,

Κείμενο αναγνώστη του Thebluez.gr

Ο Βασίλης διάβαζε προσεχτικά. Δεν ήθελε να χάσει καμιά λέξη, ούτε μισή πρόταση. Σαν παντρεμένος με δύο παιδιά, ήξερε πως κάθε στιγμή που μπορούσε να ξεκλέψει για τον εαυτό του ήταν πολύτιμη. Του άρεσε το διάβασμα λογοτεχνικών ιστοριών. Κι είχε βρει τώρα αυτό το site και μπορούσε να κάθεται τις νύχτες ή τα απογεύματα (ή όποτε τα παιδιά ήταν απασχολημένα) να διαβάζει και να φαντάζεται.

Ήταν όνειρό του μια μέρα να γράψει κι αυτός διηγήματα. Μικρές ιστορίες, όχι κάτι ιδιαίτερο ή ιδιοφυές. Δεν είχε προχωρήσει πέραν της Δευτεροβάθμιας -από χωριό προερχόταν, από οικογένεια που ασχολούνταν με ζωντανά- και ήταν σίγουρος πως οι δυνατότητές του στη συγγραφή θα ήταν λίγες. Διάβαζε, αλλά δεν είχε εξασκηθεί. Φανταζόταν καταστάσεις, πρόσωπα, τοπία, αλλά δεν τα έβαλε ποτέ κάτω, σε χαρτί. Ή τώρα στον υπολογιστή της γυναίκας του, της Μαριάνθης.

Πάνω που τη θυμήθηκε, εκείνη ήρθε από την κουζίνα. Φορούσε τις πιτζάμες της, τις χειμωνιάτικες. Έλεγε ότι κρύωνε, αν και το καλοκαίρι είχε κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του, ενώ το σπίτι τους στα Βόρεια Προάστια ήταν ζεστό σαν να μην το είχαν ανοίξει ποτέ. Η Μαριάνθη ήταν μια εύσωμη γυναίκα με βαμμένα κόκκινα μαλλιά και «δύσκολο» χαρακτήρα. Φώναζε και αποδοκίμαζε ό,τι δεν της άρεσε. Οι γονείς της ήταν εύποροι και την προόριζαν για παντρειά με εξίσου πλούσιο γαμπρό. Εκείνη, όμως, ήθελε τον Βασίλη, που έβγαζε μεροκάματα δουλεύοντας σε καθαριστήριο. Τον παντρεύτηκε για να τη σπάσει στους δικούς της και για να έχει άντρα που να τον κάνει ό,τι θέλει. Το ήξερε ο Βασίλης, αλλά εκείνος την αγάπησε. Στην αρχή. Σταδιακά, ο έρωτας έσβησε και έγιναν σχεδόν απλοί συγκάτοικοι. Δεκαπέντε χρόνια γάμου, αν θεωρούνταν γάμος αυτό το πράγμα, με παιδιά που πλησίαζαν την εφηβεία.

«Τι διαβάζεις;» τον ρώτησε. Έτριβε τα χέρια της με μια από τις πάμπολλες κρέμες που είχε. Το πρόσωπό της γυάλιζε, σαν να ήταν κέρινο. Είχε μια βαριεστημένη έκφραση που σε αποθάρρυνε από το να δοκιμάσεις την υπομονή της.
«TheBluez.gr», απάντησε ο Βασίλης. «Ανέβασαν καινούργιο διήγημα».
«Πάλι αυτούς τους παλαβούς, λοιπόν», ένευσε η Μαριάνθη. Δύο διηγήματα είχε διαβάσει, ένα τρόμου και ένα κοινωνικό. Η Μαριάνθη προτιμούσε τα σταυρόλεξα των κουτσομπολίστικων περιοδικών, οπότε το πόρισμά της για το Bluez ήταν αρνητικό. «Αναρωτιέμαι γιατί χάνεις το χρόνο σου με δαύτους».
Ο Βασίλης δεν απάντησε σε αυτό. Αντίθετα, είπε: «Ξέρεις, σκέφτομαι να τους στείλω ένα διήγημα». Αχ, πόσο ήθελε να το ξεστομίσει… Ένιωσε λες και ανακάλυπτε ένα καινούργιο άστρο στο γαλαξία. Κοίταξε με προσμονή την Μαριάνθη.
Εκείνη αμέσως ξέσπασε σε γέλια. Κακάριζε σαν γριά κότα που πλέον δεν της δίνει σημασία ο κόκορας. Έπιασε την τεράστια κοιλιά της και κρατήθηκε από το τραπέζι και συνέχιζε να γελάει.
Ο Βασίλης γύρισε προς τον υπολογιστή, απογοητευμένος. Περίμενε να ηρεμήσει η γυναίκα του. Γυναίκα του. Δεν ήξερε αν αυτό ήταν ευλογία ή κατάρα.
Κάποια στιγμή, η Μαριάνθη σταμάτησε και έβηξε. Κοίταξε τον Βασίλη. Είδε πως εκείνος δεν γελούσε και κατάλαβε. «Το εννοείς», είπε. «Όντως, το εννοείς».
«Φυσικά. Γιατί όχι; Δεν καταλαβαίνω γιατί γέλασες».
Η Μαριάνθη πήρε δυο βαθιές ανάσες και τον πλησίασε κι άλλο. Έσκυψε και στάθηκε στο ύψος του. «Πρώτον», είπε. «Και να έστελνες κάτι σε αυτούς, δε νομίζω να είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να δημοσιεύσουν την ιστορία ενός άσχετου».
Ο Βασίλης την κοιτούσε κατάματα. Άσχετος;
«Και δεύτερον», συνέχισε η Μαριάνθη, «αν στείλεις το οτιδήποτε σε αυτούς, θα σε στείλω κι εγώ στο χωριό σου, να κλαις στη μάνα σου και να φυλάς πρόβατα. Το κατάλαβες, Βασίλη;»
Εκείνος χρειάστηκε μια δυο στιγμές, αλλά τελικά ένευσε, αποστρέφοντας το βλέμμα του. Άσχετος;
«Ωραία», σχολίασε η Μαριάνθη. Απομακρύνθηκε, κατευθυνόμενη προς την κρεβατοκάμαρα. «Βλαμμένε», είπε, πριν μπει.

Η καρδιά του Βασίλη σφίχτηκε. Ένα όνειρο είχε κι αυτή, η ίδια του η γυναίκα, το αποδοκίμαζε. Το κορόιδευε. Δεν πίστευε στις ικανότητες του άντρα της. Τι γάμος ήταν αυτός;
Κοίταξε την οθόνη. Είχε τελειώσει το διήγημα της κοπέλας που χαμογελούσε στο φακό. Σίγουρα αυτή ασχολιόταν χρόνια με τη συγγραφή και οι δικοί της δεν την απόπαιρναν. Ο άντρας της, αν ήταν παντρεμένη δηλαδή, θα ήταν κοντά της, αναμφίβολα.
Ρούφηξε τη μύτη του. Ήταν συναισθηματικός τύπος. Ψηλός και δυνατός σωματικά, αλλά μέσα του είχε καλλιεργηθεί από πολύ νωρίς η αγάπη για τη λογοτεχνία. Μια φράση που είχε διαβάσει κάπου, έλεγε: «Πώς μπορείς να γράψεις αν δεν μπορείς να κλάψεις;» (Ρινγκ Λάρντνερ)

Και να έστελνες κάτι σε αυτούς, δε νομίζω να είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να εκδώσουν την ιστορία ενός άσχετου.

Γιατί, όμως, η Μαριάνθη δεν τον υποστήριζε; Δεν το καταλάβαινε. Επειδή προερχόταν από αγροτική οικογένεια; Γιατί δεν είχε σπουδάσει σε πανεπιστήμιο; Δεν ήταν ο μόνος. Θυμόταν καλλιτέχνες που είχαν βγάλει μονάχα τη βασική εκπαίδευση κι όμως πέτυχαν.
Αλλά εκείνη τoν αποπήρε.

Πρώτα τον περιγέλασε.
Δε νομίζω να είναι τόσο ηλίθιοι
Τον υποτίμησε.
Ώστε να δημοσιεύσουν
Τον εξευτέλισε.
Την ιστορία
Τον ίδιο της τον άντρα, γαμώτο.
Ενός άσχετου.

Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Τα σκούπισε με την ανάστροφη του δεξιού του χεριού. Έτσι φερόταν και στα παιδιά. Άσχημα. Άκη, βγάλε το σκασμό και κάτσε να κάνεις τα μαθήματά σου. Φρόσω, μην παίζεις όταν βλέπω τηλεόραση. Τσακίσου στο δωμάτιό σου. Όλη η γειτονιά άκουγε τις φωνές της Μαριάνθης. Αλλά ποτέ του Βασίλη. Αυτός δεν φώναζε στα παιδιά. Δεν του έβγαινε. Ούτε και με την Μαριάνθη, αλλά για άλλο λόγο. Με αυτήν δεν είχε νόημα.

Ο Βασίλης μετακίνησε τον κέρσορα. Γύρισε στην κεντρική σελίδα. Είδε τις εικόνες με τους συνδέσμους των διηγημάτων και των άρθρων. Δεν είχε ανέβει άλλο. Πάτησε σε ένα από τα παλιότερα, που του άρεσε.
Αλλά συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί.
Μόρφασε.
Σαν να άκουγε ακόμα τη φωνή της.
Είσαι άσχετος.
Σαν να τον κοίταζε με την ειρωνική ματιά της.
Δεν θα δημοσιεύσουν κάτι δικό σου.
Λες και ήταν ανταγωνίστριά του.
Βλαμμένε.
Και τα παιδιά;
Βγάλτε το σκασμό.
Τσακιστείτε στα δωμάτιά σας.
Τι σόι ζωή ήταν αυτή;
Δεν ήξερε. Αλλά δεν του άρεσε.
Έκλεισε τον υπολογιστή και πήγε στο μπάνιο. Δεν άντεχε άλλο.

Την επόμενη μέρα η Ελένη, η υπεύθυνη επιμέλειας guest κειμένων του  thebluez.gr άνοιξε το λάπτοπ της. Πήρε στα χέρια την κούπα με τον καφέ της και ήπιε μια γουλιά. Μόλις τρεις ώρες είχε κοιμηθεί. Ο γιος της θα ξυπνούσε σε λίγο να φύγει για μάθημα. Απλά θα έλεγχε τα μηνύματά της, μήπως είχε κάτι έκτακτο και μετά θα ετοίμαζε φαγητό και θα έφευγε για εξωτερικές δουλειές.
Μπήκε στον λογαριασμό του email του site. Διηγήματα, διηγήματα, πολύ πράμα. Κάτι διαφημίσεις από μαγαζιά. Και ένα email από κάποιον καινούργιο.
Το άνοιξε.

«Γεια σας. Ονομάζομαι Βασίλης. Διαβάζω καιρό τώρα τα άρθρα και τα διηγήματα που ανεβάζετε και ομολογώ πως είμαι φαν! Σας στέλνω ένα δικό μου, μαζί με μια φωτογραφία που θέλω να ανεβάσετε μαζί με το κείμενο. Αναμένω την απάντησή σας».
Η προϊσταμένη άνοιξε το word. Χίλιες λέξεις, ακριβώς στο όριο.
Μετά κατέβασε στον υπολογιστή της τη φωτογραφία.
Ήπιε λίγο ακόμα καφέ.
Αλλά τον έφτυσε όταν είδε τη φωτογραφία.

Γούρλωσε τα μάτια της και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δε μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα της. Ο χώρος όπου είχε τραβηχτεί φωτιζόταν από μια λάμπα στο ταβάνι και από τα λαμπατέρ στα κομοδίνα. Αίματα, παντού αίματα. Ένα σώμα σε κρεβάτι, πετσοκομμένο. Και ένας τύπος που χαμογελούσε στο φακό.

What the fuck!! αναρωτήθηκε.

Διάβασε ξανά το email. Είδε πως ο Βασίλης είχε βάλει και υστερόγραφο.
«ΥΓ. Η ιστορία που σας έστειλα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα! Ελπίζω να την απολαύσετε!»

 

Αφιερωμένο στο αγαπημένο μας Thebluez.gr

 

Μία απάντηση στο “Κείμενο αναγνώστη του Thebluez.gr”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: