,

Mothers’ Night Out

«Δεν υπάρχει περίπτωση!» ούρλιαξε η Μαρία  κοιτώντας γύρω της  τους συναδέλφους της, που έμοιαζαν ξαφνιασμένοι. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της και πρόσθεσε μέσα από τα δόντια της «Θα έρθεις, οπωσδήποτε!»

«Μα το παιδί!» τραύλισε η Λίνα από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Το Σάββατο, στης εννιά, στο γνωστό μέρος!» είπε με ύφος που δε σήκωνε κουβέντα και έκλεισε το τηλέφωνο.

Η Λίνα κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι του ταξί.  Ήταν άβαφη και τα μαλλιά της  φριζαρισμένα και πιασμένα αλογοουρά.  Αναστέναξε.  Από τη μια χαίρονταν που μετά από τόσο καιρό θα βγαίνε μόνη της, με τις φίλες της  και από την άλλη η ιδέα και μόνο της βαβούρας,  της δυνατής μουσικής και της κάπνας της προκαλούσαν πανικό. ‘Ένιωθε τόσο εξουθενωμένη. Η ώρα ήταν εννιά παρά και ήδη τα μάτια της έκλειναν. Τότε τις  είδε. Η Μαρία και η  Αγγελική την περίμεναν μπροστά στην πόρτα από το αγαπημένο τους  μπαράκι γελώντας και μιλώντας δυνατά. Κατέβηκε και προχώρησε προς τα κει. Ξαφνικά σταμάτησε και γούρλωσε τα μάτια της.

«Έκλεισε!» ψέλλισε έκπληκτη κοιτώντας τη γνωστή πόρτα, που πάνω της υπήρχαν κολλημένα ενοικιαστήρια και πωλητήρια.

«Τώρα; Χρόνια!» είπε με κοροϊδευτικό ύφος η Μαρία, που την είχε πλησιάσει στο εν τω μεταξύ.

«Και που θα πάμε τώρα;» ψιθύρισε με παράπονο η Λίνα.

«Θα δεις!» τα έχω κανονίσει όλα! Θα περάσουμε τέλεια!» είπε η Μαρία και την έπιασε αγκαζέ. Σε λίγο οι τρεις φίλες  έμπαιναν στο ευρύχωρο δωμάτιο  γνωστού ξενοδοχείου στο κέντρο.

«Μα τι θα κάνουμε στο ξενοδοχείο;» επανέλαβε για χιλιοστή φορά η Λίνα.

«Πάρτι!» αναφώνησε η Μαρία βγάζοντας μερικά ποτά, αναψυκτικά και ξηροκάρπια από μια μεγάλη τσάντα.
«Πάρτι;» τη ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο από την φωνή της. Η Μαρία της έριξε ένα αγριεμένο ύφος.

«Ναι, πάρτι! Να θυμηθούμε τα παλιά!»

«Εγώ, κορίτσια ξέρετε δε μπορώ να μείνω πολύ ώρα. Το παιδί δεν είναι πολύ καλά και ο Τάσος…»

«Κόφτο! Μπορείς να ηρεμήσεις σε παρακαλώ; Ο Τάσος θα τα καταφέρει μια χαρά και στην καλύτερη, θα εκτιμήσει και όλα όσα προσφέρεις!» Η Λίνα ξεφύσησε νευριασμένα.

«Σήμερα είναι η μέρα μας, τέρμα!»

«Σωστά!» υπερθεμάτισε και η Αγγελική «Λέω να κάνω ένα ζεστό μπανάκι, να χαλαρώσω, χωρίς παιδιά να με πρήζουν! Μην τολμήσει καμιά και μου χτυπήσει την πόρτα και με ρωτήσει οτιδήποτε, την έφαγα!» προειδοποίησε και  μπήκε.

Κοιτάχτηκαν και γέλασαν.

«Κοίτα τι άλλο έφερα!» είπε η Μαρία κουνώντας διάφορα βαζάκια και πρόσθεσε ξεσπώντας σε γέλια. «Θα κάνουμε beauté!».

 Όταν η Αγγελική βγήκε από το μπάνιο τις βρήκε να γελάνε και να έχουν χαλαρώσει.  Δυο ώρες μετά η Λίνα κοιμόταν ήσυχα στο μεγάλο, μαλακό κρεβάτι. Η Αγγελική την κοίταξε ευχαριστημένη.

«Η κακομοίρα το χε πολύ ανάγκη! Τι λες, να την ξυπνήσουμε;»

«Δε βρίσκω το λόγο. Το δωμάτιο είναι κλεισμένο ως αύριο».

«Μα ο Τάσος θα σαλτάρει!»

«Ας σαλτάρει!» είπε με σκληράδα η Μαρία

«Και εγώ, πρέπει να φύγω» ψέλλισε μπερδεμένη η Αγγελική.

«Καλά εσύ δε μου ΄λέγες ότι ο Βασίλης γύρισε το περασμένο Σάββατο πεντέμισι το πρωί, που είχε βγει με τους φίλους του;»

«Ναι, και  εγώ τον περίμενα, σαν μαλάκας! Πάλι!  Δεν ξέρω αν είμαι ζηλιάρα, αλλά δεν υπάρχει χειρότερο μαρτύριο από το να μένεις πίσω, μόνη.  Βάζω ένα σωρό με το νου μου και όσο χαζό και αν ακούγεται, δεν μπορώ να κοιμηθώ χωρίς αυτόν δίπλα μου. Αν και εδώ που τα λέμε, ούτε όταν είναι δίπλα μου μπορώ να κοιμηθώ, από το ροχαλητό του!» είπε και χασκογέλασε.

«Σε καταλαβαίνω και εγώ πνίγομαι. Σκέφτομαι διάφορα και πρέπει και να το παίζω κυρία, να μην τον πάρω τηλέφωνο και ξεφτιλιστώ. Αυτό που μου την δίνει όμως είναι η ατάκα, “ε κανόνισε και συ με τις φίλες σου!”»

«Πω! Τρελαίνομαι όταν τ’ ακούω.»

«Λοιπόν τι βιάζεσαι να πας;  Άσε τον Βασίλη να τρελαθεί μια φορά, για αλλαγή.»

«Ναι, σιγά, τώρα θα ροχαλίζει.» εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό της.

«Έλα μωρό μου. Ναι, εδώ με τα κορίτσια. Θόρυβο;» η Αγγελική κοίταξε απορημένη την Μαρία

«Ναι δηλαδή, εμείς δεν…» μα οι  έντονες κινήσεις και το πονηρό βλέμμα της Μαρίας την σταμάτησαν.

«Δούλεψε τον και λίγο!» της ψιθύρισε και κείνη της έγνεψε καταφατικά.

«Βγήκαμε για να καπνίσουμε. Ε, τώρα το ξεκίνησαν το κάπνισμα! Τι θες ρε Βασίλη; Σε παίρνω εγώ όταν είσαι με τους φίλους σου; Στο πάνω ντουλάπι δεξιά. Θα έρθω, όταν έρθω, γεια!» είπε απότομα και το έκλεισε.

«Τι στοίχημα πας ότι σε λίγο, θα σε πάρει ότι δε το βρίσκει.»

«Α! Το μόνο σίγουρο! Λες και δε ζει σε αυτό το σπίτι.» το κινητό της ξαναχτύπησε, μα εκείνη το έκλεισε και δεν απάντησε.

Η Μαρία πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε τη φωτισμένη πλατεία με τα μπαράκια, τα νεαρά  ζευγάρια και  τις  πιτσιρίκες  με τα μίνι που κάθονταν απέξω και κάπνιζαν μέσα στο κρύο.

 «Η τελευταία φορά, που βγήκαμε, ήταν στο μπάτσελορ της Λίνας και σιγά την έξοδο, δηλαδή.»

«Πέρασαν σχεδόν πέντε χρόνια, από τότε.» είπε έκπληκτη η Αγγελική

«Εμείς φταίμε, θα έπρεπε να το διεκδικούμε! »

«Έχεις δίκιο, αλλά πραγματικά νιώθω ότι δεν έχω κουράγιο. Τις περισσότερες  μέρες  θέλω  απλά να κοιμηθώ. Δε θέλω να ακούω,  ούτε τη φωνή μου. Το ξενοδοχείο πάντως ήταν τέλεια ιδέα!  Η  καλύτερη  mothers’ night out!  Έκανα μπάνιο σαν άνθρωπος, έβαλα τις μάσκες μου, έβαψα επιτέλους τα νύχια μου. Μα  επιμένω ότι έπρεπε να πληρώσουμε με μετρητά.  Μόνο να δει, κακομοίρα μου, ο Μάκης  το ξενοδοχείο στο λογαριασμό σου, την έβαψες!».

«Αν δεν την βάψω φιλενάδα, την έχω πολύ άσχημα.» της είπε πολύ σοβαρά η Μαρία. Η Αγγελική την κοίταξε με απορία.  

«Τελευταία όλο εξαφανίζεται. Κάτι γυμναστήρια, κάτι βόλτες για φαγητό και ποτό με τους φίλους ως αργά. Τα παιδιά μεγάλωσαν πια,  θα μπορούσα να πάω και εγώ μαζί, αλλά όλο δικαιολογίες μου βρίσκει. Μα το χειρότερο είναι αυτό.» είπε και της έδειξε  μια αλυσιδίτσα.

«Δε καταλαβαίνω.»

«Θυμάσαι ποτέ να μου ‘χει κάνει δώρο ο Μάκης ο κάβουρας;»

«Όχι.» ψέλλισε η Αγγελική

«Ούτε εγώ» Ο ήχος ενός κινητού τις διέκοψε.

«Της Λίνας, ο Τάσος! Τι κάνουμε; Να απαντήσουμε;»

«Φέρ’ το εδώ.» ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή της Λίνας.

«Έλα Τάσο, όλα καλά; Το παιδί πως είναι; Όχι, κοιμήσου, θα αργήσω.» είπε και του το κλείσε, έπειτα έγειρε και αποκοιμήθηκε. Οι άλλες την κοίταξαν χαμογελώντας.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: