Σα λυσσασμένα θηρία πέσαμε ο ένας απάνω στον άλλο. Να ξεσκίζουμε τις σάρκες μας με μανία, με οργή! Μα τι συνέβη διάολε; Θαρρείς και δεν είχε άλλο νόημα η ζωή μας πια, παρά μόνο να σκοτώνουμε. Να σκοτώνουμε χωρίς δισταγμό, δίχως σκέψη. Λες κι αυτοί δεν είχανε μανάδες, δεν είχανε γυναίκες, παιδιά, αδέρφια να τους κλάψουνε. Μα ξέρεις τι είναι να παίρνεις μια ψυχή; Είναι βαρύ φορτίο φίλε μου! Ασήκωτο. Κι εγώ έχω πάρει πολλές ψυχές. Αμέτρητες. Μα δεν το ‘θελα. Αλλά σάμπως ένοιαζε και κανέναν τι ήθελα ‘γω;
Εγώ ήθελα να φτιάξω το σπιτάκι μου, που το ‘χα παρατημένο στα μισά, να παντρευτώ το Δεσποινιώ μου και να της κάμω παιδιά, πολλά παιδιά! Να γεμίσει η αυλή φωνές και γέλια. Αυτά να ‘χω μονάχα. Την κερά μου, τα παιδιά μας κι ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας. Τα χέρια μου να ‘ναι καλά κι εγώ θα ‘φερνα ψωμί στο σπίτι μας κι ας δούλευα όλη μέρα σαν το σκυλί. Τη δουλειά δεν τη φοβήθηκα ποτές. Από παιδί την έμαθα καλά. Και το Δεσποινιώ μου μ’ αγαπούσε και περίμενε την ώρα που θα βάλουμε το στεφάνι. Μα μόλις γίνηκε ο αρραβώνας, άρχισε κι ο πόλεμος και δεν το ξανάδα το Δεσποινιώ μου. Μιλιά δεν έβγαλε σαν μ’ αποχαιρετούσε. Έσφιγγε τα χείλια της με πείσμα, θαρρείς κι άμα τ’ άνοιγε θα βγαίνανε αλυσίδες και θα με δένανε κοντά της. Και δεν έπρεπε. Έπρεπε να φύγω και το ‘ξερε. Κι οι δυο το ξέραμε. Σκούπισα τα δάκρυά της με το χέρι μου και τα πήρα μαζί μου. Σαν καυτή λάβα, με καίγανε τα δάκρυα ‘κεινα. Εγώ μόνο να γελά το Δεσποινιώ μου ήθελα!
Κι ύστερα δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε. Κι η λάβα έκαιγε τα σωθικά μου και μ’ έλιωνε λίγο λίγο.
Ένα χάραμα, ξάφνου είδα μπροστά μου τον Λευτέρη. Είμαστε στο βουνό μέρες, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο. Ζωντανοί νεκροί όλοι μας. Όσοι είχαμε απομείνει. Κι αυτουνού τα μάτια του είχανε βαθουλώσει, μα ήτανε γουρλωμένα σαν του τρελού. Πηδούσε πέρα δώθε σαν το κατσίκι και φώναζε:
«Φύγανε! Φύγανε! Το βάλανε στα πόδια! Τέλειωσε ο πόλεμος! Πάμε στα σπίτια μας! Λενιώ μου, Βασιλάκη μου, έρχομαι! Τρεχάτε ωρέ, γυρνάμε πίσω!»
Σκέφτηκα πως του σάλεψε του κακομοίρη. Απορώ και πώς δεν μας είχε σαλέψει ολωνών δηλαδή. Ήρθε και με τράβηξε από το χέρι και τον αγριοκοίταξα, μα τότε πρόσεξα πως ήτανε άσπρος σαν το πανί. Είχε λαχανιάσει κι έβηχε και κάθε τόσο έφτυνε αίμα. Μα συνέχιζε να γελά και να φωνάζει. Κι ας έβγαινε με το ζόρι η φωνή του.
«Κάτσε κάτω καημένε!» του φώναξα, μα τότε φάνηκαν δυο δικοί μας, που ‘χαν κατέβει από το βουνό πριν μέρες για να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση. Κι εκείνοι έτρεχαν και φώναζαν τα ίδια λόγια με τον Λευτέρη.
Για μια στιγμή πάγωσε το μυαλό μου. Οι άντρες γύρω μου είχανε σηκωθεί και αγκαλιάζανε ο ένας τον άλλο. Νόμιζα πως έβλεπα όνειρο. Και τότε σωριάστηκε δίπλα μου ο Λευτέρης και σα να συνήλθα απότομα. Τρέξαμε όλοι από πάνω του. Ίσα που ανάσαινε. Μου έσφιξε το χέρι και ψιθύρισε: «Πάμε να φύγουμε γρήγορα! Να προλάβω να δω το Λενιώ μου και το Βασιλάκη μου. Θα ‘χει μεγαλώσει τώρα ο πιτσιρικάς μου…» σα να μας παρακαλούσε.
«Θα προλάβεις! Φύγαμε!» φώναξα δυνατά για να μ’ ακούσει από ‘κει που είχε βυθιστεί και τον φόρτωσα στην πλάτη μου. Έτρεξα λίγη ώρα κι οι άλλοι ξοπίσω μου. Μα δεν είχα δυνάμεις, ήμουνα εξαντλημένος κι εγώ. Σταματήσαμε στο δρόμο και τον σηκώναμε δυο – δυο κι αλλάζαμε κάθε τόσο για να μοιραζόμαστε το βάρος. Φτερά μας είχε δώσει η λευτεριά.
Μα δεν επρολάβαμε να φτάσουμε στο σπίτι του. Στα χέρια μου ξεψύχησε ο Λευτέρης με τα ονόματα της γυναίκας και του γιου του στο στόμα του. Όλοι οι άντρες χάσαμε τα φτερά μας την ώρα εκείνη. Γονατίσαμε και κλάψαμε για τον Λευτέρη. Τόσο καιρό είχαμε χάσει πολλούς δικούς μας. Φίλους, αδερφούς. Μας είχε ποτίσει ο θάνατος, δε λυγίζαμε πια μπροστά του. Μα τούτος ο θάνατος ήτανε ο πιο βαρύς. Μας τσάκισε.
Δε θυμούμαι πώς φτάσαμε, πού βρήκαμε τη δύναμη. Όλοι λαχταρούσαμε τα σπίτια μας, μα πρώτα απ’ όλα πήγαμε στο σπίτι του Λευτέρη. Όλοι μαζί. Να τον παραδώσουμε στη γυναίκα του. Μαύρη ώρα. Δύσκολη. Αβάσταχτη. Δε θα ξεχάσω ποτέ ‘κείνο τον σπαραγμό που έσκισε της νύχτας την σιωπή. Άδικο. Τόσο άδικο. Για λίγο μόνο δεν πρόλαβε. Για τόσο λίγο…
Περάσανε τα χρόνια κι όλοι τις φτιάξαμε τις ζωές μας. Καλά τα καταφέραμε, δε μπορώ να πω. Άλλος έτσι, άλλος αλλιώς. Εγώ το παντρεύτηκα το Δεσποινιώ μου τελικά και το σπίτι μας το τέλειωσα. Μόνο που δεν κάναμε πολλά παιδιά, δεν ήθελε ο Θεός. Ένα και καλό μας έστειλε, τον Λευτεράκη μας κι είμαστε ευτυχισμένοι!