,

Αμαλία

Παραμέριζαν όλοι στα συρτά βήματα της μαυροφορεμένης φιγούρας. Ένα πρόσωπο σκοτεινό μισοκρυβόταν απ’ τα λυτά, γκρίζα μαλλιά της. Ένα πρόσωπο σκοτεινό, με δυο ρουφηγμένα μάγουλα κι ένα στεγνό ζευγάρι χείλη. Ωχρή και ταλαιπωρημένη η όψη της. Δεν έμοιαζε καν ζωντανή. Μόνο τα δυο μπλε της μάτια έδειχναν πως υπήρχε ζωή σ’ αυτό το πλάσμα, που έμοιαζε να κοιτά αλλά να μη βλέπει. Κανείς δεν την κρατούσε. Της το πρότειναν πολλοί, αλλά με μια απότομη κίνηση τους κράτησε όλους μακριά. Δεν ήθελε να τον συνοδέψει υποβασταζόμενη. Μπορούσε να περπατήσει μόνη της. Μπορούσε να συνεχίσει.

Η Αμαλία δεν ήταν απ’ την περιοχή. Είχε όμως σχεδόν τρεις δεκαετίες που έμενε εκεί. Γυναίκα απ’ τις λίγες. Ψηλή, αγέρωχη, δυναμική. Μια γυναίκα που ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες. Η φωνή της ήταν δυνατή και σταθερή. Κάθε της λέξη έδειχνε τη δύναμη που έκρυβε μέσα της. Δεν ήταν πολύ όμορφη, αλλά είχε δυο μάτια μπλε σαν ζαφείρια. Θάλασσες σωστές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέσα τους πνίγηκαν παλικάρια. Άντρες που την αγάπησαν πολύ κι έκαναν τα πάντα για να την κάνουν δική τους, εκείνη όμως δεν έμενε. Ποτέ δεν έμενε. Σαν να μην ήθελε να δεθεί με κανέναν. Πόσα “Σ’ αγαπάω!” δεν είχε ακούσει; Σε κανένα δεν απάντησε “Κι εγώ!”. Τα “σ’ αγαπώ” που άκουγε, έδιναν θαρρείς το σύνθημα για το τέλος.

Σε έναν άντρα μόνο είπε “Σ’ αγαπάω!”. Σ’ έναν, πριν της το πει καν ο ίδιος. Σε έναν το έλεγε, χωρίς να περιμένει να ακούσει απάντηση. Σε έναν! Στον μόνο! Σ’ αυτόν που αγάπησε απόλυτα, δυνατά και ανιδιοτελώς. Ανιδιοτελώς κι ας μην γνώριζε καν πώς γίνεται. Δεν ήξερε πώς γίνεται να αγαπάς κι όμως όσο άτσαλα τον ξάπλωσε για πρώτη φορά στο στήθος της, τόσο σύντομα έμαθε πώς πρέπει να τον κρατάει, να τον αγκαλιάζει, να τον φιλάει. Μόνο αυτόν! Τον μοναχογιό της!

Έσερνε τα βήματά της στο κατόπι του. Έσερνε τα βήματά της πίσω απ’ το σκουρόχρωμο φέρετρο. Έσερνε τα βήματά της και δεν ήξερε καν αν ζούσε εκείνη την ώρα, εκείνα τα λεπτά.

Λίγων μηνών ήταν ο γιος της όταν μετακόμισαν σ’ αυτό το μικρό σπιτάκι στην παλιά αυλή κι είχε φτάσει είκοσι οκτώ χρονών παλικάρι. Ο Σταμάτης της! Είκοσι οκτώ χρόνια τον μεγάλωνε μόνη της, μιας και δεν είπε ποτέ και σε κανέναν ποιος ήταν ο πατέρας του. Ψηλό αγόρι, όμορφο και γεροδεμένο. Της έμοιαζε της Αμαλίας, είχε και τα ίδια μπλε μάτια. Μάτια που έκαναν πολλές κοριτσίστικες καρδούλες να χτυπούν δυνατά όταν τ’ αντίκριζαν. Την δική του καρδιά όμως, δεν την είχε λαβώσει κανένα βλέμμα. Μέχρι πριν λίγους μήνες… Μέχρι πριν λίγους μήνες που το μπλε βλέμμα του καρφώθηκε στο καστανό βλέμμα της Αλίσια. Μιας εικοσάχρονης κοπέλας, φερμένη από κάποιον της περιοχής, από ένα χωριό της Ουκρανίας.

Σε κακόφημα μπαρ δούλευε η Αλίσια. Σ’ ένα τέτοιο την είχε γνωρίσει κι ο Σταμάτης κι απ’ την αρχή ήταν φανερό πως για εκείνον, αυτή η γυναίκα ήταν κάτι διαφορετικό απ’ όλες τις προηγούμενες. Δεν ήταν μόνο ότι ήταν όμορφη, ήταν και κάτι στα μάτια της που τον είχε μαγέψει απ’ την πρώτη στιγμή. “Σε κοιτάει και το βλέμμα της κρύβει πόνο! Είναι πονεμένο πλάσμα! Αγάπη μόνο χρειάζεται και προστασία!” είχε πει κάποια στιγμή στην Αμαλία κι ήταν η μοναδική φορά που έχασε την ψυχραιμία της και του φώναξε να μην τολμήσει να φέρει αυτή τη γυναίκα στο σπίτι τους. “Δεν κάνουν αυτές οι γυναίκες για σπίτι! Δεν ξέρουν να αγαπούν! Θα σε πονέσει!” του είχε πει κι αυτό ήταν η αρχή ενός μεγάλου καβγά, απ’ αυτούς που σπάνια είχαν μάνα και γιος. Δεν την άκουσε ο Σταμάτης. Το ήξερε η Αμαλία πως δεν θα την ακούσει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πολλά.

Ξημερώματα ήταν όταν άκουσε τσιρίδες και θρήνους στην αυλή που έμεναν και πετάχτηκε με το νυχτικό και ξέπλεκα τα γκρίζα, μακριά μαλλιά της. “Σκοτώσαν το Σταμάτη!”. Έφυγε η Αμαλία όπως όπως κι έτρεχε πιο γρήγορα απ’ όλους παρά τα 60 της χρόνια, παρά τις στραβοπατημένες παντόφλες της. Μαχαιρωμένο τον βρήκαν σε μια γωνιά κοντά στο μπαρ που δούλευε η Αλίσια. Κι όταν αντίκρισε το γιο της, έμεινε όρθια μπροστά του να τον κοιτάζει. Ο γιος της. Το παλικάρι της. Το πιο σημαντικό πλάσμα της ζωής της, ήταν ξαπλωμένο στο δρόμο, μέσα στα αίματα, άψυχο πια μπροστά της. Δεν φώναξε. Δεν ούρλιαξε. Δεν λιποθύμησε. Δάκρυ δεν κύλησε απ’ τα μάτια της, μπροστά σ’ αυτό που έβλεπε. Σαν σ’ ένα δευτερόλεπτο να έπαψε πια να βλέπει. Την κοιτούσαν οι γύρω της κι απορούσαν, νόμιζαν πως όπου να ‘ναι θα καταρρεύσει.

Κι όμως δεν κατέρρευσε. Κι η μόνη στιγμή που κουνήθηκε απ’ τη θέση της, όπως στεκόταν σαν κέρινο ομοίωμα μπροστά στο νεκρό γιο της, ήταν όταν άκουσε τις κραυγές της Αλίσια πίσω της. Τότε γύρισε απότομα και χωρίς να πει λέξη της έριξε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο. Έμειναν όλοι ακίνητοι να κοιτάζουν τη σκηνή και κανείς δεν είχε το θάρρος να αντιδράσει. Η Αλίσια που είχε πέσει στο δρόμο απ’ το απρόσμενο χτύπημα, κοίταξε την Αμαλία με τρόμο. Τα βλέμματά τους “πάλεψαν” για λίγα δευτερόλεπτα κι ήταν η Αλίσια αυτή που τράπηκε σε άτακτη φυγή.

Μέχρι τη μέρα της κηδείας, τρεις μέρες μετά, ο ένοχος είχε ήδη προφυλακιστεί. Η Αλίσια, απλά εξαφανίστηκε. Η Αμαλία κλείστηκε στο σπίτι της και δεν άνοιγε σε κανέναν. Μάταια κάποιες γειτόνισσες της χτυπούσαν για να δουν πώς είναι. Τα παραθυρόφυλλά της παρέμεναν κλειστά.

Μια βδομάδα είχε περάσει περίπου από τότε που έγιναν όλα, όταν είδαν ένα άντρα γύρω στα 50 να χτυπάει την πόρτα της Αμαλίας και να φωνάζει το όνομά της. Δεν περίμεναν να δούνε κίνηση κι όμως είδαν την πόρτα να μισανοίγει και τον άντρα να μπαίνει με γρήγορα βήματα στο σπίτι.

-Είναι μικρή Αμαλία! Ένα μικρό κορίτσι είναι! Δεν ήξερε! Πού να φανταστεί; Ήλπιζε πως με το Σταμάτη θα μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτό που ζούσε. Τον αγαπούσε το γιο σου. Το ξέρω ότι τον αγαπούσε όσο κι αυτός.

-Πώς είναι τώρα;

-Διαλυμένη! Ευτυχώς οι γονείς της στην Ουκρανία την αγκάλιασαν απ’ την πρώτη στιγμή και της είπαν πως θα σταθούν δίπλα της. Και σ’ αυτήν και στο παιδί που περιμένει.

-Θα είναι ασφαλής στο σπίτι της;

-Μου είπε πως σε λίγες μέρες θα μετακομίσουν. Θα πάνε σ’ ένα χωριό, μακριά απ’ την πόλη τους, που έχουν κάποιους συγγενείς. Μου έδωσε και την καινούρια της διεύθυνση.

Η Αμαλία σηκώθηκε όρθια και πήγε με αργά βήματα στο δωμάτιό της. Γύρισε κρατώντας στο χέρι της ένα ρολό με χαρτονομίσματα δεμένο με λαστιχάκι. Το ακούμπησε στα χέρια του άντρα, χωρίς να πει κουβέντα. Ο άντρας το έβαλε στην τσέπη του και σηκώθηκε όρθιος.

-Να ξαναέρθεις τον άλλο μήνα να σου δώσω κι άλλα. Πες της να μην φοβάται. Δεν θα πεινάσει ούτε αυτή, ούτε το παιδί της. Μόνο να μείνει μακριά από εδώ. του είπε με σταθερή φωνή

-Δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Έπρεπε να σε είχε ακούσει η Αλίσια. Ήξερες ότι ο μόνος τρόπος ήταν να φύγει από εδώ και να μην πει λέξη στο Σταμάτη για την εγκυμοσύνη. Ο Γιώργος ίσως ζει σήμερα, γιατί εσύ τότε είχε φύγει χωρίς να του το πεις και…

-Σταμάτα Αρίστο. Δεν έχει νόημα πια! Φύγε κι έλα ξανά τον άλλο μήνα… του είπε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα, όταν εκείνος βγήκε απ’ το σπίτι.

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


%d