«Ξύπνιος είσαι Λουκά μου; Πέρασε, κάθισε λίγο εδώ, να συμμαζέψω και μετά θα πάμε να σου φτιάξω ένα τσάι»
Ο Λουκάς κοίταξε γύρω στο δωμάτιο και χαμογέλασε.
«Είχε αγωνία το κοριτσάκι μας, ε Ελένη μου;»
Η Ελένη έγνεψε καταφατικά χαμογελώντας κι εκείνη.
«Θυμάσαι Λουκά μου; Από την πρώτη στιγμή που ήρθε η Άννα μας εδώ, αυτό ήταν το «κουσούρι» της. Να τα κάνει άνω κάτω όταν είχε μεγάλη αγωνία.
Σαν να το είχαν συμφωνήσει, στράφηκαν κι οι δύο στην μεγάλη φωτογραφία πάνω από το γραφείο της. Είχε τραβηχτεί την μέρα που επιτέλους τελείωσε αυτή η υιοθεσία και γύρισαν τρεις πλέον πια μαζί στο σπίτι. Η Άννα ένα φιτιλάκι μόλις 5 ετών, με αδύνατα ποδαράκια, μπούκλες καστανές και δυο τεράστια μελιά μάτια που κοίταζαν τον κόσμο έξω από το ίδρυμα με δέος. Την θυμόντουσαν αυτή την μέρα, μα σαν χθες ήταν, όλοι τόσο αμήχανοι, όλοι τόσο τρομαγμένοι. Με αγάπη, με υπομονή κι επιμονή μα πάνω απ όλα με πίστη στον Θεό και το μεγαλείο που μπορεί να κρύβει η ψυχή του ανθρώπου, έγιναν οικογένεια, έγιναν ένα.
Το φιτιλάκι μεγάλωσε και σαν να μην αρκούσε και μόνο η ύπαρξή της για να θεωρηθεί δώρο Θεού, κάθε μέρα τους εξέπληττε με τον χαρακτήρα της.
Δεν είχε γνωρίσει μάνα, όπως τους είπαν από το ίδρυμα. Παιδί μιας τοξικομανούς πόρνης και αγνώστου πατρός, παρατήθηκε αμέσως μετά την γέννησή της στο δημόσιο νοσοκομείο. Κανείς δεν ήθελε ένα παιδί με τόσο άγνωστο παρελθόν κι η Άννα έμενε στ’ αζήτητα του ιδρύματος. Κι όμως, ήταν ένα διαμάντι, χαρούμενη, πρόθυμη αλλά και γενναία έγινε αγαπητή από όλους μέσα στο ίδρυμα. Κι έπειτα, έγινε το αστέρι της ζωής τους. Το παιδί όχι της κοιλιάς, μα της καρδιάς, η Άννα φώτιζε την κάθε μέρα τους.
«Κοίτα Λουκά μου, ως και τα βιβλία της άνω κάτω είναι. Κουράστηκες; Θέλεις να πάμε μέσα για το τσάι σου;»
Η Ελένη κοίταξε ανήσυχη τον άντρα της, όμως εκείνος της είπε «όχι, μια χαρά είμαι, συνέχισε»
Ο Λουκάς κι η Ελένη γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο. Κι οι δύο στην ίδια σχολή, στην Νομική Αθηνών, εκείνος γόνος οικογένειας μεγαλοδικηγόρων κι εκείνη φτωχή επαρχιώτισσα που σπούδαζε με υποτροφία, σκληρή δουλειά και πείσμα. Με αυτό το πείσμα, που νίκησε κάθε εμπόδιο και προκατάληψη από την μεριά της οικογένειας του Λουκά και μπήκε σ αυτήν, με δόξα και τιμή. Δίπλα του πάντα, στο γραφείο που άνοιξαν αφού από την μεριά του πατέρα του ο αδελφός του Λουκά ο Θάνος θα είχε την μερίδα του λέοντος. Επιτυχίες και πολλή μα πάρα πολλή δουλειά κι η οικογένεια πια το μόνο αγκάθι που έβρισκε ήταν το παιδί που δεν ερχόταν. Η Ελένη έγινε πια η «στείρα» η οικογένεια έπρεπε να έχει απογόνους, πολλούς απογόνους το όνομα έπρεπε να παραμείνει στην κορυφή του νομικού κόσμου.
Όταν η Άννα ήρθε στην ζωή τους, ξαφνικά κι ανεξήγητα, η οικογένεια μαλάκωσε. Λουκάς και Ελένη έμεναν άφωνοι από τις εκδηλώσεις λατρείας για την μικρή τους πριγκίπισσα. Δεν ρώτησαν ποτέ, ούτε όταν ο πατέρας του Λουκά αποκλήρωσε εντελώς τον Θάνο ξαφνικά κι αναίτια. Κι εκείνο το πρωί πριν δεκαπέντε χρόνια ο Λουκάς πήγε απροειδοποίητα στο σπίτι του Θάνου για να μάθει τι είχε συμβεί κι εκείνος του σύστησε τον Παύλο, έναν ανερχόμενο ζωγράφο που ζούσαν μαζί έναν μεγάλο έρωτα, ο κόσμος του Λουκά γκρεμίστηκε. Δεν το χωρούσε ο νους του, δεν το άντεξε. Ο Θάνος, ο μεγάλος αδερφός του, το πρότυπό του να έχει πάρει τον κακό τον δρόμο, τον δρόμο χωρίς γυρισμό; Ο Λουκάς, διέγραψε από την ζωή του τον αδερφό του, τον αποκλήρωσε από την αγάπη του κι απ τον σεβασμό του.
Οι γονείς τους έφυγαν από την ζωή από αυτό το μαράζι, ο Λουκάς ουδέποτε αποδέχθηκε να αναλάβει αυτός το γραφείο του πατέρα του κι η ζωή του έγινε το σπίτι του, η Ελένη του κι η Άννα που δήλωσε στα 15 της πως θα ακολουθήσει κι αυτή την Νομική, αλλά δεν θα γίνει δικηγόρος. Δικαστής ήθελε να γίνει, να βάζει στην ζυγαριά το καλό και το κακό και να βγάζει απόφαση.
Πρώτη πέρασε στην Νομική και το βράδυ των αποτελεσμάτων, το γλέντησαν ως το πρωί. Κι όταν πήγαν επιτέλους για ύπνο, ο Λουκάς, ένιωσε μια μαχαιριά στην καρδιά, του έλειπε ο αδερφός του, να μοιραστεί μαζί του αυτήν την σπουδαία επιτυχία της Άννας. Εφτά χρόνια είχε να τον δει, έφυγαν έμαθε από την Ελλάδα, πήγαν το Παρίσι όπου ο Παύλος είχε γνωστούς και δουλειά και καριέρα.
Η ζωή συνεχίστηκε, η Άννα διέπρεπε κι όχι μόνο. Όταν η Ελένη είδε μι αλλιώτικη λάμψη στα μάτια της, κατάλαβε πως το κοριτσάκι της έγινε πια γυναίκα κι ο έρωτας ήρθε κι αυτός, φουριόζος, τυφλός και δυνατός.
Ο Ανδρέας κι η Άννα ταίριαξαν σαν χέρι με γάντι. «Είναι μαμά μου κι αυτός υιοθετημένος, τον υιοθέτησε ο θείος του, αδερφός της μαμάς του, όταν οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο. Έχουμε πολλά κοινά μαμά μου, όχι μόνο τις σπουδές».
Κι απόψε η Άννα θα πήγαινε να γνωρίσει τους δικούς του.
«Τους γονείς του» την διόρθωνε η Ελένη.
«Όχι μαμά, τους δικούς του»
Άκουσαν το κλειδί στην πόρτα. Η Άννα μπήκε λίγο συννεφιασμένη, λίγο προβληματισμένη.
Κοιτάχτηκαν κι οι τρεις μεταξύ τους κι η Ελένη έβαλε την τσαγιέρα στο μάτι. Το κορίτσι τους είχε νέα να τους πει.
«Πώς ήταν τα πράγματα λουλούδι μου;» ρώτησε ο Λουκάς προσπαθώντας να κρύψει την αγωνία που γεννήθηκε από την έκφραση της κόρης του.
«Ήταν όμορφα μπαμπά μου. Το σπίτι τους τελικά δεν είναι και πολύ μακριά από εδώ, για την ακρίβεια ούτε δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο. Είναι όμορφο, ζεστό, τακτοποιημένο, οι δικοί του είναι ευγενικοί, μεγάλωσαν τον Ανδρέα με πολλή πολλή αγάπη. Όπως κι εσείς έτσι κι αυτοί, βρέθηκαν μ ένα παιδί ξαφνικά στην ζωή τους κι όμως, έκαναν σπουδαία δουλειά, όπως ακριβώς κι εσείς. Με δέχθηκαν με χαρά, μ αγκάλιασαν με αγάπη, περάσαμε όμορφα»
Ο Λουκάς κι η Ελένη κοιτάχτηκαν. Κάτι υπήρχε κάτω από αυτές τις κουβέντες, κάτι που η Άννα έκρυβε όχι με τόση μαεστρία. Για την ακρίβεια, δεν το έκρυβε, απλά το τακτοποιούσε για να το ξεφουρνίσει.
«Όλα καλά λοιπόν» είπε η Ελένη. «Και με τι ασχολούνται οι γονείς του;»
«Οι δικοί του μαμά, στο έχω ξαναπεί»
Η Άννα στράφηκε στον πατέρα της.
«Ο θείος του, ο Παύλος, είναι ζωγράφος. Μεγάλος και καταξιωμένος. Ζούσε στο Παρίσι με τον σύντροφό του, διωγμένοι από την Ελλάδα, μέχρι που η αδελφή του κι ο γαμπρός σκοτώθηκαν κι έμεινε ο Ανδρέας μόνος του 7 χρονών παιδί. Τότε, αποφάσισαν να επιστρέψουν, να ρίξουν το ζάρι της ζωής, κι όπου βγάλει. Ανέλαβε την κηδεμονία του ανιψιού του, δεν το χωρούσε ο νους τους να πάει το παιδί στο ίδρυμα. Αυτά είναι εν συντομία τα νέα της αποψινής βραδιάς»
Η σιωπή που έπεσε ήταν αμήχανη και βαριά. Ο Λουκάς ένιωθε την καρδιά του να βροντοχτυπάει στο στήθος του, μα ταυτόχρονα, μια γλύκα ξεχύθηκε από μέσα του. Κοίταξε την κόρη του, ένα φιτιλάκι ήταν που ορκίστηκε να προστατεύει και ν αγαπά και να δώσει ό,τι του στέρησε η ζωή η άτιμη. Κάποιοι τον χτυπούσαν επιδοκιμαστικά στην πλάτη «μπράβο Λουκά, θεάρεστο το έργο σου» κι εκείνος ψήλωνε και κορδωνόταν, ναι θεάρεστο στ’ αλήθεια, τι θα μπορούσε να είναι πιο θεάρεστο από αυτό;
Κοίταξε την Άννα του. Και μετά την Ελένη του.
Άπλωσε τα χέρια κι έπιασε τα δικά τους.
«Και πότε με το καλό θα τους γνωρίσουμε κι εμείς;»
Μάτα Βισβίκη