,

Μετακόμιση

Μετακομίζω, μετακομίζεις, μετακομίζουν.

Μετακόμιση. Ωραία λέξη. Γεμάτη νέα σχέδια για το μέλλον, προσδοκίες, και όλα αυτά τα χαρούμενα που μας κάνουν να θέλουμε να μηδενίσουμε κοντέρ και να αρχίσουμε ξανά να μετράμε χιλιόμετρα είτε μόνοι μας, είτε μαζί με τον άνθρωπο που μας επέλεξε και επιλέξαμε να περάσουμε το υπόλοιπο του βίου μας μαζί του, ακυρώνοντας τη ματαιότητα τούτης της ζήσης. Ωραία τα λέω, ε;

Όλο αυτό το πακέτο λοιπόν, που ίπταται στο ροζ συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μας και μας χαρίζει το πιο ηλίθιο χαμόγελο του κόσμου, μετά απο αυτό του έρωτα φυσικά, έρχεται και σμπαραλιάζεται μπροστά σε μια άλλη λέξη: Προθεσμία.

Βάφεις και στοκάρεις το πατρικό σου ενώ είναι πλήρως επιπλωμένο, και με τους γονείς σου να μένουν ακόμη μέσα. ΠΑΝΙΚΟΣ, κυρίες και κύριοι. Μια μάνα φουλ ενεργητική να τρέχει να καλύπτει έπιπλα με μουσαμάδες και νάυλον, και να κυνηγάει τους μαστόρους μη τους πέσει καμία σταγόνα ώχρα και μπεζουλοπορτοκαλί χρώμα στο παρκέ. Να ωρύεται γιατί το χρώμα του τοίχου δεν είναι το ουρανοθαλασσί που διάλεξε το βλαστάρι της (εγώ είμαι αυτό) αλλά το θαλασοθαλασσί και να το βάζει το μαστόρι να το ξαναβάψει. Να μετράει τις τρυπούλες και τα σκασιματάκια του τοίχου που θέλουνε στοκάρισμα και να τα δείχνει ένα προς ένα στους ταλαίπωρους μαστόρους, λες και θα ζωγραφιστεί επάνω η Καπέλα Σιξστίνα ξέρω γω.

Ένας πατέρας που ακόμη δεν έχει πάρει πρέφα τι γίνεται ενώ είναι τα μαστόρια ήδη τρεις μέρες στο σπίτι, και η μάνα μου να τον κυνηγάει να αδειάσει την αποθήκη. Μας βγήκε συλλέκτης ο πατήρ βλέπετε. Συλλέγει από γραβάτες, ως τραπεζάκια-αντίκες. Δεν έχουμε αποθήκη, πάγκο στο Θησείο έχουμε, να ξέρετε.

Άντε και τελειώσαμε το βάψιμο. Ακολουθεί άλλη μαγική διαδικασία: Πακετάρισμα και κουβάλημα. Θέλω να δω πως θα χωρέσετε τρία νοικοκυριά υπερπλήρη το ένα μέσα στο άλλο. Από έπιπλα μέχρι μαχαιροπήρουνα. Είναι πολύ απλό: ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ. – Οπότε αρχίζουν οι τράμπες, και τα ξεσκαρταρίσματα.

Και μετά, το τελειωτικό χτύπημα: ξεπακετάρισμα.
Ανοίγεις το κουτί της φρυγανιέρας να τη βάλεις στη θέση της. Αλλά σιγά που θα ήτανε μέσα η ρουφιάνα! Είχε κρυφτεί στη σακούλα με κάτι πετσέτες κουζίνας που δε τις αναγνωρίζω, και στο κουτί της είχαν μπει κάτι κινέζικα μπιμπελό της μάνας μου. Ανοίγεις την καφετιέρα να φτιάξεις ενα ρημαδοκαφέ πριν σε φαν τα δρομολόγια για να πας και να φέρεις μικροτζάτζαλα. ΔΕΝ είναι εκεί. Αλλά η ζάχαρη βρέθηκε. Και το γάλα. Καφέ ρε παιδιά! Α, νάτος. Μαζί με τα μαχαιροπηρ…ΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ;

Τηλέφωνο στη μαμά μήπως μπέρδεψε σακούλες παράδοσης παραλαβής.
«Όχι παιδάκι μου, στην κουζίνα σου άφησα στο συρτάρι καινούριο σερβίτσιο, κι άλλα δυο στο μπουφέ, τα καλά της προίκας σου»
Με γύρισε λίγο στο 1960, όπου δεν ήμουν ούτε σκέψη, αλλά χαλάλι της. Μανούλα.

Τρεις εκτυπωτές στο σπίτι. Οι δυο του αντρός μου, ο δικός μου περισσεύει, κι ακόμη στο αμάξι τον έχω. Το τροφοδοτικό του, κάνει παρέα με κάτι παλιά μόντεμ, και φορτιστές κινητών, που η κατασκευάστρια εταιρία δεν θυμάται ότι τα έφτιαξε, σε μια σακούλα, δίπλα σε κάτι φλιτζάνια, πάνω σε ένα βάζο.

Συρτάρια. Σεμέν και runners σε πρώτη ζήτηση. Από κάτω οι «καλές κουρτίνες». Ρε μάνα, κι εγώ τα πουλόβερ πού θα τα βάλω; Καταρχάς ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΟΒ…α, εδώ Μαζί με τα μαγιό. Ναι. Λογικό.

Έπιπλα; Πολλά. Μερικά παλιά πετάχτηκαν, άλλα χαρίστηκαν με αγάπη, να τα χαίρονται αγαπημένα πρόσωπα.

Σας αφήνω τώρα. Έχω να πάω να στριμώξω κάτι φλοκάτες παρέα με κάτι ξαπλώστρες και ομπρέλες. Τι εννοείτε πως δεν πάνε μαζί; ΟΠΟΥ ΧΩΡΑΝΕ ΠΑΝΕ ΡΕ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: