,

Η κακιά η ώρα

“Λείψε από την κακιά την ώρα Ελένη μου”
Τα λόγια της μάνας της αντηχούσαν στο μυαλό της. “Μάνα μου, γλυκιά μου μάνα” ψιθύρισε με τρόμο πριν λιγοθυμήσει.

Ήταν μια όαση θηλυκότητας σε μια έρημο από αντρογυναίκες. Στο μικρό της χωριό, το όμορφο σαν ζωγραφιά αλλά μίζερο για τα γούστα της, απ’ όπου κι αν περνούσε τα κεφάλια γύριζαν κι ένα βουητό από σούσουρα την ακολουθούσε μέχρι να στρίψει την γωνία κι ακόμα παραπέρα.

Σε μια μικρή κοινωνία που η ομορφιά και η γυναικεία χάρη θεωρείτο πηγή προβλημάτων και γι αυτό έπρεπε να κρύβεται κάτω από άχαρα ρούχα, μαντήλια και χοντροπάπουτσα, εκείνη γεννήθηκε μ ένα σώμα χυμώδες και λαχταριστό όλο καμπύλες που δεν είχε διάθεση να κρύψει αλλά αντίθετα ήθελε να προβάλει όσο γινόταν περισσότερο. Χωρίς να την βλέπει η μάνα της έβαζε κρυφά μπαμπάκι μέσα στο στηθόδεσμο της για να φαίνονται πάντα οι θηλές της ορθωμένες. Τσιμπούσε τα μάγουλα της να πάρουν χρώμα, δάγκωνε τα χείλια της να κοκκινίσουν κι απολάμβανε τα λιγωμένα βλέμματα των αντρών και τα ζηλιάρικα των γυναικών νιώθοντας μια πρωτόγνωρη, απίστευτη ηδονή.

Η μάνα της μεγαλωμένη κι εκείνη και ποτισμένη με όσα της έμαθε η δικιά της μάνα και πολλές γενιές γυναικών πριν από αυτήν, θεωρούσε την ηθική το υπέρτατο στολίδι της κοπέλας και προσπάθησε να την μπολιάσει με την ιδέα αυτή από κοριτσάκι. Θυμόταν όταν μικρούλα ακόμα καθόταν στην ασπρισμένη τους πεζούλα και κουνούσε τα ποδαράκια της, η μάνα της έτρεχε να της τακτοποιήσει το φορεματάκι να μην φαίνεται το βρακάκι της. Ήδη οι συγγενείς της το είχαν κάνει παρατήρηση κι εκείνη είχε ντραπεί βαθιά. Όλα θα τα συγχωρούσε στην μοναχοκόρη της αλλά η τιμή της θα έπρεπε να είναι ακηλίδωτη και να λάμπει σαν τον Ήλιο.

Κι όλο το έλεγε στον άντρα της να μην την κακομαθαίνει και να μην της φουσκώνει τα μυαλά. Όταν την έκανε μπάνιο μέσα στη μπακιρένια λεκάνη με το σαπούνι το χοντρό το πράσινο και την σκούπιζε με την πετσέτα και χτένιζε τα εβένινα της μαλλάκια και την έντυνε με τα φρεσκοπλυμένα και τα σιδερωμένα της, ο άντρας της καμάρωνε την πριγκηπέσα τους! «Μοσχομυρισμένη μου νεράιδα!» της έλεγε με περηφάνια.

Και η μάνα της θύμωνε κι έβραζε μέσα της και δάγκωνε τη γλώσσα της και του έλεγε σιγανά:
«Πρώτα καλή κι ύστερα όμορφη!» και μετά ακόμα πιο σιγανά: «Θα τήνε ξυπνήσεις νωρίς και θα μας βρει κανένα κακό.»

Γιατί η ομορφιά ήταν ύβρη από την ελληνική αρχαιότητα, τη ζήλευαν ακόμα κι οι Θεοί κι έστελναν δεινά κι η μάνα της χριστιανή ήταν κι απλοϊκή και ταπεινή, αμόρφωτη γυναίκα, μα αυτές οι παλιές παραδόσεις είχαν περάσει μέσα στα γονίδια τους και μάθανε να έχουν φόβο Θεού και να μην προκαλούν ποτέ.

“Να λείπεις από την κακιά την ώρα” την συμβούλευε κι η μικρή πανέμορφη κι αυθάδης την κοίταζε με απορία. Μπορεί και να λυπόταν κατά βάθος αυτούς τους φοβισμένους ανθρώπους που ακόμα και το γέλιο τους έκοβαν από τον τρόμο να μην τους βγει ξινό.

Όταν πλησίαζε τα δεκαπέντε, η μάνα της της απαγόρεψε να περνά μπροστά από τα δυο καφενεία της πλατείας που σύχναζαν βέβαια μόνο άντρες. Έπρεπε να κάνει το γύρο του χωριού για να γυρίσει σπίτι της. Δεν την άφηνε ούτε να βγει στο παραθύρι τους ν ακούσει τις καρδερίνες τους να κελαηδούν, μην περάσει κανείς από κάτω από το μπαλκόνι τους και θαρρεί η γειτονιά πως του κάνει σινιάλο για κανένα κρυφό ραντεβού. Πάντα η γειτονιά, όλο η γειτονιά μην ακούσει, μην παρακούσει, μην νομίσει, μη δει, μην κάνει την τρίχα τριχιά.

Όταν αγανακτούσε, όταν πνιγόταν, η μάνα της της απαντούσε με τα ίδια πάντα λόγια:
– Να ‘σαι ταπεινή Ελένη μου, σαν τα μερμηγκάκια της γης.

Κοίταζε τη μάνα της, με τα πελώρια μπλε της μάτια. Να ‘ναι ταπεινή για να μην ζήσει ποτέ, για να γεράσει πριν την ώρα της μέσα στα φτηνοϋφάσματα και τα αποφόρια των πλουσίων κυριών που τα δώριζαν για ελεημοσύνη στην ενορία; Ταπεινή για να σκεβρώσει πάνω από τη σκάφη και όλη της η φρεσκάδα να χαθεί πριν προλάβει να χαρεί τη ζωή της; Να θάφτει ζωντανή για να μην πει η γειτονιά και το χωριό;

Ας έλεγε, εκείνη δεν τους λογάριαζε!

Δεν τους λογάριασε καλέ η δόλια. Δεν τους λογάριασε καλά… Κι όταν έγινε δεκαοχτώ χρονώ σφραγίστηκε η μοίρα της.

Την άφησαν λιποθυμισμένη μέσα στα αίματα μπροστά στο κατώφλι του σπιτιού της. Η στριγγλιά της μάνας της έκοψε την παγωμένη νύχτα σε χίλια κομμάτια και πάγωσε το αίμα όλων των κατοίκων του χωριού που ξύπνησαν έντρομοι κι έτρεξαν να δουν το κακό που βρήκε τους γειτόνους. Σ’ ένα άλλο σπίτι στην άλλη άκρη του χωριού, τρεις γυναίκες ανέβαζαν νερό με την σίκλα από το πηγάδι και καθάριζαν τα χέρια τους από τα αίματα.

– Καλά του έκανες του βρωμοθήλυκου, μας ξεσήκωνε όλους τους άντρες. Θα κλείνανε σπίτια μ’αυτήν την πλανεύτρα Θα τον έχανες το γιο σου που σάλεψε το μυαλό του με την ομορφιά και τα μάτια τα μπλε της μάγισσας!

– Τώρα της άφησα μόνο το ένα να βλέπει τα χάλια της και να καμαρώνει απάντησε η άλλη με χείλη σφιγμένα κι έπλυνε το ματωμένο πιρούνι που κρατούσε.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: