ.Δ.Α.Π για να έχεις παροχές τις ΔΥΟ ολόκληρες ώρες που θα βρίσκεσαι στο σπίτι σου. Τρέχεις να κάνεις δυο δουλειές για να μπορείς να τα έχεις όλα. Σου κόλλησε εκείνο το σακάκι στη βιτρίνα, εκείνες οι πανύψηλες γόβες με το έντονο χρώμα. Και δουλεύεις μανιωδώς κι ας κουράζεσαι, δεν πειράζει λες, θα βγάλω αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσω αυτά που θέλω. Κι ύστερα, την επόμενη εξαντλητική ημέρα στη δουλειά σκέφτεσαι εκείνο το home cinema που είδες σε προσφορά κι αν δουλέψεις σκληρά, θα καταφέρεις να το πάρεις και θα καθίσεις με τη οικογένειά σου να κάνεις μαραθώνιο ταινιών ένα βράδυ. Και περνάει κι αυτή η μέρα, κι εσύ είσαι πάλι κουρασμένος από τη δουλειά, πάλι γύρισες αργά, πάλι δεν έχεις το σθένος να χαζέψεις μια ταινία με το παιδί σου.
Αγόρασες το κουστούμι που σου άρεσε, πήρες τις φανταχτερές γόβες που λιμπίστηκες στη βιτρίνα. Μα δεν τις φοράς ποτέ γιατί δε βρίσκεις χρόνο να βγεις. Δουλεύεις για να πας διακοπές 10 ημέρες το χρόνο, να ξεφύγεις από τα ζόρια σου. Τα ίδια ζόρια που σου προκαλεί η δουλειά σου.
Δες από πού ξεκινάς και πού καταλήγεις.
Και τι να κάνω, θα μου πεις.
Για να τελειώνουμε με όλο αυτό, άκου. Αφού θέλησες να χωρέσεις σε καλούπια αυτήν την ακαθόριστη κίνηση των πράξεων και να την ονομάσεις «χρόνο», «ημέρα», «εβδομάδα», τουλάχιστον μάθε να τη χρησιμοποιείς σωστά.
Σταμάτα να σφηνώνεσαι και να προσπαθείς να προλάβεις. Άρπαξε τις ευκαιρίες σου μα μάθε να αξιοποιείς τις στιγμές μου. Βουτήξου στα χρώματα κι άσε το γκρίζο πίσω.
ΖΗΣΕ. Βρες τον τρόπο. Σταμάτα να είσαι ρομπότ. Μπορείς να ζήσεις και χωρίς τις γόβες. Μπορείς και χωρίς το home cinema.
Απλά να απολαύσεις τη ζωή σου, μπορείς;
Οι στιγμές περνούν και τίποτα δεν είναι για πάντα. Πάψε να βασανίζεις τον εαυτό σου, σταμάτα να ζορίζεις τις ώρες σου να περάσουν σαν να είναι βάρος. Γιατί δεν είναι. Κάθε στιγμή έχει κάτι να σου προσφέρει.
Μην υπάρχεις μόνο για το αύριο.
Ζήσε σαν να μην υπάρχει αύριο.