,

Δύο θάλασσες

Τα ‘ξερε τα κόλπα. Τα ‘μαθε από μικρή, έπρεπε να τα μάθει, οι άντρες ήταν σκληρά αρπαχτικά για κάτι θηλυκά σαν κι εκείνη. Γιατί ο Θεός όταν θέλει να φτιάξει θηλυκά, βάζει όλο το μεράκι του.

Όμορφη δεν ήταν. Μάλλον συνηθισμένη, δεν είχε πάνω της κάτι που σκλάβωνε με την πρώτη. Είχε όμως έναν μαγνήτη, είχε έναν αέρα, που σάρωνε μόλις σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει άντρα στα μάτια. Γιατί αυτά τα μάτια, αυτό το βλέμμα, κανείς δεν το ξέχναγε. Προτιμούσε λοιπόν να κοιτάζει κάτω, πάνω, αλλού, ψηλά, οπουδήποτε αλλού εκτός από τα μάτια, γιατί ήξερε πως η λαβωματιά θα ήταν δυνατή.

Στην αρχή την τρόμαξε αυτό.

Ο πατέρας αυστηρός, την ρώτησε και την ξαναρώτησε «από πού κι ως πού» μα εκείνη ορκιζόταν, κάθε φορά ορκιζόταν, άλλωστε ποιος έχει χρόνο κι όρεξη για ερωτοκαμώματα, όταν εκείνη περίμενε εκείνον, τον έναν που θα την έκανε να σκιρτήσει η καρδιά και να φουντώσει το κορμί;

Όμως εκείνος δεν ερχόταν και τα χρόνια περνούσαν κι οι ματιές της λάβωναν χωρίς να λαβώνονται. Ο πατέρας ήξερε την θύελλα που σήκωνε η κόρη του η μονάκριβη στο πέρασμά της. Άντρας της παλιάς σχολής, με μαγαζί σαν τα παλιά καπηλειά, που μάζευε κυρίως άντρες στην στοά της αγοράς, άντρες ξενύχτηδες, του μεροκάματου, άντρες ψημένους από τη ζωή, άντρες μαέστρους στο κρεβάτι κατά πώς έλεγαν, σερνικά παλιάς κοπής που είχαν το λόγο συμβόλαιο και το κούτελο μόστρα του εαυτού τους και της ηθικής.

Ένας από αυτούς έτυχε κι είδε την κόρη του μια φορά που εκείνη πέρασε τυχαία από το μαγαζί κι έκανε τα πάντα να τον πείσει να του την δώσει. Όμως ο πατέρας αυτός, που κράτησε την κόρη του ένα ματωμένο κουρελάκι στα χέρια του την στιγμή που γεννήθηκε, στερώντας από την μάνα της την ζωή, είχε ορκιστεί πως θα ‘ναι βράχος γι’ αυτό το μικροσκοπικό απομεινάρι της αγάπης που είχε για την κυρά του. Ο Θεός βλέπεις δεν θέλησε να τις έχει και τις δύο, ένας απόμεινε -μάνα και πατέρας μαζί γι’ αυτό το πλάσμα.

Και μόλις λίγο μεγάλωσε κι άρχισε να φαίνεται πως η κόρη του είχε πάρει την ομορφιά της μάνας της, αλλά και κάτι ακόμη που τον φόβιζε λιγάκι, άρχισε να την συμβουλεύει διστακτικά, «τι να της πω κυρά μου, δως μου καμιά ιδέα, δεν είμαι η μάνα της ο καψερός».

Πέρασαν δέκα χρόνια κι εκείνη μεγάλωνε, γυναίκα ολόκληρη πια, αυτός που περίμενε δεν ερχόταν κι ο πατέρας έφυγε απρόσμενα, αφήνοντάς την μόνη, χωρίς συμβουλές, αλλά και αφεντικό του μαγαζιού.

Ήξερε.

Λες κι ήξερε πως η μοίρα της της όρισε να μην βρει αγάπη κι έρωτα, της όρισε να παίρνει λίγο από τις καρδιές των άλλων, αλλά κανένα κομμάτι να μην ταιριάζει με αυτό που της έλειπε.

Την πρώτη φορά που τον είδε, ήξερε.

Εκείνος όμως είχε ακούσει την φήμη της, την είχε δει πολλές φορές κρυφά κι από περιέργεια και μόνο ήθελε να την δει. Δίκιο είχαν, σκέφτηκε μόλις την πρωταντίκρισε.

Ήταν όμορφη, ήταν μοναδική, ήταν σπάνια, καμιά σχέση δεν είχε με όλες αυτές που κατά καιρούς είχαν ζεστάνει το κρεβάτι του κι είχαν δώσει μια ανάσα στην αυτοπεποίθησή του. Όχι, αυτή ήταν από άλλη πάστα, αυτή θα ήταν ένα μοναδικό κομμάτι της συλλογής του σκέφτηκε κι έβαλε να καταστρώσει σχέδιο, το σχέδιο της κατάκτησής της.

Ήταν τόσο αστείος ο καημένος, τόσο μα τόσο αστείος.

Κι ήταν η πρώτη φορά που αποφάσισε κι εκείνη να παίξει. Θα έπαιζε μ’ αυτήν την καρδιά, όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά γιατί ήταν απλά αστείος. Και σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε όταν πλησίασε κοντά του να του πει «τι να σας φέρω κύριε;»

Μέσα εκεί, σ’ αυτά σαν θάλασσες μπλε μάτια, είδε μια φλογίτσα, μια τόση δα φλογίτσα που την έκαψε. Ταράχτηκε. Ένιωσε την καρδιά της να φουντώνει, να χοροπηδάει με λαχτάρα και να φωνάζει «αυτός, αυτός, ήρθε επιτέλους!». Το καρδιοχτύπι τους ταυτόχρονο, όλοι το κατάλαβαν. Μόνο που εκείνη δεν το ήξερε αυτό το παιχνίδι, σ’ αυτό το παιχνίδι ήταν άβγαλτη, ήξερε να παίρνει κι όχι να δίνει.

Κι όταν μετά από μήνες ένιωσε πως ίσως τελικά τον χάσει με τα καμώματά της, δεν ήξερε ποιόν να ρωτήσει, ποιόν να συμβουλευτεί, βλέπεις ήταν καταμόναχη στον κόσμο, μέσα σε τόσο κόσμο ολομόναχη.

Πέρασε ο καιρός κι οι δύο τους αναμετρούσαν ο ένας τον άλλον, χωρίς να ξέρει κανείς πώς να κάνει αυτό το ένα βήμα που θα έφερνε την λύτρωση.

Εκείνο το βράδυ, ένα σαν όλα τ’ άλλα, γεμάτο το καπηλειό κι εκείνος στην γωνιά του έπινε κι έπινε, μήπως μέσα στο ποτήρι έβρισκε την λύση. Κι εκείνη σέρβιρε κι εξυπηρετούσε και μιλούσε και γελούσε με όλους, χωρίς να του δίνει πολλή σημασία, χωρίς να παίρνει τα μάτια της καρδιάς της από πάνω του.

Όταν μπήκε εκείνη η παρέα, κανείς δεν έδωσε σημασία. Στρώθηκαν, ζήτησαν ποτά κι άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Στην αρχή σιγά, μετά, όσο το οινόπνευμα έρεε, δυνατότερα. Ώσπου κάποιος την άρπαξε από το χέρι την ώρα που περνούσε δίπλα του.
«Κάτσε στην παρέα μας όμορφη» φώναξε κι ο δίσκος της έφυγε από το χέρι ευτυχώς ήταν άδειος.
«Θέλεις κάτι φίλε μου;» ακούστηκε πίσω της η φωνή του, μαγική, κοφτή και σίγουρη.
«Από σένα όχι, από την κοπέλα θέλω, αυτή δεν είναι του μαγαζιού;» απάντησε θρασύτατα ο άλλος, φιρί φιρί το πάει για καβγά, σκέφτηκε εκείνη.
«Κι εγώ του μαγαζιού είμαι κι η κοπέλα είναι η γυναίκα μου. Και σε ξαναρωτάω, θέλεις κάτι φίλε;»

Τον κοίταξε.

Κι αφέθηκε να κολυμπήσει σ’ αυτές τις δύο θάλασσες που την είχαν αρπάξει από την πρώτη στιγμή, ήξερε πως μια ζωή θα κολυμπούσε εκεί μέσα, ήταν για εκείνη αυτές οι θάλασσες.

Το ίδιο βράδυ έσμιξαν μ’ ένα πρωτόγνωρο πάθος. Κι όταν χάραζε πια η μέρα κι έπρεπε να χωρίσουν, μ’ ένα φιλί τρυφερό τον άφησε κι εκείνος είπε «Καλημέρα γυναίκα μου» και θα το έλεγε για όλες τις μέρες της υπόλοιπης ζωής του…

Μάτα Βισβίκη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: