,

Δυο γυφτοπούλες στο βουνό

Πρόχειρα στημένο το τσαντίρι τους, εκεί, δίπλα στις παρυφές του βουνού. Δεν υπήρχε και λόγος να το στήσουν πιο γερό. Μόλις πριν ένα μήνα έφτασαν σε τούτο εδώ το μέρος και ήδη η φήμη τους είχε φτάσει στο διπλανό χωριό. Τα βότανα και τα μαντζούνια τους γιάτρευαν όλες τις αρρώστιες και είχαν λύση για κάθε πρόβλημα. Η φήμη της ομορφιάς τους όμως για ακόμη μια φορά είχε φτάσει πρώτη. Δύο γυφτοπούλες στο βουνό, μάνα και θυγατέρα, τόσο όμορφες που τρέλαιναν κάθε αρσενικό. Οι γυναίκες τις ζήλευαν και παρόλο που στα βοτάνια τους έβρισκαν ό,τι ήθελαν, κοντά στους άντρες τους δεν τις ήθελαν. «Αυτές σίγουρα είναι μάγισσες και κάνουν μαγιά στους άντρες και τους δένουν» έλεγαν οι γυναίκες σε κάθε χωριό που συναντούσαν και τις έδιωχναν από τον τόπο τους.
Αυτή ήταν η ζωή τους τα τελευταία χρόνια, όταν από μια μεγάλη πυρκαγιά ξεκληρίστηκε όλος ο συνοικισμός τους. Εκεί έχασαν όλους τους συγγενείς και φίλους. Έλειπαν στο δάσος για βότανα ένα βράδυ όταν ξέσπασε η φωτιά. Από τότε ζούσαν οι δύο τους και γύριζαν όλη την χώρα. Πότε για αναζήτηση βοτάνων και πότε για να βρουν μέρος για να στεριώσουν.
Στο πανηγύρι του Αϊ Λια ξεπούλησαν όλα τα βότανα που είχαν μαζί τους και ο πάγκος τους όλη μέρα γεμάτος κόσμο. Άλλοι πήγαιναν για να αγοράσουν κι άλλοι για να χαζέψουν την ομορφιά τους. Όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, σπίθες πετάχτηκαν και θαρρείς πως η νύχτα έγινε μέρα ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στους δύο τους.
-Άντε κόρη μου σύρε να φύγουμε!
-Προχωρά μάνα και σε φτάνω…

Όμως δεν κίνησε για το βουνό, μπήκε στον χορό και μάγεψε τους πάντες με το λίκνισμα του κορμιού της. Όπως η φλόγα με τις πύρινες γλώσσες της κουνιέται, έτσι κι αυτή έκαιγε τις καρδιές με κάθε κίνηση των γοφών της. Χόρεψε μόνο για εκείνον κι αυτός το γνώριζε και ας είχαν συναντηθεί πριν λίγες ώρες. Κουβέντα μπορεί να μην αντάλλαξαν, αλλά μίλησαν με τα μάτια. Και οι ματιές τους είπαν πολλά και έδωσαν υποσχέσεις. Τα όργανα κόπασαν και κόντευε να φέξει η μέρα σαν πήρε τον δρόμο του γυρισμού. Ήξερε όμως πως ξοπίσω της ερχόταν κι εκείνος. Μόλις μπήκαν στο δάσος, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, όρμησε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Στη δροσερή γη ενώθηκαν, εκεί, πάνω στο χώμα και οι ψυχές τους δέθηκαν για πάντα.

«Έννοια σου και του λόγου σου τα έχω μάθει τα χαΐρια σου. Με την μικρή μάγισσα τραβιέσαι, αλλά εγώ έχω δώσει άλλου τον λόγο μου και πίσω δεν τον παίρνω!». Σαν δώσει τον λόγο ο πατέρας, είναι διαταγή και κανείς δεν πρέπει να τον αψηφήσει. Και ο νέος, όσο και αν η καρδιά του πόναγε για εκείνη, ήξερε πως άλλη θα έπρεπε να παντρευτεί. Και η κοπέλα που οι πατεράδες τους έδωσαν τα χέρια ήξερε πως πρέπει να τον πάρει, γιατί σειρά είχαν και τα αδέρφια της. Ιδίως ο μεγαλύτερος αδερφός της, δεν άφηνε θηλυκό για θηλυκό ήσυχο. Τελευταία στο μάτι είχε βάλει θηλυκό αλλιώτικο απ’ τα άλλα, μα όσο κι αν το πλησίαζε, δεν του έπαιρνε κουβέντα. Μια νύχτα την περίμενε κρυφά μέσα στο δάσος, αλλά και κάποιος άλλος ήταν εκεί. Τον αναγνώρισε αμέσως αυτόν που είχε την γυφτοπούλα αγκαλιά, μα λόγο στην αδερφή του είχε δώσει. Σαν είδε τους δύο ερωτευμένους, θόλωσε το μυαλό του και την επόμενη ημέρα καρτέρι του στήνει, την ζήλια και την τιμή τους να ξεπλύνει.

Οι δύο γυναίκες κάπου στο δάσος ακούνε βογγητά και τον νέο μέσα στα αίματα σχεδόν λιπόθυμο βρίσκουν. Στη σκηνή τους τον παίρνουν και με ό,τι γιατρικά και βότανα ήξεραν για τις πληγές του, προσπαθούν να γιάνουν. Τα νέα φτάνουν στο χωριό, όχι όμως όπως έχουν, αλλά όπως βόλευαν αυτόν που τα μετέφερε. Μάγια έκαναν μάνα και θυγατέρα και κρατάνε δεμένο το παλικάρι δίχως την θέλησή του. Μα ο νέος σύντομα γίνεται καλά και τα στόματα κλείνει, δηλώνοντας πως την κόρη αγαπά και εκεί θα μείνει, πίσω δεν γυρίζει. «Αν δεν τον έχω εγώ, δεν θα τον έχει καμία!». «Αν δεν την έχω εγώ, δεν θα την έχει κανείς!». Τα δύο αδέρφια όρκο μαζί έδωσαν και ξεκίνησαν θάνατο να σκορπίσουν. Νύχτα ασφάλισαν με κλαδιά ποτισμένα με ρετσίνι το τσαντίρι γύρω γύρω. Το σπίρτο το πέταξαν χωρίς τύψεις και ντροπή και οι φλόγες έγιναν θεριά που κατάπιναν το φτωχικό τσαντίρι. Στο χάραμα μόνο στάχτη και καπνός υπήρχε στο σημείο εκείνο και όλοι έκαναν δήθεν πως λυπούνται.

Δύο γυφτοπούλες στο βουνό μάνα και θυγατέρα, πλέον δεν είναι μόνες τους, έχουν τον νιο παρέα. Οικογένεια έφτιαξαν και ζουν ευτυχισμένοι. Το κακό το έβλεπαν να έρχεται και έφυγαν κρυφά από το χωριό πριν η φωτιά τους κάψει.

Σοφία Λακιώτη

Απάντηση


%d