Την πρώτη φορά που το αισθάνθηκε, ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Θα ήταν δεν θα ήταν πέντε χρονών, όταν ο μπαμπάς της στεκόταν πελώριος μπροστά της και της έκανε ερωτήσεις ψύχραιμα, με μάτια όμως που πετούσαν φλόγες, πρησμένα από τον κρατημένο θυμό. Η μάνα της από πίσω, που ήξερε τι απρόβλεπτος κι ανεξέλεγκτος μπορούσε να γίνει ο άντρας της, τις περισσότερες φορές χωρίς σοβαρό λόγο, της έκανε νοήματα που μέσα από τα δάκρυα η μικρή δεν τα καταλάβαινε. Μάταια προσπαθούσε να αποτρέψει αυτό που θα γινόταν.
Ήξερε την διαδικασία, ήξερε ότι μετά θα άνοιγε η μύτη της από το κλάμα και το ξύλο, ήξερε ότι η μαμά θα έβαζε κομπρεσούλες νερό στην πλάτη της για να την ανακουφίσει και θα φώναζε στον μπαμπά κι ότι εκείνος όταν ξεθύμωνε θα την αγκάλιαζε σαν να μην είχε γίνει τίποτα.
Αυτό που δεν ήξερε, ήταν γιατί δεν έτρεχε να ξεφύγει, να γλιτώσει, να κρυφτεί, παρά έμενε εκεί ακινητοποιημένη με μάτια θολά από το κλάμα και πόδια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο και τα δύο μαζί στο μωσαϊκό της σάλας τους, κλαψουρίζοντας ένα μονότονο «Μη μπαμπά, μη μπαμπά!».
Κάθε φορά το ίδιο σενάριο, μάτια θολά και πόδια κολλημένα στο πάτωμα. Παγωμένη από απορία και φόβο.
Ήταν το μοναδικό παιδάκι, που όταν χιόνισε στην Αθήνα, αντί να βγει έξω να παίξει με τα άλλα παιδάκια της γειτονιάς, της έφεραν χιόνι μέσα σ’ ένα ταψί μέσα στο σπίτι για να μην κρυώσει. Δεν διαμαρτυρήθηκε. Έτσι είπαν, έτσι θα έπρεπε να γίνει.
Τρομαγμένη κι αγχωμένη για τα πάντα, ζούσε μια ζωή σχεδόν από πριν σχεδιασμένη, υπερπροστατευμένη μέσα στον στενό πυρήνα της οικογένειας. Κι ύστερα μεγάλωσε.
—-
-Γίνεται να αυξηθεί τόσο γρήγορα ο αστιγματισμός; Και τα πόδια μου γιατί κολλάνε το ένα στο άλλο;
-Μετά τα σαράντα όλα πιθανά είναι, της είπε ο παθολόγος που της έγραφε ένα κάρο εξετάσεις.
Βγήκε από το ιατρείο στο δρόμο, μ ένα σφίξιμο στην καρδιά, είχε μια έντονη ανησυχία που δεν την άφηνε στιγμή. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν το είχε εντοπίσει.
Μέχρι το βράδυ που περίμενε τον άντρα της, είχε κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες να ακούσει την φωνή της λογικής μέσα της και να ηρεμήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να φάνε ήσυχα, να πιούν το κρασί τους και να δουν μια ταινία να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Αλλά εκείνος ήρθε πάλι εκνευρισμένος από την δουλειά και πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε, είχε αγκαλιάσει το μπουκάλι το ουίσκι και το κατέβαζε σαν νερό. Όταν η βραδιά άρχιζε έτσι, ήξερε καλά πώς θα τελείωνε. Μ’ εκείνη στριμωγμένη στην γωνιά του κρεβατιού, με τα χέρια στο πρόσωπο να προσπαθεί ν’ αμυνθεί. Το πρωί εκείνος θα έπεφτε γονατιστός μπροστά της και γι’ άλλη μια φορά με δακρυσμένα μάτια θα της υποσχόταν πως δεν θα το ξανακάνει ποτέ και θα της έδινε το μαχαίρι να του κόψει τα χέρια.
Μα εκείνο το πρωί, όλα πάλι ήταν διαφορετικά. Μέσα από τα δάκρυά της, τον έβλεπε θόλο. Να το πάλι! Ανοιγόκλεισε τα μάτια, σκούπισε τα δάκρυα ξανά εστίασε. Τα ίδια. Ένα θόλο, άχρωμο περίγραμμά του και τα λόγια του ακουγόταν από κάπου μακριά.
“Τρελαίνομαι!” ούρλιαξε κι άρπαξε την τσάντα της να φύγει έτσι όπως ήταν, με τα ρούχα της χθεσινής μέρας, τα μαλλιά αχτένιστα, άπλυτη και πανικόβλητη, με τα μαύρα γυαλιά μόνο να κρύβουν τους μαύρους κύκλους κι όσα από τα χτυπήματα είχε δεχτεί στο πρόσωπο, αλλά τα πόδια της είχαν κολλήσει πάλι κι έτσι δυσκολευόταν να περπατήσει, σχεδόν έκανε πηδήματα, έπεφτε πάνω στους περαστικούς, σκόνταψε άπειρες φόρες, σίγουρα ήταν γελοίο θέαμα, άκουγε τους χτύπους της καρδιάς της δυνατά στ’ αυτιά της. Προσπαθούσε να πάρει ανάσα βαθιά, μάταια, για μια στιγμή σκέφτηκε μήπως είχε πάθει καμιά ζημιά από το ξύλο κι είχε επηρεαστεί η όραση και η βάδισή της.
Όπως όπως, έφτασε στην πόρτα μιας γνωστής της, της μόνης που είχε, γιατί οι ρυθμοί της ζωής της δεν άφηναν πολλά περιθώρια για κοινωνικότητες.
-Δεν είμαι καλά! είπε με το που άνοιξε η πόρτα.
-Τα ίδια πάλι… Σε χτύπησε; της απάντησε εκείνη βαριεστημένα κλείνοντας την πόρτα και πηγαίνοντας προς την κουζίνα.
-Ναι, αλλά είναι και κάτι άλλο. Δεν ξέρω πώς να στο πω. Είναι κάτι αλλόκοτο. Φοβάμαι μην με περάσεις για τρελή… της απάντησε με κομμένη την ανάσα και με κεφάλι που γύριζε από την ζαλάδα και τον πανικό.
-Ε, την δόση σου την έχεις καημένη! της σφύριξε μέσα από τα δόντια της, βάζοντας της καφέ και γέλασε. Συνέχισε στον ίδιο τόνο, με ένα παράξενο χαμόγελο “Και του Πάνου, δεν μπορεί, κάτι του κάνεις. Ναι, το έτσουζε λίγο από την σχολή, αλλά είναι κάλος και δουλευταράς και νοικοκύρης. Και στην τελική και καμιά σφαλιάρα ρε φιλενάδα, δεν είναι το τέλος του κόσμου. Είναι κι αφροδισιακό, κάνεις καλό σεξ μετά! Ρώτα κι εμάς τι τραβάμε να βρούμε ένα καλό παιδί!”.
Όλα γύρω της σκοτείνιασαν, τα μηνίγγιά της χτυπούσαν δυνατά, το στόμα της είχε στεγνώσει και οι παλάμες της ήταν ιδρωμένες. Ήθελε να ουρλιάξει, αλλά φωνή δεν έβγαινε και ξαφνικά η φίλη της θόλωσε, ακριβώς όπως κι ο άντρας της, έγινε ένα ασπρόμαυρο περίγραμμα που έλεγε κάτι λόγια ακατάληπτα, σαν από άλλη διάσταση. Και τότε κοίταξε τα χέρια της που είχαν γεμίσει άσπρες πλάκες, σαν λέπια και τα πόδια της που για άλλη μια φορά είχαν κολλήσει το ένα δίπλα στο άλλο και πήγε πάλι να ουρλιάξει, αλλά πάλι φωνή δεν έβγαινε και τότε σκέφτηκε:
-Αυτό ήταν! είπε Μου σάλεψε!
Συνήλθε στα εξωτερικά ιατρεία του εφημερεύοντος νοσοκομείου, περιμένοντας να της κάνουν όλες τις εξετάσεις. Νοσηλευόταν στο ψυχιατρικό τμήμα, γιατί της είχαν διαγνώσει κρίση πανικού.
-Πώς είστε, κυρία Πέτρου; Ξυπνήσατε;
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το γιατρό προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.
-Τι έχω; ρώτησε κι έβαζε όλο της το κουράγιο να δείχνει ήρεμη.
-Δεν χρειάζεται να ανησυχείτε τόσο πολύ. Απλά ολοκληρώνεται η διαδικασία της ιχθυοποίησής σας, της μεταμόρφωσής σας σε ψάρι. Είναι λογικό με τόσο καιρό που κατοικείτε στην γυάλα σας. Τα συμπτώματα είναι γνωστά και χαρακτηριστικά. Τα πόδια σας ενώνονται σε ουρά ψαριού, το σώμα σας γεμίζει λέπια, απλά πρέπει να πείτε στους δικούς σας να σας καθαρίζουν πιο συχνά το ενυδρείο σας, γιατί το νερό είναι βρώμικο και σας θολώνει την όραση. Μην ανησυχείτε καθόλου. Σε πολύ λίγο η μνήμη σας θα ατονήσει κι άλλο και θα μειωθεί μέχρι που να μην σας ταλαιπωρεί άλλο. Ελάτε, όλα θα πάνε καλά, αρκεί να κάνετε λίγη υπομονή! Θα περάσω σύντομα να σας ξαναδώ.
Μπορεί και για πρώτη φορά στη ζωή της να ήταν τόσο ψύχραιμη. Σαν να το ήξερε, σαν να το περίμενε, σαν να την επιβεβαίωνε κι η εξέλιξη αυτή.
Σήκωσε το σεντόνι κι είδε τα πόδια της να έχουν κολλήσει μεταξύ τους κι ανάμεσα μια μεμβράνη. Δεν ήταν ψυχοσωματικά αυτά που αντιμετώπιζε, ήταν το αποτέλεσμα της μέχρι τώρα ζωής της. Όλα τα όνειρα που δεν τόλμησε, όλες οι λέξεις που σάπιζαν μέσα της, όλες οι κραυγές που δεν ούρλιαξε, γινόταν λέπια και την κάλυπταν.
Έσπασε το ποτήρι στο κομοδίνο δίπλα της και με το σπασμένο γυαλί έξυσε όσα λέπια μπορούσε και με κόπο σηκώθηκε από το κρεβάτι που είχε γίνει κόκκινο από το αίμα της. Βγήκε στο μπαλκόνι κι είδε μια υπέροχη δύση, σ΄ έναν πολύχρωμο ουρανό, σαν σε πίνακα ιμπρεσιονιστή ζωγράφου. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε στο περβάζι και ψιθύρισε:
Έζησα σαν ψάρι αλλά θα πεθάνω σαν πουλί.
Και πέταξε!
Ασπασία Κουρέπη