,

Εκβιασμός

Ο Κίμωνας έκλεισε την πόρτα. Είχε έρθει μαζί με την γυναίκα του τη Σία στο δωμάτιο του γιου τους, του Γιώργου. Έπρεπε να του πουν κάποια πράγματα, δύσκολα πράγματα. Η οικογένειά τους είχε απειληθεί από κακοπροαίρετους ανθρώπους. Ανθρώπους που κάποτε ο Κίμωνας τους αποκαλούσε φίλους.

Ο Γιώργος κάθισε στο κρεβάτι του. Ήταν μόλις έξι χρονών, αλλά είχε καταλάβει πως κάτι συνέβαινε. Οι γονείς του τους τελευταίους μήνες τον άφηναν συχνά στην γιαγιά και ήταν αναστατωμένοι.

Ο Κίμωνας και η Σία κάθισαν δίπλα του. Εκείνη ξεκίνησε: «Άκουσε, μωρό μου, πριν λίγο καιρό ο μπαμπάς κι εγώ έπρεπε να λείπουμε από το σπίτι, γιατί κάποιοι προσπάθησαν να μας βλάψουν». Η Σία καθάρισε το λαιμό της εδώ. Γιατί αυτή η κατάσταση την αφορούσε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε. Ήταν τριάντα πέντε χρονών, με βαμμένα ξανθά μαλλιά, σχεδόν μόνιμα με μακιγιάζ στο πρόσωπο και βραχιόλια στα χέρια – αλλά όχι τον τελευταίο καιρό. Ανέκαθεν της άρεσαν οι πολυτέλειες, αν και δεν είχε τους πόρους για να αποκτήσει όσα ήθελε. Είχε, όμως, την ομορφιά για να βρει τον άντρα που θα την παντρευόταν και δεν θα την ήθελε μόνο για σεξ.

Από την άλλη, ο Κίμωνας, τριάντα εννιά χρονών, είχε ήδη γκριζαρισμένα μαλλιά και το βαφτιστικό σταυρό του στο λαιμό. Μεγαλωμένος σε οικογένεια που τα έφερνε πέρα κουτσά στραβά, είχε μάθει τι εστί να αγαπάς και να νοιάζεσαι για τους δικούς σου, καθώς και πόσο πολύ έπρεπε να τους προστατεύσεις. «Γιώργο, σχεδόν πριν ένα χρόνο έλαβα με το ταχυδρομείο ένα DVD». Κοίταξε φευγαλέα τη Σία. «Αφορούσε τη μαμά, όταν ήταν μικρότερη, πιο νέα».

Ο Γιώργος δεν μιλούσε, παρά κοιτούσε τον πατέρα του. Έδειχνε να μην καταλαβαίνει τις λεπτομέρειες που υπονοούνταν.
«Τότε η μαμά», συνέχισε ο Κίμωνας, «πριν παντρευτούμε έκανε… κάποιες τρέλες. Φυσιολογικά πράγματα, όλοι κάνουμε κάτι όταν είμαστε νέοι».

Η Σία κοιτούσε τις ζωγραφιές του Γιώργου στον τοίχο. Όταν έμαθε τι περιείχε εκείνο το DVD ήθελε να αυτοκτονήσει.

«Κι εσύ καθώς θα μεγαλώνεις», έλεγε ο Κίμωνας στο γιο τους, «θα κάνεις τα δικά σου. Τις δικές σου τρέλες. Μέχρι ενός σημείου, αυτές θα είναι αποδεκτές».

«Τι τρέλες, μπαμπά;»

«Αυτό δεν μπορούμε να στο πούμε ακόμα. Είσαι μικρός. Πάντως, να είσαι σίγουρος πως επρόκειτο για κάτι που… δεν είναι κακό, όχι τότε που συνέβη». Κοίταξε ξανά τη γυναίκα του. «Τότε δεν ήμασταν παντρεμένοι με τη μαμά, Γιώργο. Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν, αυτό να θυμάσαι. Κι εμείς είμαστε οικογένεια τώρα και στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Όλοι μας».

Ο Γιώργος ένευσε και κοίταξε τη μητέρα του. Και προβληματίστηκε, βλέποντάς την (και καταλαβαίνοντας) ότι εκείνη, παρά τα όσα έλεγε ο μπαμπάς, ένιωθε άσχημα. «Μαμά;»

Η Σία στράφηκε στον Γιώργο. Έσφιξε τα χείλη της, προσπαθώντας να χαμογελάσει έστω και λίγο. «Λυπάμαι που… φτάσαμε εδώ, μωρό μου». Και σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο.

Ο Γιώργος έκανε να σηκωθεί να την ακολουθήσει, αλλά ο Κίμωνας τον σταμάτησε και τον κράτησε στην αγκαλιά του, αν και τα είχαν σταματήσει αυτά. «Άσ’ την προς το παρόν, Γιώργο. Της είναι δύσκολο».

«Είναι καλά η μαμά;»

«Ναι. Θα γίνει καλύτερα. Απλά χρειάζεται χρόνο».

Ο Γιώργος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Σκεφτόταν, προσπαθούσε να καταλάβει. Ο Κίμωνας ένιωθε την καρδιά του μικρού να πάλλεται γρήγορα.

«Κάποιοι προσπάθησαν να μας βλάψουν», του είπε. «Κάποιοι που δούλευα μαζί τους πριν λίγα χρόνια και… τους έλεγα φίλους».

«Γιατί, μπαμπά;»

«Ήθελαν λεφτά, Γιώργο. Αλλιώς… θα προσπαθούσαν να μας κάνουν μεγαλύτερο κακό. Έτσι είπαν».

«Μα γιατί; Αφού ήσασταν φίλοι…»

«Δεν είναι όλοι οι φίλοι καλοί, Γιώργο. Ελπίζω να μη χρειαστεί να το διαπιστώσεις και ο ίδιος. Αλλά οφείλω να σου πω ότι πρέπει να είσαι έτοιμος. Υπάρχουν πολλοί κακοί άνθρωποι εκεί έξω. Και μερικοί… παριστάνουν τους φίλους σου, για να σου κάνουν κακό. Να σε εκμεταλλευτούν».

Ο Γιώργος κοίταξε προς το παράθυρο του δωματίου. «Εκεί έξω;»

Ο Κίμωνας ένευσε. «Μόνο εκεί έξω, όμως», τόνισε. «Όχι εδώ μέσα. Ποτέ εδώ μέσα». Ποτέ ξανά, ήθελε να πει, καθότι δυο απ’ αυτούς που έστειλαν το DVD τους είχε βάλει στο σπίτι του τότε που τους θεωρούσε φίλους. «Εδώ δεν μπαίνει κανένας κακός, Γιώργο. Η οικογένεια είναι ιερή. Και την προστατεύουμε».

«Πώς, μπαμπά;»

«Με κάθε μέσο, Γιώργο. Με κάθε δυνατό μέσο». Έδειξε προς την πόρτα του δωματίου. «Τη μαμά σου την αγαπάω, Γιώργο. Όπως κι εσένα. Αυτοί που προσπάθησαν να μας βλάψουν δεν υπολόγισαν πόσο πολύ σημασία δίνω στην ιερότητα της οικογένειας και στην αγάπη μου για σας. Νόμιζαν πως θα φοβόμουν και θα έκανα ό,τι ήθελαν. Αλλά εγώ και η μαμά έχουμε μια πολύ δυνατή σχέση. Αγαπάμε ο ένας τον άλλο, μιλάμε συνεχώς μεταξύ μας, συμφωνούμε και ενίοτε διαφωνούμε, αλλά δεν αφήνουμε άλλους να μας επηρεάζουν».

«Δεν θα χωρίσετε όπως οι γονείς του Μένιου;»

Ο Κίμωνας κοίταξε κατάματα το γιο του. «Όχι. Δε ξέρω το μέλλον… αλλά όχι. Όχι για κάτι τέτοια. Όχι για το παρελθόν».

«Κι αυτοί; Οι κακοί; Θα ξαναπροσπαθήσουν να μας κάνουν κακό;»

«Όχι. Είμαστε ασφαλείς. Πάντα θα είμαστε ασφαλείς».

Όταν βγήκε από το δωμάτιο του Γιώργου, ο Κίμωνας είδε τη Σία να ετοιμάζει το φαγητό. Το σπίτι ήταν ζεστό και ήσυχο, εκτός από τον απορροφητήρα που βούιζε και μάζευε τις οσμές από τις κατσαρόλες.

«Πάω στο υπόγειο», είπε στη Σία.

Εκείνη του ένευσε.

Πριν φύγει, ο Κίμωνας την πλησίασε και την αγκάλιασε. «Πέρασε, μωρό μου. Δε θα μας βλάψουν. Δεν μας έβλαψαν ποτέ. Είμαστε δυνατοί».

«Το ξέρω».

Τη φίλησε και κατέβηκε στο υπόγειο. Άνοιξε την πόρτα και η μπόχα από τα παλιά πράγματα τον απέδρασε από το χώρο. Ψαχούλεψε τον τοίχο και άναψε την παλιά λάμπα.

«Γεια σας, συνάδελφοι», είπε. «Σας έλειψα;»

Τα τέσσερα κρανία τον παρατηρούσαν από το ράφι που τα είχε τοποθετήσει.

Η ιστορία αποτελεί προϊόν φαντασίας, αλλά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: