,

Νυχτερινή Περιπολία

Το σκάφος του Λιμενικού κατευθυνόταν με ταχύτητα προς τις συντεταγμένες, απ’ όπου είχε λάβει κλήση το κέντρο. Πριν τρία λεπτά, ένα μεγάλο γιοτ είχε στείλει σήμα SOS από τα ανοιχτά, γύρω στα δέκα ναυτικά μίλια από το νησί. Έκτοτε τίποτα.
Το σκάφος περιπολίας είχε αναμμένους τους προβολείς. Ήταν έντεκα μετά μεσημβρίας και το σκοτάδι πυκνό. Η θάλασσα κυμάτιζε επικίνδυνα ώρες-ώρες, με τα έξι μποφόρ να γίνονται οχτώ, ίσως και εννιά, μέσα σε δευτερόλεπτα. Έβρεχε ασταμάτητα τέσσερις μέρες τώρα και οι μετεωρολόγοι προειδοποιούσαν για επιδείνωση.
Δύο άτομα επέβαιναν στο σκάφος του Λιμενικού. Ο ένας, που το οδηγούσε, ήταν ο κελευστής Χρήστος Γεωργίου. Γεροδεμένος, αθλητικός τύπος, χωρίς μαλλιά. Όπως οι περισσότεροι βατραχάνθρωποι, δηλαδή. Με το που έφυγε από τα ΟΥΚ, έδωσε εξετάσεις για το Λιμενικό και σύντομα εισήχθη στις τάξεις της Μονάδας Υποβρύχιων Αποστολών. Στο νησί ήταν μόλις τρεις μήνες και σκόπευε να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο, ει δυνατόν για πάντα. Η αρραβωνιαστικιά του ήταν ντόπια και κανείς από τους δύο δεν ήθελε να φύγει.
Ο άλλος ήταν ο ανθυποπλοίαρχος Στράτος Αρσενίου. Πιο μεγάλος σε ηλικία, χωρίς ιδιαίτερες βλέψεις για το μέλλον του στο Σώμα. Άλλωστε, σαν αξιωματικός, η άνοδος ήταν σίγουρη. Βέβαια, αν και η θάλασσα ήταν βασικό κομμάτι της δουλειάς, ο ίδιος ο Αρσενίου δεν τα πήγαινε καλά με τέτοιες φουρτούνες. Ευτυχώς, για τέτοιες περιπτώσεις υπήρχαν πωρωμένα άτομα σαν τον Γεωργίου, σκεφτόταν συχνά.
Πιάστηκε από το κάγκελο στο πλάι του πλοίου. Κοίταξε με τα κιάλια. Οι φακοί μπροστά βρέχονταν συνέχεια, αλλά ακόμα μπορούσε να δει. Μια μικρή κουκκίδα διακρινόταν στο βάθος, που έγερνε δεξιά και αριστερά. «Έχω οπτική επαφή», φώναξε για να ακουστεί. «Πες το στο κέντρο».
«Μάλιστα». Ο Γεωργίου πήρε τον ασύρματο και ενημέρωσε. Έπειτα, δοκίμασε να επικοινωνήσει με το γιοτ. «Εδώ περιπολικό σκάφος του Λιμενικού. Λαμβάνετε, όβερ».
Καμία απάντηση.
«Δοκίμασε πάλι», φώναξε ο Αρσενίου.
Ο Γεωργίου το έκανε. Καμιά απόκριση.
Ο Αρσενίου σήκωσε πάλι τα κιάλια. Τα φώτα του γιοτ ήταν σβηστά. Δεν φαινόταν να κινείται τίποτα πάνω στο σκάφος. «Δεν βλέπω κίνηση», ανακοίνωσε.
Ο Γεωργίου ενημέρωσε το κέντρο.
«Πλησιάστε, αλλά μην επιχειρήσετε να ανεβείτε πάνω στο σκάφος ή να πέσετε στη θάλασσα. Μόνο αν δείτε κάποιον από τους επιβαίνοντες. Έρχονται ενισχύσεις. Όβερ».
«Εντάξει, κέντρο. Όβερ». Ο Γεωργίου ανέβασε τους κόμβους.
«Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα», σχολίασε ο Αρσενίου και σκούπισε το καπέλο και το πρόσωπό του.
«Θα δούμε, κύριε. Ας μην απελπιζόμαστε».
«Τι σου είπαν;»
«Έρχονται ενισχύσεις. Αλλά πρέπει να ανεβούμε στο πλοίο». Ο Χρήστος Γεωργίου δεν θα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Τέτοια κυματάκια ήταν παιχνίδι για έναν βατραχάνθρωπο. Αν υπήρχε έστω και μία πιθανότητα να προλάβει κάποιον ζωντανό, δεν θα την έχανε.
«Τρελάθηκαν; Πώς θα ανέβουμε; Γίνεται χαμός».
«Θα δοκιμάσω εγώ, κύριε ανθυποπλοίαρχε. Με την άδειά σας, φυσικά. Εσείς να μείνετε εδώ, για να μπορέσουμε να περάσουμε όποιον βρούμε στο σκάφος μας».
«Καλά, θα δούμε, Γεωργίου». Όμως η ιδέα του κελευστή τού έκανε μια χαρά. Μα τι τους είχε πιάσει στο κέντρο και έδωσαν τέτοια εντολή; Δεν ήξερε, αλλά ο μισθός του δεν αρκούσε για να πέσει σ’ αυτά τα κωλόνερα. Κι είχε και παιδί. Θα άφηνε τον πωρωμένο να κάνει ό,τι θέλει. Άκου, “κύριε ανθυποπλοίαρχε”! Λες και νοιαζόταν κανείς γι’ αυτές τις επισημότητες. Ειδικά εδώ έξω.
Όταν έφτασαν κοντά στο τεράστιο, λευκό γιοτ, ιδιοκτησία ενός παλαβού Αθηναίου επιχειρηματία, το είδαν πως όχι μόνο κλυδωνιζόταν επικίνδυνα, αλλά δεν είχαν ρίξει ούτε άγκυρα, και το σκάφος προχωρούσε ακυβέρνητο πάνω στα κύματα, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Άσχετοι που ήθελαν να το παίξουν μάγκες, σκέφτηκε ο Αρσενίου.
Ο Γεωργίου ανέφερε στο κέντρο πως είχαν πλευρίσει το άλλο πλοίο.
«Έχετε οπτική επαφή με τους επιβάτες; Όβερ».
«Όχι. Όβερ».
«Τότε αναμένετε ενισχύσεις. Όβερ», ήταν η απάντηση.
Ο Γεωργίου είδε πως ο ανθυποπλοίαρχος στεκόταν μακριά. Χαμογέλασε. Ναι, σίγουρα θα περίμενε, πώς το ήθελαν!
Έβγαλε την χακί φόρμα του. Από κάτω φορούσε τη στολή δύτη. Προσάρμοσε το φακό, το μαχαίρι και το πιστόλι του στη στολή. Φόρεσε τη φιάλη στην πλάτη του. Πλησίασε τον ανώτερό του. «Κύριε;»
Ο Αρσενίου τον κοίταξε με μια υποψία χαμόγελου. «Ετοιμάστηκες κιόλας;»
«Μάλιστα».
«Εντάξει. Πήγαινε, αλλά πρόσεχε». Ο Αρσενίου ανέλαβε τον έλεγχο του σκάφους του Λιμενικού. Το έφερε ακριβώς δίπλα στο γιοτ.
Ο Γεωργίου πέρασε με προσοχή στο άλλο σκάφος. Προχώρησε από την πλώρη στην πρύμνη. Υπήρχαν σκάλες που οδηγούσαν στο εσωτερικό του γιοτ, αλλά πρώτα πήγε στη γέφυρα του πλοίου. Άναψε το φακό του και άνοιξε την πόρτα. «Ακτοφυλακή», φώναξε. Κανείς.
Κατέβηκε τις σκάλες και μπήκε στο εσωτερικό του γιοτ.
«Γαμώτο», έβρισε.
Έπεσε πίσω και χτύπησε στο σκαλοπάτι. Παραλίγο να του φύγει ο φακός, αλλά τον πρόλαβε πριν χαθεί. Όλος ο τόπος είχε γεμίσει νερό. Αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Όχι, το χειρότερο ήταν ότι το νερό είχε αποκτήσει μια πορφυρή απόχρωση. Ήταν κατακόκκινο, με αντικείμενα να επιπλέουν αδιάφορα. Έτσι όπως έγερνε δεξιά αριστερά το πλοίο, τα αντικείμενα χτυπούσαν μεταξύ τους και στα τοιχώματα. Στο σκοτεινό φόντο που επικρατούσε πάνω από την επιφάνειά του έφερε στο νου του Γεωργίου αντίστοιχες εικόνες από ταινίες που είχε δει παλιότερα. Με μια διαφορά, όμως: στις ταινίες έβλεπες, δεν μύριζες κιόλας. Και εδώ ο Γεωργίου μύριζε κάτι που δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να μάθει τι είναι. Τίποτα καλό δεν προμήνυαν τόσο αίμα και σκοτάδι και αυτή η μυρωδιά.
Ο φακός του είχε δυνατό φως. Αλλά δεν ήταν αρκετό για να ξεπεράσει το ομιχλώδες, άλικο νερό.
Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Είχε απογοητευτεί. Σιγά μην έβρισκε ζωντανό άνθρωπο. Αυτό το πλοίο είχε γίνει ένα κινούμενο νεκροταφείο, γαμώτο.
Έπρεπε να το αναφέρει.
Γύρισε για να ανέβει τις σκάλες.
Και τότε κάτι έπιασε το πόδι του και ούρλιαξε.
Έβγαλε το πιστόλι του, ενώ τραβούσε το πόδι του με δύναμη. Γύρισε και σημάδεψε προς τα κάτω…
Δυο μάτια, ανθρώπινα μάτια, τον ατένιζαν. Γεμάτα πόνο και απόγνωση.
«Να πάρει». Έβαλε το όπλο στη θέση του και έσκυψε. «Μην ανησυχείς, είμαι από το Λιμενικό». Προσπάθησε να χαμογελάσει.
Το άτομο άνοιξε το στόμα του και έβγαλε ένα ρόγχο. Κατάπιε κόκκινο νερό και έβηξε. Ο Γεωργίου έπιασε απαλά το κεφάλι του και τη χτύπησε στην πλάτη –ναι, ήταν γυναίκα, αλλά είχε κοντά μαύρα μαλλιά. «Έλα, έλα, φτύσ’ το», την παρακίνησε.
Εκείνη ένευσε αρνητικά.
«Έλα, μπορείς. Μπορείς».
Η γυναίκα μπόρεσε να φτύσει το νερό και να πάρει ανάσα.
Ο Γεωργίου την έπιασε μαλακά από τις μασχάλες. «Έλα, να σε βγάλουμε έξω. Τα πας μια χαρά».
Τη σήκωσε, προσέχοντας μη γλιστρήσει και ο ίδιος.
Και μετά φώναξε ξανά.
Η γυναίκα δεν είχε πόδια. Το σώμα της έφτανε μέχρι λίγο κάτω από την κοιλιά. Από τις πληγές έρεε αίμα ακόμα.
«Ω γαμώτο». Κοίταξε κατάματα τη γυναίκα. «Τι συνέβη;»
Εκείνη δυσκολεύτηκε, αλλά ψέλλισε: «Ζόμ… Ζόμπι… Φύ-γε».
«Όχι, με τίποτα». Ζόμπι; Σοβαρά; Τότε θυμήθηκε πώς έκαναν στο κέντρο όταν προειδοποιούσαν τον επιχειρηματία που του ανήκε το γιοτ ότι δεν έπρεπε να βγει στα ανοιχτά. Μια εκ των συναδέλφων είχε σχολιάσει: «Αυτός ο τύπος είναι τρελός για δέσιμο. Λένε πως είναι σατανιστής ή κάτι τέτοιο. Ότι κάνει θυσίες».
Κάτι κινήθηκε κάτω από το νερό.
Θυσίες. Ναι, σίγουρα. Κι εγώ είμαι ο Δράκουλας.
Η γυναίκα είπε: «Φύγε».
Ο Γεωργίου έβαλε τη γυναίκα στην αγκαλιά του. «Μην ανησυχείς. Θα βγούμε».
Δεν ολοκλήρωσε την πρότασή του.
Κάτω από τη γυναίκα είδε χέρια να πετάγονται και να τον πιάνουν από τα πόδια, όπως είχε κάνει εκείνη. Όμως τα πρόσωπα που ξεπρόβαλλαν από το ματωμένο νερό είχαν κενή ματιά. Αλλά την είχαν αφιερώσει σ’ αυτόν.
Κλότσησε τα χέρια και είδε με χαρά να τον αφήνουν.
«Φεύγουμε», είπε στη γυναίκα.
Αλλά είδε πως κι εκείνη είχε την ίδια ματιά με τους άλλους. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και μ’ ένα μούγκρισμα τον δάγκωσε στο λαιμό.
Τα άλλα χέρια τον έπιασαν ξανά και όλοι μαζί τον τράβηξαν κάτω από την επιφάνεια.

Σημείωση: Οι επιχειρησιακές διαδικασίες του Λιμενικού, όπως και το όλο στόρι, αποτελούν προϊόν φαντασίας.

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: