,

Delete

Ο άντρας κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή του, μέσα στο μισοσκότεινο, ζεστό δωμάτιό του. Σε λευκό φόντο, η μπάρα που έσβηνε τα αρχεία από τον υπολογιστή, μια λεπτή μπλε γραμμή που ολοένα και μεγάλωνε. Τα αρχεία μιας ζωής, στην κυριολεξία: φωτογραφίες που κάλυπταν την τριαντάχρονη ζωή του, άδειες, ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης, διαβατήριο, πτυχίο, μεταπτυχιακό. Τα πάντα. Τα είχε περάσει όλα σε ηλεκτρονική μορφή. Η νομοθεσία είχε αλλάξει, επέβαλλε όλα τα στοιχεία κάποιου να περαστούν σε υπολογιστή. Δεν μπορούσε να πάει αντίθετα στους νόμους της χώρας του, έτσι δεν είναι;

Ό,τι είχε καταφέρει. Ό,τι ήταν ο ίδιος. Όλα χάνονταν, τα έσβηνε. Δεν ήθελε να θυμάται. Δεν ήθελε να ξέρει. Απλά ήθελε να εξαφανιστεί κάθε σημείο, κάθε λόγος της ύπαρξής του. Θα έλειπε σε πολλούς, το ήξερε. Υπήρχαν φίλοι εκεί έξω. Υπήρχε μια έγκυος αρραβωνιαστικιά. Υπήρχαν οι γονείς και οι θείοι του. Υπήρχε η ομάδα του, που φέτος σίγουρα θα σήκωνε το νταμπλ στο ποδόσφαιρο. Υπήρχαν οι συνάδελφοί του, που τους χρωστούσε ένα κέρασμα. Το αφεντικό του, που δεν ήταν ο χειρότερος τύπος του κόσμου, παρά την υψηλή του θέση στην εταιρεία. Υπήρχε η πόλη του, που όλο και αναπτυσσόταν.

Πάντα υπήρχαν λόγοι για να ξέρει και να θυμάται και… και να είναι. Απλά να είναι. Εδώ, στη Γη. Μαζί με όλους όσους τον νοιάζονταν και τους νοιαζόταν. Να περπατά στους δρόμους της πόλης και να έχει κέρδη η εταιρεία με τις επιλογές του. Να διασκεδάζει με τους δικούς του, απολαμβάνοντας τις νίκες της ομάδας του. Να κάνει έρωτα με την αρραβωνιαστικιά του, παθιασμένα, χωρίς ενοχές, δίχως να φοβάται να αφεθεί.

Ναι, είχε λόγους. Πολύ περισσότερους από άλλους.

Κι όμως, ήθελε να διαγράψει τα στοιχεία του. Να ξεφορτωθεί κάθε πράξη και εικόνα και ήχο και σκέψη και θύμηση και τα πάντα. Τα πάντα. Είχε τόσα καλά που άλλοι θα τον ζήλευαν και θα τον κατηγορούσαν και θα τον χτυπούσαν, και ναι, θα είχαν δίκιο, όμως αυτός δεν έδινε δεκάρα για κανέναν και τίποτα, δεν ήθελε πια να νοιάζεται, να μπορεί, να λέει, να βρίσκει. Να έχει. Δεν ήθελε να είναι.

Ο υπολογιστής προχωρούσε τη διαδικασία κανονικά. Η μπάρα μεγάλωνε, έφτανε στη μέση σιγά-σιγά. 45% έγραφε.

Άρχισε ξαφνικά να ψυχραίνεται το δωμάτιο; Δεν ήταν σίγουρος και δεν τον ενδιέφερε και πολύ.

Ο άντρας είχε πολλά. Ή έτσι φανταζόταν. Έπρεπε να έχει πολλά. Αλλιώς για ποιο λόγο να αισθάνεται άσχημα; Τύψεις; Αυτό ένιωθε τώρα.

Τύψεις. Αλλά γιατί; Τι είχε κάνει; Δεν είχε βλάψει κάποιον. Ήταν πολύ σίγουρος γι’ αυτό. Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Ποιος θα ήθελε να είναι κακός άνθρωπος; Η μαμά έλεγε πάντα πως πρέπει να είσαι καλός για να επιβιώσεις στον κόσμο. Να θέλεις να κάνεις το καλό, το δίκαιο. Ο μπαμπάς συμφωνούσε, αλλά το χαμόγελό του ήταν λιγάκι παράταιρο με την περίσταση. Κάπως ειρωνικό.

60% και συνέχιζε.

Δεν είχε μυωπία. Γιατί άρχιζαν να θολώνουν όλα; Μήπως έφταιγαν τα δάκρυα;

65%.

Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου που λέει, τα βαρέθηκα όλα. Σας βαρέθηκα όλους. Με βαρέθηκα. Έτσι απλά. Όσα και να έχει, όσους και να έχει, απλά κάποτε παύει να τους/τα θέλει. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληγε ο άντρας τώρα.

70%.

Ήταν άρρωστος; Γιατί δεν μπορούσε να μυρίσει;

Η παιδική του ηλικία ήταν μια χαρά. Στο σχολείο τα πήγαινε αρκετά καλά, έτσι; Δεν είχε πολλές δυσκολίες. Εντάξει, σε κάποια μαθήματα θα ζοριζόταν, αλλά όχι κάτι ιδιαίτερο. Αν έκρινε από το κοστούμι που φορούσε…

80%.

Τι ήταν κοστούμι, αλήθεια; Πού ήταν αυτός; Πού ήταν οι παιδικοί του φίλοι; Γιατί δεν ήταν έξω να παίζει μαζί τους, ενώ οι δικοί του θα ετοιμάζονταν να τον κατσαδιάσουν που δεν διάβαζε όσο έπρεπε;

90%.

Ποιος ήταν; Τι ήταν; Τι συνέβαινε; Γιατί δεν ένιωθε κάτι;

100%.

Ο υπολογιστής ολοκλήρωσε τη διαδικασία. Τα αρχεία σβήστηκαν.

Η μορφή του άντρα που καθόταν στην καρέκλα απέναντι από την οθόνη, που ήδη ξεθώριαζε όσο προχωρούσε η διαγραφή των αρχείων, χάθηκε τελικά μαζί με την εικονική ζωή του.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: