,

Διάβαση

Ο Μιχάλης περπατάει στο πεζοδρόμιο. Περνάει δίπλα από κλειστά μαγαζιά και κολόνες και παγκάκια και ενίοτε κάποιον άλλο πεζό. Χαμογελάει. Δεν κάνει κρύο ή δεν το νιώθει λόγω του κονιάκ που έχει στην εσωτερική τσέπη της βρόμικης καπαρντίνας του. Είναι ξημερώματα Πέμπτης, Μάρτης μήνας. Η άνοιξη έχει μισοξυπνήσει και δεν της αρέσει το κρύο.
Σταματάει. Πίνει από το φλασκί. Συνεχίζει.

Κάποια στιγμή συναντάει δύο μπάτσους που έχουν σταματήσει ένα μικρό κόκκινο αυτοκίνητο. Ο οδηγός έχει βγει και τους παρακαλάει να μην του κόψουν κλήση. Ο Μιχάλης σταματάει ξανά. Παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Ο νεαρός λέει ότι δεν έτρεχε και πως φορούσε ζώνη. Ο ένας μπάτσος γελάει, ενόσω ο άλλος του εξηγεί πως δεν φορούσε και ότι έτρεχε. Παράλληλα, γράφει την κλήση. Μέσα στο αμάξι, η γκόμενα του νεαρού έχει βγάλει το κινητό της και παριστάνει πως ασχολείται με αυτό, αλλά ο Μιχάλης ξέρει ότι η κοπελιά, πολύ ωραίο μωρό, κρυφοκοιτάζει απογοητευμένη το αγόρι της και τους δύο μπάτσους. Δεν έχει σεξ απόψε, όσο κι αν αυτός θα θέλει να ξεδώσει.

Είναι όλα πολύ αστεία για τον Μιχάλη. Είναι απλά ένας άστεγος που μπορεί να περιφέρεται σ’ όλη την πόλη, να πλησιάζει τους άλλους, τους πολιτισμένους και να τους φοβίζει με την απεχθή παρουσία του. Ή να βλέπει σκηνές σαν αυτή και να γελάει. Είναι εξήντα χρονών και ζει έτσι δεκαπέντε χρόνια τώρα. Στην αρχή, είχε απογοητευτεί σε βαθμό που να σκέφτεται να πέσει στην εθνική και να τον πατήσουν, μπας και κάποιος του δώσει σημασία και ενδιαφερθεί γι’ αυτόν, έστω κι αν τον έχει σκοτώσει πρωτύτερα.
Εν τέλει, αποφάσισε πως δεν άξιζε, αλλά πως μπορούσε να ζήσει σαν άστεγος και να απολαμβάνει σε κάποιο βαθμό τη ζωούλα του. Εξαρτάται από την οπτική του καθενός.

Ο μπάτσος που γελάει, βλέπει τον Μιχάλη. Του νεύει, αλλά δεν τον αποπαίρνει. Είναι έξω καρδιά τύπος. Σαν τον Μιχάλη.
Ο άλλος μπάτσος δε δίνει δεκάρα γενικά.
Ο νεαρός, όμως, δείχνει δυσαρεστημένος που έχει γίνει θέαμα –και μπροστά στη γκόμενα, ρε γαμώτο. Κοιτάζει τον Μιχάλη, αλλά δεν μιλάει. Μοιάζει με μαθητή που τον έπιασε ο δάσκαλος να αντιγράφει. Δεν τον ενοχλεί τίποτα άλλο, γιατί φοβάται τις συνέπειες αυτού που έχει κάνει.

Για κάτι τέτοιες στιγμές αξίζει η ζωή, σκέφτεται ο Μιχάλης και συνεχίζει. Δεν έχει προορισμό, φυσικά. Δε μένει κάπου. Δεν έχει κάποιον που να νοιάζεται γι’ αυτόν. Κάποιες φορές, ρίχνει κάνα ψίχουλο στα περιστέρια κι αυτά τον πλησιάζουν, δίχως να τον περιφρονούν –τουλάχιστον όχι επιδεικτικά. Κάπου-κάπου, ταΐζει και κάνα αδέσποτο. Όταν συναντώνται οι ματιές τους, ο Μιχάλης βλέπει την απογοήτευση που νιώθει το ζωντανό. Αλλά παίρνει όρκο, αν δινόταν μία ευκαιρία, θα έπεφτε στην αγκαλιά του ανθρώπου που το έδιωξε.

Γιατί οι άνθρωποι να μην είναι σαν αυτά τα ζώα; αναρωτιέται συχνά ο Μιχάλης. Αποδιώχνει όμως αμέσως αυτές τις σκέψεις. Δεν του αρέσουν. Δεν τον κάνουν να γελάει.

Σταματάει και πάλι. Βγάζει το φλασκί και πίνει. Νιώθει τη ζέστη του φθηνού κονιάκ να ρέει στον οργανισμό του. Ζέστη έξω, ζέστη μέσα… Σε λίγο θα αρχίσει να ιδρώνει. Δεν τον πειράζει. Το έχει συνηθίσει. Να είναι καλά μόνο ο τύπος στο συσσίτιο που του προμηθεύει κρυφά το κονιάκ.

Μια ειρωνεία από τη ζωή του άστεγου Μιχάλη: πίνει πιο πολύ κονιάκ, παρά νερό. Γιατί -ναι, κυρίες και κύριοι- δεν του δίνουν νερό στα μαγαζιά, ούτε σε βρόμικο ποτήρι. Αλλά ένα φλασκί κονιάκ το βρίσκει και το παραβρίσκει.
Τι σου είναι η ζωή, ε;

Κοιτάζει πάνω κάτω. Δεξιά αριστερά. Πού να πάει τώρα; Είναι όλα λίγο θολά, όλες οι κατευθύνσεις μοιάζουν μεταξύ τους. Λες και ο κόσμος είναι παντού ο ίδιος, άσχετα αν θα πας στην Ανατολή ή τη Δύση ή το Βορρά ή το Νότο.
Διαλέγει στην τύχη –όπως κάθε φορά, εκτός από όταν πρέπει να βρει να φάει. Θα πάει ευθεία. Κοιτάζει τις δυο πλευρές του δρόμου. Κανένα αμάξι. Αρχίζει να περπατάει στη διάβαση. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που του θυμίζουν την παλιά ζωή του. Η διάβαση πεζών. Πάντα περνούσε το δρόμο μέσω αυτής. Και ποτέ πριν ανάψει πράσινο για τους πεζούς.

Καθώς περπατάει πάνω στις άσπρες γραμμές, πίνει το υπόλοιπο κονιάκ.
Σμίγει τα φρύδια του, προσπαθώντας να εστιάσει στα κτίρια στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κάτι δεν πάει καλά. Γιατί δεν τα πλησιάζει;
Κοιτάζει δεξιά και αριστερά. Είναι ακόμα στο δρόμο. Στη διάβαση.
Μετά κοιτάζει τα πόδια του και βλέπει πως δεν κινούνται. Όχι, κινούνται, αλλά πιο αργά και από χελώνα. Ούτε μισό βήμα τη φορά. Πάει πολύ αργά. Γιατί; Ξύνει το κεφάλι του. Τι συμβαίνει; Αν και τον πονάει το κεφάλι του, πιέζει τα πόδια του να περπατήσουν πιο γρήγορα. Δεν υπακούνε. Σαν να έχει χάσει τον έλεγχό τους. Δοκιμάζει τα χέρια του. Μια χαρά τα κουνάει. Το κεφάλι του. Το ίδιο. Οπότε τι συμβαίνει με τα πόδια του;

Διαισθάνεται μια κίνηση δεξιά. Και μετά μία αριστερά.
Όχι, γαμώτο! Αμάξια. Που τρέχουν!

Βάζει τα δυνατά του, κάθε του σκέψη μόνο στα πόδια του. Έλα, περπατήστε. Περπατήστε!
Τα αμάξια πλησιάζουν.
Δεξί πόδι μπροστά. Αριστερό πόδι.
Τα απέναντι κτίρια δεν είναι κοντά.
Δεξί. Αριστερό.
Τα αμάξια κορνάρουν.

Ο Μιχάλης βλέπει τα πόδια του να παγώνουν εντελώς. Ούτε χιλιοστό δεν κάνουν.

Η σκιά του εμφανίζεται στα δεξιά του. Η κόρνα είναι σχεδόν δίπλα του. Όπως και η άλλη από την αντίθετη πλευρά.

Και μετά ο Μιχάλης νιώθει ένα συμπαγές κύμα να του διαλύει τα πόδια, ενώ ο ίδιος πέφτει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, για ένα δευτερόλεπτο συναντά τη ματιά του νεαρού που τον έγραψαν νωρίτερα και έπειτα βρίσκεται στο δρόμο. Πεσμένος και ακίνητος.

Τώρα κρυώνει, αλλά η αίσθηση χάνεται γρήγορα, καθώς το αμάξι, μη προλαβαίνοντας να σταματήσει εντελώς, περνάει από πάνω του.

Τάκης Κομνηνός

Απάντηση


%d