Η Μαίρη και ο Θάνος είχαν φάει και τώρα απολάμβαναν το έκτο κουτάκι μπίρα και το τσιγάρο τους. Βρίσκονταν σε ένα από τα σπίτια που νοίκιαζε κάποτε μια ντόπια επιχείρηση. Ήταν σε βουνό. Ωραίο, μικρό, άνετο. Λίγο βρόμικο, με ιστούς στις γωνίες και μυρωδιά κλεισούρας, όμως ήταν λογικό. Χρόνια είχε να μείνει κάποιος εδώ, αλλά τους έκανε. Το είχε ανακαλύψει τυχαία ο Θάνος σε ένα από τα sites που αρέσκονταν να ανεβάζουν άρθρα για σκοτεινούς θρύλους διάφορων περιοχών. Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το βουνό, σε αυτά τα σπιτάκια, είχαν συμβεί μερικά άσχημα πράγματα πριν δύο δεκαετίες. Η επιχείρηση φαλίρισε και οι ιδιοκτήτες μπήκαν φυλακή. Αλλά κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Μόνο όσοι πελάτες έμειναν εδώ, όμως, όταν βρέθηκαν, δεν ήταν σε θέση να πουν τι έγινε.
Το ζευγάρι είχε έρθει εδώ για το Σαββατοκύριακο. Μακριά από γονείς, πεθερικά, φίλους, συναδέλφους, προϊσταμένους και τα χάλια της χώρας. Ήθελαν λίγες ξέγνοιαστες ώρες για τους ίδιους. Ένα ζευγάρι τριαντάρηδων, πολύ, μα πολύ ερωτευμένων.
Έξω ο ουρανός ήταν σκοτεινός, ενώ το κρύο του Φεβρουαρίου τσουχτερό. Τα φύλλα στα μεγάλα δέντρα θρόιζαν.
Αντίθετα, το εσωτερικό του σπιτιού ήταν ζεστό. Είχαν ανάψει το τζάκι με ξύλα που μάζεψε ο Θάνος. Οι βαλίτσες τους ανέγγιχτες στο υπνοδωμάτιο, κοντά στο μπάνιο, εκτός από τα τρόφιμα που είχαν προμηθευτεί, πριν φτάσουν με το τζιπ του Θάνου.
Κάθονταν, λοιπόν, στον καναπέ εδώ και δύο ώρες. Δε συζητούσαν για δουλειά ή για οποιαδήποτε έγνοια. Όλα αυτά είχαν μείνει πίσω. Εδώ ήταν τα δυο τους. Σε ένα σπίτι που το γυρόφερνε ένας μακάβριος μύθος.
Ο Θάνος κοίταξε την Μαίρη. «Ούτε να το είχαμε παραγγείλει», είπε και της έκλεισε το μάτι.
«Γουστάρουμε τα θρίλερ, μωρό μου». Το εννοούσε. Όντως φτιάχνονταν και οι δύο με τις ταινίες τρόμου. Μάλιστα είχαν γνωριστεί σ’ ένα σινεμά, περιμένοντας να αρχίσει ένα παρόμοιο φιλμ.
Του χαμογέλασε κι εκείνη και ήπιε την υπόλοιπη μπίρα της, σβήνοντας το τσιγάρο της.
Το ίδιο κι εκείνος.
Έπειτα, η Μαίρη τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
Ο Θάνος δεν χρειαζόταν κάτι άλλο –άλλωστε ήταν ήδη έτοιμος. Άρπαξε τη Μαίρη και πήγαν στο δωμάτιο και ξάπλωσαν στα βρόμικα σκεπάσματα, με τον αέρα να δυναμώνει έξω.
Γδύθηκαν αργά-αργά. Στην αρχή. Μετά όλο και πιο γρήγορα, με πιο πολύ πάθος και με προσμονή που εντεινόταν ασυγκράτητη, δυο κορμιά που ήθελαν να ξεφορτωθούν τα περιττά σκεπάσματά τους που εμπόδιζαν την ένωσή τους.
Η Μαίρη ξάπλωσε γυμνή και άφησε το Θάνο να κατέβει χαμηλά στο γεμάτο τατουάζ κορμί της, όλο και πιο χαμηλά, και να σταματάει στα σωστά σημεία για το σωστό χρόνο και κάνοντας τις σωστές κινήσεις, κι εκείνη να έχει κλειστά τα μάτια της, απολαμβάνοντας κάθε μυρμήγκιασμα και αίσθηση, περιμένοντας, ξέροντας πως και ο Θάνος φτιαχνόταν, και σε λίγο, όντας και οι δύο αιχμάλωτοι του έρωτά τους, θα έσμιγαν κανονικά, όπως ήθελαν, όπως τους άρεσε.
Και ο αέρας φυσούσε και τα παραθυρόφυλλα θρόιζαν, δημιουργώντας την ατμόσφαιρα που ήθελαν, και ο ουρανός δεν διακρινόταν πλέον, παρά μόνο το απώτερο διάστημα με τα λαμπερά στίγματά του.
Και ένα ζευγάρι μάτια πίσω από μια χειροποίητη μάσκα παρακολουθούσε από το παράθυρο του δωματίου μια ακόμα σκηνή δύο νέων που έκαναν σεξ σε αυτό το σπιτάκι.
Τώρα ο άντρας ήταν από κάτω και η γυναίκα τον είχε καβαλήσει κι είχε ρίξει το κεφάλι πίσω και είχε τα μάτια της κλειστά, αλλά το στόμα της ανοιχτό σε παρατεταμένα ουρλιαχτά ηδονής, όπως και ο άντρας.
Και τα δύο μάτια έξω από το σπίτι στένεψαν, γιατί η μνήμη επανέφερε παλιότερες σκηνές σαν αυτή –και τις επόμενες που έρχονταν αναπόφευκτα.
Και η γυναίκα με τον άντρα ήταν ανίδεοι.
Η Μαίρη, νιώθοντας κάθε σημείο του σώματος της να αναριγάει, σχεδόν έτοιμο να εκραγεί, στράφηκε μονάχα για μια στιγμή προς το παράθυρο. Κάτι είδε φευγαλέα, μια ψηλή, μαύρη σκιά ίσως, δεν ήταν σίγουρη, γιατί δεν ήταν συγκεντρωμένη, και δεν έδωσε περαιτέρω σημασία, καθότι έφτανε στην κορύφωση, και αν έκρινε από τα βογκητά του Θάνου, έφτανε κι εκείνος στην κορύφωση, οπότε ποιος νοιάζεται τι είδε ή νόμισε πως είδε;
Όταν τέλειωσαν, ήταν ξεθεωμένοι. Η Μαίρη ξάπλωσε πάνω στον Θάνο. Λαχανιασμένοι, σαν να είχαν πάρει ένα τόσο δυνατό ναρκωτικό που δεν μπορούσε ο οργανισμός τους να το επεξεργαστεί. Κι από μια άποψη, είχαν πάρει δόση ενός από τα πιο ισχυρά ναρκωτικά της φύσης.
Ο Θάνος τη φίλησε στην κορυφή των ανακατεμένων και ιδρωμένων μαλλιών της. «Σε αγαπάω», της ψιθύρισε.
«Κι εγώ σ’ αγαπάω». Άκουγε την καρδιά του που δεν είχε συνέλθει ακόμα. «Γιατί να μην είμαστε πάντα έτσι;»
Ο Θάνος το σκέφτηκε. «Έτσι είναι η ζωή. Οι ωραίες στιγμές δεν είναι παντοτινές». Και πρόσθεσε: «Άλλωστε πώς θα δίναμε τόση σημασία σε αυτές τις στιγμές αν τις είχαμε κάθε μέρα;»
Η Μαίρη χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο». Τον φίλησε. «Είσαι φιλόσοφος».
«Σ’ αυτά; Ναι. Όμως, αν με ρωτήσεις τι είχε πει ο Αριστοτέλης θα πατώσω».
Γέλασαν και φιλήθηκαν ξανά.
«Να σου πω, θέλω να κάνω ένα τσιγάρο», είπε ο Θάνος. «Θα βγω έξω. Να φτιαχτώ κι άλλο».
«Εντάξει».
Ο Θάνος τη φίλησε και πάλι. «Επιστρέφω». Σηκώθηκε και ντύθηκε πρόχειρα. Έβαλε τα παπούτσια και το μπουφάν του και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα.
Στο παράθυρο κάτι κινήθηκε, αλλά δεν το είδε.
Άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω του. Αμέσως ο δυνατός αέρας τον χτύπησε καταπρόσωπο.
Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα και δοκίμασε να το ανάψει, προστατεύοντας τη φωτιά με τα χέρια του. Μία, δύο, τρεις… Εντέλει, το μπόρεσε και ρούφηξε τον καπνό. Και χαμογέλασε. Α, ναι, μετά το σεξ το τσιγάρο ήταν όλα τα λεφτά.
Αλλά το κρύο ήταν τσουχτερό. Είδε κάποια δέντρα που είχαν φτάσει να γέρνουν, λες και τα τραβούσαν γίγαντες. Δεν ήταν έτσι πριν -μάλλον ενώ έκαναν σεξ είχαν χάσει τη ραγδαία αλλαγή του καιρού.
Κι ήταν πολύ σκοτεινά. Πάνω από την πόρτα υπήρχε ένας απαρχαιωμένος γλόμπος. Ο Θάνος σκέφτηκε να τον ανοίξει, αλλά δεν υπήρχε λόγος -έτσι κι αλλιώς απλά θα τελείωνε το τσιγάρο του και…
Κρακ.
Στράφηκε απότομα στα αριστερά. Του φάνηκε πως κάτι άκουσε. Δεν είδε κάτι. Ωστόσο, προχώρησε, ενεργοποιώντας το φλας του κινητού του. Έφτασε στη γωνία και κοίταξε. Όχι, μόνο τα δέντρα και το δάσος. Περπάτησε λίγο ακόμα.
Φοβόταν. Του άρεσαν τα θρίλερ, αλλά μέχρι ενός σημείου.
Έφτασε ακριβώς έξω από το παράθυρο με το αναμμένο φως.
Άκουσε το τζάμι που έσπασε και στράφηκε, αλλά το τσεκούρι καρφώθηκε στο μέτωπό του, και το μισοτελειωμένο τσιγάρο έπεσε στο έδαφος, που ευτυχώς ήταν υγρό και δεν θα έπιανε φωτιά το δάσος, και ο Θάνος τρέκλισε προς τα πίσω, ακούγοντας τις κραυγές της Μαίρης, βλέποντας κάποιον να κινείται προς το δωμάτιο, και προσπάθησε να ουρλιάξει, και από πόνο και για να προειδοποιήσει τη Μαίρη, αλλά δεν μπορούσε, γιατί όλος ο κόσμος στροβιλιζόταν συνεχώς, μέχρι που χάθηκαν οι αισθήσεις και έπεσε κάτω, ακινητοποιημένος, νεκρός.
Η Μαίρη είδε τον πανύψηλο άντρα με τα βρόμικα νύχια να πλησιάζει και να την αρπάζει και να τη σηκώνει στον αέρα και να την πετά στο παράθυρο, θρυμματίζοντας τα τζάμια. Και εκείνη έπεσε στο υγρό ακόμα έδαφος του βουνού και ξεπάγιασε -μόνο ένα πουκάμισο φορούσε- και είδε τον Θάνο και ούρλιαξε, αλλά ο αέρας κάλυψε τις φωνές της.
«Θάνο;» Τον σκούντηξε, αλλά εκείνος δε σάλεψε. Η Μαίρη έκλαψε.
Είδε τον άντρα με τη μάσκα να βγαίνει από το παράθυρο και να την πλησιάζει.
«Όχι», είπε. «Όχι, σε παρακαλώ».
Ο άντρας, γεμάτος ικανοποίηση, έσκυψε και τύλιξε τα χέρια του στο λαιμό της.