,

Welcome to our hotel

Καλοκαίρι

Ο Άρης και η Χρυσάνθη βρίσκονταν στη ρεσεψιόν του Αιώνιου Ήλιου – Ενοικιαζόμενα Δωμάτια και κοιτούσαν την τριαντάρα πελάτισσα που διαμαρτυρόταν.

Η επιχείρηση μετρούσε αρκετές δεκαετίες στο νησί και πλέον θεωρούνταν από τις κλασικές επιλογές για κάποιον που ήθελε να έρθει το καλοκαίρι και να περάσει μερικές χαλαρές μέρες, να κάνει τα μπανάκια του στην κοντινή παραλία, να επισκεφθεί τα μπαράκια και το μεγαλεπήβολο άγαλμα στην προκυμαία.

Πολλοί ήταν αυτοί που έρχονταν στον Αιώνιο Ήλιο. Στη ρεσεψιόν, υπήρχαν δύο τηλεοράσεις που έγραφαν Καλώς ήρθατε σε διάφορες γλώσσες, ενώ στα δωμάτια που είχαν «κλείσει» οι πελάτες έβρισκαν κάρτες καλωσορίσματος στην γλώσσα που μιλούσαν –ήταν στο κομοδίνο, δίπλα από τα δωρεάν σοκολατάκια και το μπουκαλάκι με το ντόπιο αλκοολούχο ποτό.

Οι χώροι του Αιώνιου Ήλιου ήταν περιποιημένοι, το εστιατόριο με τιμές που κυμαίνονταν κοντά σε αυτές ενός τυπικού εστιατορίου του νησιού, το Wi-Fi έπιανε παντού, ενώ η τηλεόραση στο κάθε δωμάτιο ήταν σύγχρονων προδιαγραφών. Η ασφάλεια της επιχείρησης απαρτιζόταν από έμπειρους υπαλλήλους.

Η πλειοψηφία των πελατών φεύγοντας έγραφαν θετικά σχόλια στο τεράστιο τετράδιο που υπήρχε στη ρεσεψιόν. Πέραν όλων των άλλων, τους άρεσε πολύ και όταν μάθαιναν ότι ο Αιώνιος Ήλιος είχε αναλάβει να καθαρίζει την παρακείμενη παραλία. Ήταν μια ιδέα που είχε αρχίσει να εφαρμόζει ο πατέρας των τωρινών ιδιοκτητών, καθότι πολύς κόσμος πετούσε σκουπίδια εκεί, με αποτέλεσμα πολλοί πελάτες να δυσανασχετούν και να αναζητούν άλλες παραλίες, πιο καθαρές. Κάτι που δυνητικά είχε σαν αποτέλεσμα να μειώνεται η πελατεία. Οπότε, και εφόσον ο δήμος δεν έκανε κάτι ουσιώδες, ο Αιώνιος Ήλιος αποφάσισε να φροντίσει «τα του οίκου του».

Όμως, αν άνοιγε κανείς το τετράδιο, θα έβρισκε και παράπονα. Λίγα μεν, αλλά υπήρχαν εκεί, άλλα γραμμένα με βιασύνη και άλλα με καλλιγραφικά γράμματα. Δύο ήταν τα κύρια παράπονα: το ένα είχε να κάνει με την περιορισμένη ποικιλία των φαγητών του εστιατορίου και το δεύτερο με το ότι δεν ήταν καλά/όμορφα/με καταπληκτική θέα όλα τα δωμάτια.

«Απαράδεκτο», έλεγε η τριαντάρα, που λεγόταν Τζένη, με το τζιν σορτσάκι, τη λευκή μπλούζα και το ηλιοκαμένο δέρμα. Είχε βαμμένα ξανθά μαλλιά και ήταν πολύ αδύνατη για το ύψος της (άνετα κοντά στο ένα και εβδομήντα). Είχε δύο βαλίτσες και μία τσάντα περασμένη στο αριστερό της χέρι και είχε μείνει δύο μέρες.

Ο Άρης είχε αφήσει την εφημερίδα του στον πάγκο (Αγνοείται ακόμα ο Αθηναίος επιχειρηματίας, έλεγε ο κύριος τίτλος) και έτριβε πού και πού το ξυρισμένο κεφάλι του, ενώ δίπλα του η Χρυσάνθη κρατούσε γερά το τετράδιο παραπόνων. Αμφότεροι αναρωτιούνταν αν όντως άκουγαν όσα τους έλεγε η άλλη. Δίπλα από την κοπέλα, ο νεαρός γκρουμ, ο Γιώργος, περίμενε να τη συνοδεύσει στο ταξί της –το οποίο είχε φτάσει πριν τρία λεπτά.

«Αφού φροντίζετε την παραλία, τουλάχιστον κάντε ολοκληρωμένη δουλειά. Μην αφήνετε να φασώνονται όλοι με όλους», συνέχισε η Τζένη, προσθέτοντας και αυτό το παράπονο στη λίστα. «Αναγκάστηκα να πάω στην άλλη άκρη του νησιού, για να μη βλέπω τόσο πολλά χουφτώματα και ό,τι άλλο γινόταν εδώ».

«Κυρία μου», είπε η Χρυσάνθη, «καταλαβαίνω όσα λέτε. Όμως, δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε τα… ό,τι κάνουν, τέλος πάντων, οι λουόμενοι. Δεν έχουμε τέτοια δικαιοδοσία».

Ο Άρης ήθελε να γελάσει, αλλά οι λοιποί πελάτες -οι περισσότεροι ήταν μεν ξένοι, αλλά μπορούσαν να καταλάβουν πότε κάποιος είναι τσαντισμένος- παρατηρούσαν τα τεκταινόμενα με ανησυχητικό ενδιαφέρον. Κοίταξε για λίγο την εφημερίδα του, με το χαμογελαστό πρόσωπο του εξαφανισμένου πενηντάρη επιχειρηματία και τη βίλα του στα Βόρεια Προάστια να έχει γεμίσει με περιπολικά. Την άφησε ξανά, δεν είχε όρεξη τώρα.

«Καλέστε την αστυνομία, το λιμενικό. Κάποιον. Δε γίνεται να κάνουν σεξ έτσι, λες και είναι σε μπουρδέλο».

Η Χρυσάνθη είπε: «Την αστυνομία, με όλο το σεβασμό, θα μπορούσατε να την καλέσετε εσείς, που ήσαστε μάρτυρας. Επίσης, δεν μας είπατε κάτι έγκαιρα, για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε».

Τι λέει; αναρωτήθηκε ο Άρης, ξέροντας πόσο τσαντισμένη ήταν η αδερφή του. Από το βλέμμα του Γιώργου, κατάλαβε πως και εκείνος το ίδιο σκεφτόταν.

«Α, μπα; Έτσι πάει; Δεν ξέρετε τι γίνεται στα χωράφια σας; Ωραία επιχείρηση έχετε!»

Η Χρυσάνθη έκλεισε το τετράδιο. «Κυρία, σας παρακαλώ, ηρεμήστε λίγο. Δε λέω ότι…»

«Τότε τι λέτε; Ε;»

Η Χρυσάνθη δάγκωσε το κάτω χείλι της. Το παλιό τικ με το τρεμάμενο χέρι την έπιασε πάλι. Ο Άρης σχεδόν άκουγε τα νύχια της να χαράσσουν το τετράδιο κάτω από τον πάγκο.

«Δεν έχετε τι να πείτε», είπε η Τζένη. «Γιατί ξέρετε ότι έχω δίκιο. Ξέρετε ότι όλα αυτά είναι λάθος. Αν κάποιο ζευγαράκι, κυρία μου, θέλει να πηδηχτεί, μπορεί να το κάνει στο σπιτάκι του, στο αμάξι του, όπου θέλει, αλλά όχι σε δημόσιο χώρο».

Η Χρυσάνθη ήταν έτοιμη να χάσει τη ψυχραιμία της.

«Κυρία», πετάχτηκε ο Άρης, «καταλαβαίνουμε το παράπονό σας. Θα το λάβουμε υπόψη μας. Σας ζητάμε συγνώμη για την αναστάτωση».

«Ναι, είμαι σίγουρη». Η Τζένη έσκυψε να πάρει τη βαλίτσα της. Ο Γιώργος έκανε να τη βοηθήσει, αλλά του είπε «Όχι». Πλησίασε τη διπλή πόρτα. Δεν μπορούσε να την ανοίξει έτσι όπως είχε φορτωθεί τα πράγματά της, οπότε ο Γιώργος έσπευσε αμέσως. Τον σταμάτησε. Άφησε κάτω τη μία βαλίτσα, άνοιξε απότομα την πόρτα και πήγε στο ταξί.

Ο Άρης και η Χρυσάνθη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Αυτός άνοιξε το τετράδιο και είδε πως η σελίδα με το παράπονο της Τζένης έμοιαζε σαν να την είχαν φάει ποντίκια.

Ο Άρης αφαίρεσε σιγά-σιγά τη σελίδα και ξανάβαλε το τετράδιο στη θέση του, ανοιχτό σε άλλη. Κάθε χρόνο, υπήρχαν σελίδες σαν αυτή. Αλλά ήταν πολιτική των δύο αδερφών να κρατάνε μόνο αυτές με τα «λογικά» παράπονα.

Χειμώνας

Έκανε ντους και βγήκε από το μπάνιο, έχοντας φορέσει τις πιτζάμες της. Έκατσε στο κρεβάτι και άναψε την τηλεόραση. Άνοιξε το λάπτοπ.

Πρώτα λίγο Facebook, μετά δουλειά.

Αλλά άκουσε ένα θόρυβο και σηκώθηκε. Το διαμέρισμα, φωτισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη. Ζούσε μόνη καθαρά από επιλογή. Ενίοτε έφερνε και κάνα γκόμενο –για λίγο.

Πόρτες κλειστές, όπως και τα παράθυρα. Κανείς στο σαλόνι-κουζίνα, στο μπάνιο και στο γραφείο.

Πήγε στο υπνοδωμάτιο.

Και τότε έπεσε το ρεύμα. Σκοτάδι απλώθηκε στο διαμέρισμα.

Έβρισε. Αναζήτησε το κινητό της. Περπάτησε προσεχτικά, ακουμπώντας τη δεξιά παλάμη της στον τοίχο, σαν να διάβαζε χάρτη θησαυρού σε κώδικα Braille.

Βρήκε το κινητό στο κρεβάτι. Ακούστηκε ο ήχος από εισερχόμενη ειδοποίηση. Το διάβασε (Πηδήχτηκες με τον γκόμενό μου; Τόσο μεγάλη πουτάνα είσαι, λοιπόν;), χασκογέλασε και απάντησε: Άμα είσαι εσύ ηλίθια, δε φταίω εγώ.

Ελαχιστοποίησε το Ίντερνετ και ενεργοποίησε το φλας.

Μια ανάσα πίσω της.

Στράφηκε.

Ένα χλωμό πρόσωπο, γυναικείο. Μάτια που είχαν γυρίσει προς τα πάνω και φαινόταν μόνο το ασπράδι. Ένα στόμα που έχασκε, με δόντια που αντανακλούσαν το φως από το κινητό. Η σκιά της μορφής στον πέρα τοίχο.

Η Τζένη ούρλιαξε, αλλά η Χρυσάνθη τη γράπωσε, τη δάγκωσε στο στόμα και κάρφωσε τα νύχια της στο κεφάλι της Τζένης, μέχρι που το μάτωσε.

Καλοκαίρι

Αγνοείται ακόμα η νεαρή υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας, έγραφε ο κύριος τίτλος στην εφημερίδα.
Ο Άρης και η Χρυσάνθη είχαν πάρει μερικά κιλά. Δυστυχώς, όμως, το απόθεμα είχε στερέψει –η Τζένη ήταν λιγνή. Μέχρι τον Μάρτιο είχαν φάει κάθε μέλος του σώματός της. Καλύτερα είχαν περάσει με τον παχουλό επιχειρηματία που είχε χουφτώσει την καθαρίστρια.
Ένα ζευγάρι Αμερικανών πελατών διαμαρτυρόταν για την «άσεμνη πρόταση που τους είχε κάνει ο γκρουμ».
Όμως, η κάμερα τους είχε απαθανατίσει να τον αρπάζουν εκείνοι, χωρίς να τους έχει αντιληφθεί.
Ο Άρης και η Χρυσάνθη σκέφτηκαν ότι δεν είχαν πάει ποτέ στην Αμερική.

—————————————————————-
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: