,

Το συκαλάκι

«Άνοιξε γυναίκα. Άνοιξε! Γιατρεύτηκα! Έγινα καλά! Σωθήκαμε!»
Η καημένη η Σταθού είχε γείρει λίγο στην ψάθινη καρέκλα μέσα στην γλύκα του απομεσήμερου να ξεκουραστεί από την λάτρα κι όλες τις άλλες τις δουλειές του σπιτιού όταν την ξύπνησαν απότομα κι άγουρα τα δυνατά χτυπήματα του άντρα της στην ξύλινη πόρτα τους.

Μέσα στην σαστιμάρα της από το απότομο ξύπνημα, νόμιζε πως ο άντρας της έχασε το μυαλό του. Ποιος άντρας της δηλαδή, ότι είχε απομείνει από αυτόν. Επτά χρόνια πριν το γκαζάδικο που δούλευε ανατινάχτηκε κι ο άντρας της, ο όμορφος ο λεβέντης της είχε καεί ολόκληρος σχεδόν. Το πρόσωπό του ήταν μια τρομακτική μάσκα, με μια τρυπούλα για στόμα από την οποία τον τάιζε με το κουταλάκι η ίδια και μόνο. Τα δάχτυλά του είχαν λιώσει και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει παρά μόνο τις παλάμες του παραμορφωμένες κι αυτές από την φωτιά. Όλοι στο χωριουδάκι τους τρόμαξαν στην θέα του όταν τον πρωτοείδαν κι ακόμα τα παιδιά δεν τον πλησίαζαν πολύ. Εκείνη έκλαψε, έκλαψε πολύ γι αυτόν γιατί ήταν είχαν παρθεί από έρωτα, από τους λίγους γάμους που είχαν γίνει από έρωτα στον τόπο τους μα σκούπισε γρήγορα τα δάκρυά της γιατί είχαν πέντε παιδιά κι έπρεπε να τα φροντίσουν και να τα μεγαλώσουν. Η ζωή συνεχίζεται, έπρεπε να συνεχιστεί ακόμα και με τα ψέματα για αυτά τα παιδιά που δεν έφταιγαν σε τίποτα για την κακιά ώρα.
Και σαν να μην έφτανε που ο άντρας της είχε πάθει αυτό το κακό, όλες τους οι οικονομίες και η προικούλα της μέσα κι ότι ζητιάνεψαν από πιο ευκατάστατους συγγενείς όλα τα είχαν ρίξει σ αυτό το γκαζάδικο. Κι όταν βούλιαξε, βούλιαξαν μαζί του κι όλα τους τα όνειρα κι οι ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Δεν θα σήκωναν πια το κεφάλι, το ήξερε η Σταθούλα αλλά έτσι ήταν το θέλημα του Θεού κι έτσι θα πορεύονταν πια.

Αφού ο πατέρας δεν μπορούσε πια να δουλέψει, άρχισαν ένα ένα και τα τέσσερα αγόρια της να μπαρκάρουν. Ακόμα κι ο μικρός που ήταν καλός στα γράμματα, σαν είδε την κατάστασή τους, την φτώχεια και την ανέχεια στην οποία είχαν πέσει έκανε τα χαρτιά του κι έφυγε για τα καράβια. Έμεινε πίσω η Σταθούλα και το κορίτσι. Κι ο πατέρας βέβαια ανίκανος να προσφέρει τίποτα πια στην οικογένειά του.

Σαν ξεχρεώσανε λίγο τους συγγενείς για να ‘χουν ένα καθαρό μέτωπο να περπατάνε μέσα στο χωριό άρχισε η μεγάλη έγνοια για την τύχη του κοριτσιού. Ένα πλάσμα όμορφο, ξανθό με μάτια γαλανά διάφανα σαν άγγελος, λυγερόκορμο κι αδύνατο σαν μίσχος. Καλή κι ευγενική και νοικοκυρά κι όλα τα καλά τα είχε η μοναχοκόρη τους εκτός από ένα. Το πιο σημαντικό! Προίκα. Ποιος θα την παντρευόταν που όλα τα παλικάρια στο χωριό λογάριαζαν την προίκα της νύφης για να κάνουν το κουμάντο τους για να ανοίξουν σπιτικό; Ήταν πανέμορφη βέβαια κι είχε όλες τις χάρες κι η Σταθούλα είχε υπομονή και πίστη στο Θεό αλλά δυστυχώς τα χρόνια περνούσαν και τα προξενιά δεν έφταναν να χτυπήσουν την πόρτα του χαμόσπιτου τους. Την έβλεπαν τα αγόρια της όταν ξεμπάρκαραν να σκουπίζει κρυφά τα δάκρυά της, άκουγαν τους αναστεναγμούς του πατέρα τους μα κι έτσι να μην ήταν ήξεραν το καθήκον τους. Να μαζέψουν την προίκα της αδελφής τους. Κι όταν παντρευόταν η αδελφή τους τότε θα κοίταζαν κι αυτοί να κάνουν το νοικοκυριό τους. Πόσες ζωές, πόσα παλικάρια δεν πήγαν χαράμι ακολουθώντας αυτούς τους άγραφους νόμους του χωριού και της κοινωνίας. Πόσες κοπέλες μαράζωσαν να περιμένουν πίσω από κουρτινάκια μια καλή τύχη που δεν θα έφτανε ποτέ. Πόσα χαμένα χρόνια, πόσο πικρές μοίρες ανθρώπων που γέρασαν και δεν μπόρεσαν ποτέ να χαρούν νιάτα και ξεγνοιασιά. Μα έτσι ήταν τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους κι έτσι κι αυτοί θα ακολουθούσαν τους άγραφους νόμους του που τις περισσότερες φορές ήταν πιο δυνατοί από τους νόμους του κράτους.

Συνήλθε απότομα από τις σκέψεις της η Σταθούλα κι έτρεξε να ανοίξει την πόρτα στον άντρα της. Τον πήρε από τα χέρια του πιτσιρίκου που τον είχε συνοδέψει μέχρι εκεί και του έδωσε ένα φραγκάκι πριν να φύγει.
«Να σαι καλά, γιέ μου» του είπε και του έβαλε το φραγκάκι διακριτικά μέσα στη χούφτα του.
Ύστερα πήρε τον άντρα της που στηρίχτηκε στον ώμο της και μπήκαν μέσα στο σπίτι.
«Τι φωνάζεις χριστιανέ μου; Θα ξεσηκώσεις όλη την γειτονιά στο πόδι. Έχασες το μυαλό σου; Να μας πιάσει η γειτονιά στο στόμα της;»
«Μου την ζητήσανε Σταθούλα μου. Μου ζητήσανε την κόρη μας. Ο κυρ Γιάννης για τον γιο του. Δεν τον νοιάζει λέει που δεν έχει μεγάλη προίκα. Ο γιος του την είδε και έχασε το μυαλό του. Θέλει να έρθουν να μας την ζητήσουνε! Καταλαβαίνεις; Μεγάλη τύχη για το κορίτσι.»
Η Σταθούλα έμεινε χωρίς φωνή και σταυροκοπιόταν. Δεν τολμούσε να πιστέψει πως ο Θεός άκουσε τις προσευχές της, πως άλλαξε τόσο η μοίρα τους και τους χαμογελούσε και πάλι.
Μόλις συνήλθε λιγάκι τον ρώτησε πότε θα έρθουν ο γαμπρός με τους γονείς του για να δώσουν λόγο κι ο άντρας της απάντησε το συντομότερο γιατί ο γαμπρός βιάζεται.
«Σε μια εβδομάδα κανονίσαμε» είπε εκείνος τελικά.
Μέσα στην τεράστια χαρά η Σταθούλα έκανε ένα γύρο με το βλέμμα της στο φτωχικό τους. Οι τοίχοι μέσα στην υγρασία, λίγα φτωχικά έπιπλα αταίριαστα δανεικά, άλλα σπασμένα, η ρίζα μιας καπαριάς που είχε σχεδόν καταστρέψει τον αυλόγυρό τους προσπαθώντας να φτάσει πεισματάρικα στο πηγάδι τους.

Ήταν νοικοκυρά η Σταθούλα και η κόρη της αλλά η φτώχια τους δεν κρυβόταν. Το φαγητό λιγοστό, έπιπλα παλιά και φθαρμένα, τα ρούχα καθαρά αλλά χιλιομπαλωμένα. Όμως θα τα κατάφερναν. Θα έκανε ότι μπορούσε ή μάλλον καλύτερα κι ότι δεν μπορούσε για να δεχτεί με αξιοπρέπεια τον γαμπρό και τα συμπεθέρια. Για μια εβδομάδα δεν έκλεισε μάτι, ήθελε όλα να είναι στην εντέλεια όσο γινόταν, βοήθησαν και οι γειτόνισσες έφεραν πιατικά, ποτήρια, ποτηράκια λικέρ κι ότι τέλος πάντων ήταν χρειαζούμενο για να περιποιηθεί εκείνη την μέρα τους καλεσμένους της. Ήξερε τι σπουδαία ήταν εκείνη η μέρα και πόσο η μοίρα όλων τους κρινόταν από την καλή εντύπωση που θα σχημάτιζαν τα πεθερικά γι αυτούς. Γιατί ο γιος τους ήταν ερωτευμένος με την κόρη τους, αλλά αν οι γονείς δεν έλεγαν το ναι γάμος δεν θα γινόταν. Αν δεν έδιναν εκείνοι την ευχή τους, ο γιος τους δεν θα τολμούσε να τους εναντιωθεί και να παντρευτεί.
Έφτασε λοιπόν η μέρα η καλή και η υπέρ ευλογημένη και το σπίτι τους ήταν πεντακάθαρο, μέσα στην πάστρα και την νοικοκυροσύνη.

Μπήκαν οι γονείς και ο γαμπρός και κάθισαν στον καναπέ που λόγω της ημέρας είχε καινούργιο στρωσίδι. Η κοπελιά τους έλαμπε σαν ήλιος, αλλά δεν θα ερχόταν στο σαλόνι μέχρι να είχαν γίνει όλες οι διαπραγματεύσεις και να είχε κλείσει η δουλειά.

Έβλεπε η Σταθούλα με την άκρη του ματιού της πως η μέλλουσα συμπεθέρα της δεν ήταν και πολύ ενθουσιασμένη με την επιλογή του γιου της γιατί το σπίτι που θα έμπαινε τίμιο, μεν αλλά φτωχό κι εκείνη είχε άλλα όνειρα για τον γιο της. Δεν βολευόταν στον καναπέ, κοίταζε γύρω της με περιφρόνηση και δεν χαμογελούσε αλλά ήταν παγωμένη και ψυχρή. Θέλοντας λοιπόν η Σταθούλα να ζεστάνει την ατμόσφαιρα, άρχισε τα παινέματα για την κόρη της, πόσο χρυσοχέρα και νοικοκυρά που είναι και τι όμορφο γλυκό συκαλάκι είχε φτιάξει.

Σηκώθηκε λοιπόν να φέρει το δίσκο με το βάζο το γλυκό και τα κουταλάκια ολόγυρα για να κεραστούν οι καλεσμένοι. Η ομορφοκόρη της θα ακολουθούσε με το δίσκο με τα ποτήρια το δροσερό νερό. Για κακή της τύχη όμως είχε αφήσει το βάζο ανοιχτό κατά λάθος λίγη ώρα μέχρι να γεμίσει τα ποτήρια. Μπρος λοιπόν εκείνη και πίσω η κοπελιά της με καμάρι στην επίσημη της εμφάνιση μπροστά στα πεθερικά της και τον γαμπρό. Στο δρόμο λοιπόν για το σαλόνι βλέπει να κουνιέται κάτι μέσα στο ανοιχτό βάζο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να δει καλύτερα, κι εκεί ανάμεσα στα συκαλάκια κολυμπούσε χαρούμενο κι αμέριμνο ένα ποντικάκι που μόλις είχε πέσει μέσα. Καινούργια γέννα, από τα μπαγδατιά της στέγης θα γλίστρησε σίγουρα. Κάνει νόημα στην κόρη της που το είχε μόλις καταλάβει και την κοιτούσε έντρομη. Τι να κάνει τώρα με τα χέρια δεμένα; Όλα κρεμιόταν από μια κλωστή. Τα αγόρια της περίμεναν το γράμμα πως η αδελφή τους παντρευόταν για να ξεμπαρκάρουν για το γάμο κι να αρχίσουν να ζουν πια για τους ίδιους, την δική τους ζωή. Ο άντρας της μια τρομακτική μάσκα, που εκείνη που τον ήξερε καλά είχε πάρει μια μορφή που θα την έλεγες χαμόγελο για πρώτη φορά μετά το κακό που τους βρήκε. Και η μικρή της να τρέμει σαν το φύλλο, ξέροντας πως τέτοια λάθη δεν συγχωρούνται και ότι δεύτερη ευκαιρία δεν θα είχε για να φτιάξει τη ζωή της.

Θαρρετά, με κέφι αφύσικο κι ένα πλατύ χαμόγελο άρπαξε η Σταθούλα το κουταλάκι και με μια φωνή δυνατή, με μια ένταση που δεν την συνήθιζε το έβαλε μέσα στο βάζο γραπώνοντας το ποντικάκι και με μια χαψιά το έβαλε στο στόμα της προλαβαίνοντας μόνο να πει:
«Η πρώτη κουταλιά για την μητέρα της νύφης, να μας ζήσουν τα παιδιά!»

9 απαντήσεις στο “Το συκαλάκι”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: