Μπραν, Τρανσυλβανία

Φεβρουάριος 1897 μ.Χ.

Το φεγγάρι έλαμπε ολόγιομο στον ουρανό, τη στιγμή που η νύχτα στοίχειωνε την κοινότητα στα βάθη των Καρπαθίων. Ο αέρας ήταν κρύος, ενώ η γη είχε χαθεί κάτω από το παχύ στρώμα χιονιού που έπεφτε κάθε χειμώνα. Τα σπίτια και η εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, λευκοντυμένα κι αυτά, έμοιαζαν με μεγάλα γλυκίσματα. Τα όμορφα δάση που περικύκλωναν το Μπραν και τις γύρω περιοχές δεν είχαν πλέον να προσφέρουν την ομορφιά των λουλουδιών και των καρπών τους, όμως συνέβαλαν και αυτά στην εγκαθίδρυση του χειμώνα.

Η εικοσάχρονη Μαγκνταλένα ανάσαινε βαθιά και κοιτούσε σχεδόν μόνιμα κάτω, καταβάλλοντας υπέρμετρη προσπάθεια ώστε να μην εξαντληθεί και κολλήσει στο χιόνι. Φορούσε μαντήλι, για να καλύψει όπως-όπως το κεφάλι της από την παγωνιά. Περπατούσε σιγά-σιγά, καθώς αναζητούσε πρόσφορα σημεία για να τα πατήσει, ενώ παράλληλα πρόσεχε μην λυθούν τα ξύλα που κουβαλούσε για το τζάκι. Κάποτε αυτή τη δουλειά θα την έκανε ο πατέρας της, αλλά αυτός είχε πεθάνει πρόσφατα, ρίχνοντας στη θλίψη την σύζυγο και την κόρη του.

Ανάμεσα στους βηματισμούς της, η Μαγκνταλένα θυμόταν τις στιγμές που είχε ζήσει με τον πατέρα της, ο οποίος την αγαπούσε και την υποστήριζε όταν καμιά φορά η μητέρα της την μάλωνε. Της έφτιαχνε παιχνίδια από άχυρο και ξύλο, τα οποία συνήθως τα έκρυβε στο σπίτι, δίνοντας έτσι στην κόρη του την αγαπημένη της ευκαιρία να φανεί εφευρετική και να χρησιμοποιήσει τη φαντασία της για την πιθανή κρυψώνα. Η Μαριάννα αγανακτούσε, παριστάνοντας ότι μαγειρεύει απρόσεχτα, αλλά ήταν φανερό πως χαιρόταν για τον άντρα και την κόρη της.

«Θα την κακομάθεις, το ξέρεις; Θα θέλει όλο τέτοια κουκλάκια», έλεγε ενίοτε.

«Ναι, είναι πολύ πιθανό».

«Και εμείς το θέλουμε αυτό, Μιχαήλ;»

Εκείνος την αγκάλιαζε και της απαντούσε: «Ας έχει κάποιες από τις ευκαιρίες που δεν είχαμε εμείς, Μαριάννα».

Η νεαρή τώρα δάκρυσε για άλλη μια φορά, και οι σταγόνες που χύθηκαν από τα μάτια της έγιναν άσπρες και κόλλησαν στο δέρμα που άγγιξαν. Οι γονείς της νόμιζαν ότι είχε παρασυρθεί από το παιχνίδι και πως δεν τους άκουγε ή ότι δεν έδινε σημασία στα λεγόμενά τους. Ή ότι, και να άκουγε, δεν θα καταλάβαινε τι εννοούσαν. Αλλά η Μαγκνταλένα, όπως κάθε παιδί, και τους άκουγε και καταλάβαινε κάποια από αυτά που συζητούσαν. Αντιλαμβανόταν αν υπήρχε χαρά ή δυστυχία ή θυμός ή οποιοδήποτε συναίσθημα. Μερικές φορές, αυτό αρκούσε.

Συνέχισε τη διαδρομή, μια πορεία που, όταν είχαν καλοκαίρι, την έκανε σε λιγότερο από δύο λεπτά. Είχε ξεκινήσει όταν η καμπάνα σήμανε τρία τέταρτα μετά τις έντεκα και πλέον η Μαγκνταλένα πίστευε ότι κόντευαν μεσάνυχτα. Τα πόδια της, στο μεταξύ, είχαν ξεπαγιάσει κάτω από το μακρύ μαύρο φόρεμα και το καλσόν. Φοβόταν μήπως την προδώσουν και πέσει, παρότι περπατούσε στο χιόνι από τα μικράτα της και είχε συνηθίσει.

«Μπαμπά», ψέλλιζε ανά διαστήματα. «Αγαπημένε μου πατέρα».

Στην κηδεία του, είχαν έρθει όλοι οι κάτοικοι. Το Μπραν δεν είχε πάνω από εκατό κατοίκους, οπότε όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Οι σχέσεις τους διακατέχονταν κυρίως από αμοιβαία εκτίμηση και σεβασμό. Οι διαμάχες ήταν σπάνιες και προκαλούνταν βασικά όταν μεθούσαν οι άντρες και δεν έλεγχαν τον εαυτό τους. Μερικές κουβέντες και ίσως μια απόπειρα για να χτυπήσουν, η οποία όμως ήταν περισσότερο κωμική, παρά επικίνδυνη. Συνήθως έληγαν εκεί τα πράγματα.

Οπότε είχε νόημα που είχαν έρθει όλοι. Ο Μιχαήλ ήταν από τους ανθρώπους που απέφευγαν περιττούς τσακωμούς και βοηθούσε όταν κάποιος χρειαζόταν κάτι, φαγητό, μέσο για να πάει κάπου… Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η οικογένεια της Μαγκνταλένα είχε ένα από τα καλύτερα κάρα στο Μπραν. Ο πατέρας της το είχε φτιάξει μετά από πολύ κόπο και χρόνο, αλλά ήταν λειτουργικό και συχνά το διέθετε σε συγκατοίκους του που το είχαν ανάγκη, με αντάλλαγμα οπωροκηπευτικά ή ζωντανά.

Τώρα αυτό το κάρο έμενε αχρησιμοποίητο και επηρέαζε κι αυτό την Μαριάννα και την κόρη της, καθότι, κάθε φορά που το έβλεπαν, θυμούνταν τον Μιχαήλ να το οδηγεί.

«Αχ, μπαμπά», είπε η νεαρή και έσφιξε τα δόντια της, για να αντέξει. Σκέφτηκε και την μητέρα της που σίγουρα κρύωνε και παρακαλούσε να επιστρέψει η Μαγκνταλένα όσο το δυνατόν πιο σύντομα, για να φέρει τα ξύλα.

Εκείνη τη στιγμή, ήταν που άκουσε την γάτα να νιαουρίζει. Σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα της και την είδε να στέκεται στην αυλή του σπιτιού των Μαρτινέσκου. Είχε ασπρόμαυρο φουντωτό τρίχωμα και τα μάτια της κοιτούσαν την κοπέλα. Ο αέρας ανάγκαζε την γάτα να χαμηλώνει το κεφάλι της και να ρίχνει ματιές δεξιά και αριστερά.

Τις συμπαθούσε τις γάτες, όπως και τα σκυλάκια. Εκτός από κότες και λίγα πρόβατα, είχαν τρία σκυλιά στο σπίτι και πολλές γάτες, που φυσικά γυρόφερναν όλο το Μπραν. Η συγκεκριμένη που έβλεπε τώρα η Μαγκνταλένα είχε να εμφανιστεί κάποιες μέρες στην πόρτα τους, αλλά, όπως το περίμενε, η μικρή δεν έμεινε χωρίς ανθρώπινη συντροφιά.

Τότε η γάτα γύρισε αλλού και νιαούρισε ξανά, αλλά δίχως σταματημό. Ήταν ένας παρατεταμένος υπόκωφος ήχος, σαν φύλλο που το σέρνεις στο τραπέζι. Ήταν ένα γρύλισμα.

Η Μαγκνταλένα παραξενεύτηκε.

Και τότε ήταν που η καμπάνα σήμανε μεσάνυχτα.

Η κοπέλα έβγαλε ένα αγκομαχητό ξαφνιάσματος και στράφηκε αριστερά, προς την εκκλησία. Είδε την σκιά του δάσους πέρα από αυτή, καθώς και τον περιφραγμένο χώρο του νεκροταφείου, με όλους εκείνους τους άσπρους σταυρούς να ορθώνονται από το χώμα. Φαντάστηκε τον τάφο του πατέρα της, που δε διακρινόταν από εκεί που είχε σταθεί, αφού τον κάλυπτε ο ναός.

Έκανε τον σταυρό της, όταν τα μάτια της ξεχώρισαν κάτι που δεν ταίριαζε στο τοπίο. Έφερε λίγο μπροστά το κεφάλι της. Κάτι υπήρχε εκεί ψηλά, πάνω στην σκεπή, ακριβώς δίπλα από το καμπαναριό.

Ήταν η σκιώδης φιγούρα ενός ανθρώπου, ο οποίος πρέπει να φορούσε ένα μακρύ ρούχο, σαν παλτό. Στεκόταν ακίνητος, σαν άγαλμα.

Η Μαγκνταλένα άκουσε και πάλι την γάτα να γρυλίζει. Την κοίταξε τη στιγμή που εκείνη σηκώθηκε και έτρεξε. Χάθηκε κάπου πίσω από το σπίτι των Μαρτινέσκου, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Γύρισε ξανά προς την εκκλησία. Σταμάτησε να αναπνέει για μερικές στιγμές. Η μορφή δεν ήταν εκεί. Το μόνο ζωντανό ον που αντιλήφθηκε η Μαγκνταλένα ήταν μια νυχτερίδα που φτερούγιζε άτακτα.

Εκείνη η μορφή, όμως; αναρωτήθηκε. Τι ήταν; Την είδα όντως;

Δεν ήξερε, αλλά η αντίδραση της γάτας την ανησυχούσε.

Μια άλλη σκέψη: Μήπως… μήπως ήταν ο πατέρας μου; Η ψυχή του που ήρθε να μας επισκεφθεί;

Αυτό την έκανε να χαμογελάσει και να νιώσει την καρδιά της να χτυπάει με δύναμη. Κοίταξε πάλι την εκκλησία. Αναζήτησε την μορφή. Δεν τη βρήκε. Επέμεινε λίγο ακόμα. Τίποτα, κανείς.

Έκανε τον σταυρό της και στράφηκε προς την κατεύθυνση του σπιτιού της. Μάζεψε το κουράγιο της και συνέχισε το περπάτημα. Θα μιλούσε σίγουρα στην μητέρα της για αυτό το περιστατικό.

Τα βήματά της ήταν πιο σίγουρα τώρα. Η φυσιογνωμία του Μιχαήλ κυριαρχούσε στο μυαλό της και της έδινε θάρρος.

Είχε προλάβει να κάνει λιγότερο από τη μισή απόσταση που της έμενε, όταν άκουσε πίσω της μια γυναικεία φωνή: «Καλησπέρα, αγαπητή μου».

Η Μαγκνταλένα σταμάτησε παραξενεμένη και στράφηκε. Είδε μια κοπέλα στο ύψος της, λίγο πιο αδύνατη, ντυμένη με μαύρο μανδύα να στέκει ελάχιστα από την ίδια. Είχε πολύ λευκό πρόσωπο και ανοιχτόχρωμα μάτια.

«Καλησπέρα σας», είπε η Μαγκνταλένα. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησε, αν και αμφέβαλλε γι’ αυτό. Δεν την ήξερε την άλλη, δεν ήταν ντόπια. Ωστόσο, δεν θα άφηνε κάποιον αν χρειαζόταν κάτι. Ίσως θέλει να μείνει κάπου. Μπορεί να έχει χαθεί.

Η γυναίκα δεν απάντησε, παρά ατένισε την Μαγκνταλένα. Χαμογέλασε τόσο πολύ, που ήταν σαν να είχε ακούσει το καλύτερο κομπλιμέντο από τον αγαπημένο της.

Η Μαγκνταλένα ένιωσε το βάρος των ξύλων να γίνεται πιο έντονο. «Δεσποινίς, θέλετε κάτι; Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου, αλλά, αν χρειάζεστε κάτι, μπορείτε να μου το πείτε».

«Ναι», είπε η άλλη, «χρειάζομαι κάτι. Πώς σε λένε, γλυκιά μου;»

«Με λένε Μαγκνταλένα».

«Μαγκνταλένα», επανέλαβε η άλλη. «Μαγκνταλένα. Τι υπέροχο όνομα!»

«Σας ευχαριστώ». Μόρφασε από το βάρος.

«Πονάς, Μαγκνταλένα;»

«Όχι, απλά… Τα ξύλα…»

«Ω! Χμμ… Θες να σε βοηθήσω;»

Η Μαγκνταλένα φάνηκε αβέβαιη. «Ξέρετε, είναι μικρή απόσταση, δεν υπάρχει λόγος να μπείτε στον κόπο. Τα καταφέρνω».

«Είμαι σίγουρη, αγαπητή μου. Αλλά απλά θα σε συνοδεύσω ως το σπίτι σου». Η γυναίκα έριξε μια ματιά τριγύρω. «Η νύχτα είναι επικίνδυνη. Δεν υπάρχουν ασφαλείς αποστάσεις».

«Ούτε στην μαμά μου αρέσει η νύχτα. Ούτε στον… Ούτε στον πατέρα μου άρεσε η νύχτα». Η κοπέλα θυμόταν πώς ο Μιχαήλ απέφευγε να κυκλοφορεί στο Μπραν τα βράδια ή πώς, όταν γύριζε στο σπίτι, έκλεινε την πόρτα αμέσως και απαγόρευε σε όλους, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό, να κοιτάξουν έξω από το παράθυρο. Η μητέρα της είχε την ίδια άποψη και συχνά ζητούσε από τον σύζυγό της να αναλάβει να βγει αυτός, αν υπήρχε κάποια ανάγκη.

Υπήρχαν φήμες για το Μπραν. Ειδικά για το κάστρο του, στην κορυφή του λόφου. Φήμες που κανείς δεν ήθελε να πιστέψει, αλλά ενδόμυχα οι κάτοικοι είχαν ενστερνιστεί την αλήθεια τους.

Μπαμπά, σκέφτηκε ξανά η Μαγκνταλένα και αναστέναξε. Πού είσαι, μπαμπά;

«Άρεσε Τι εννοείς;» ρώτησε η γυναίκα. «Ω, γλυκιά μου, δώσε μου αυτά τα ξύλα. Σπαράζει η καρδιά μου που σε βλέπω να τυραννιέσαι».

Η κόρη του Μιχαήλ είδε την άλλη να φτάνει σε απόσταση αναπνοής. Δεν χαμογελούσε πλέον, αλλά η Μαγκνταλένα έβλεπε πως είχε κάποια αθωότητα στο πρόσωπό της. Ήταν νέα, ίσως λίγο μεγαλύτερη από την ίδια. Πρέπει να είχε μαύρα μαλλιά κάτω από την κουκούλα, γιατί δε διακρίνονταν καθόλου. Το κάτασπρο δέρμα στα μάγουλα και το μέτωπο ήταν λίγο παράξενο. Έμοιαζε λες και είχε πλαστεί από χιόνι ή αλεύρι.

Η γυναίκα άπλωσε τα χέρια της. Δε φορούσε γάντια, κάτι που ήταν επίσης περίεργο, μια τόσο κρύα νύχτα. Αλλά η σκέψη ότι σε αυτά θα εναπόθετε λίγο από το βάρος που κουβαλούσε έκανε την Μαγκνταλένα να σταματήσει να σκέφτεται άλλα πράγματα.

Οπότε κατένευσε. «Εντάξει», είπε και έφερε το δέμα προς την άλλη.

Η γυναίκα έπιασε όλα τα κούτσουρα και τα μικρότερα κλαριά. «Μπορείς να τα αφήσεις σε εμένα, αγαπητή μου. Αρκετά κουράστηκες για απόψε».

«Τι; Όχι, δεν πρέπει. Θα σας βαρύνουν πολύ, κάνει και κρύο…»

«Δεν με πειράζει».

«Μα…»

«Μου έλεγες», είπε η γυναίκα και άρχισε να περπατάει, «για τον πατέρα σου. Είπες, “Ούτε στον πατέρα μου άρεσε”. Τι σημαίνει αυτό;»

Η Μαγκνταλένα την ακολούθησε. «Πέθανε. Δεν έζησε για να δει και αυτά τα Χριστούγεννα, ούτε το νέο έτος. Δεν προλάβαμε να γιορτάσουμε όπως κάναμε πάντα. Είναι τόσο άδικο».

«Είναι λυπηρό».

«Πάν’ απ’ όλα, άδικο! Ήταν καλός άνθρωπος και πατέρας, ο καλύτερος του κόσμου. Δεν αδίκησε ποτέ κανέναν κι ήταν εκεί για όλους, όποτε τον χρειάζονταν ήταν εκεί. Δεν του άξιζε τέτοιο τέλος. Πέθανε πολύ νωρίς, είχε πολλά να προσφέρει ακόμα». Η Μαγκνταλένα άφησε και πάλι τα δάκρυά της. «Αχ, μπαμπά…»

«Λυπάμαι, γλυκιά μου».

«Ευχαριστώ… Συγνώμη, απροσεξία μου. Δεν ρώτησα πώς σας λένε».

«Με λένε Ρεβέκκα. Και, σε παρακαλώ, ας μιλάμε σαν φίλες, εντάξει; Σαν γνωστές».

«Να είστε… Συγνώμη. Να είσαι καλά, Ρεβέκκα».

Η Ρεβέκκα ένευσε. «Λες το όνομά μου πιο ωραία και από μένα».

Η Μαγκνταλένα χαμογέλασε. «Από πού είσαι; Έρχεσαι από μακριά;»

«Όχι».

«Πώς βρέθηκες εδώ; Χάθηκες;»

«Όχι. Σίγουρα όχι».

«Έρχεσαι για κάποιο λόγο;»

«Ναι. Για κάτι πολύ σημαντικό».

«Τι;»

Η Ρεβέκκα σταμάτησε ακριβώς δίπλα από την Μαγκνταλένα, έξω από το σπίτι της τελευταίας. «Είμαι εδώ για μια νέα αρχή».

Η Μαγκνταλένα κατένευσε. Συμπέρανε πως η Ρεβέκκα δεν ήθελε να πει πολλά για τον εαυτό της. Παρότι είπε να μιλάμε σαν φίλες. Κούνησε το κεφάλι της. Δε βοηθούσαν τέτοιες σκέψεις. «Εδώ μένω».

«Ωραίο σπίτι. Μικρό, αλλά όμορφο».

«Ναι. Κι εγώ αυτό νομίζω».

Τότε ακούστηκαν γαβγίσματα και η Μαγκνταλένα συνειδητοποίησε ότι δεν έρχονταν μόνο από την πίσω αυλή τους, αλλά από διάφορα σημεία του χωριού.

«Μα τι έπαθαν;» αναρωτήθηκε.

«Είναι ζώα. Κάτι θα είδαν ή θα άκουσαν».

Η μορφή στην εκκλησία, θυμήθηκε η Μαγκνταλένα. Η νυχτερίδα…

«Ναι, μάλλον».

Για λίγο, δεν μίλησε καμιά τους. Τα μόνα που ακούγονταν ήταν ο αέρας και τα γαβγίσματα.

«Λοιπόν, Μαγκνταλένα», είπε η Ρεβέκκα, «όπως υποσχέθηκα, θα σε αφήσω εδώ».

«Ναι, αλλά… Έχεις κάπου να μείνεις;»

Η Ρεβέκκα μόρφασε. «Όχι, δεν θα το έλεγα». Ανασήκωσε τους ώμους. «Αλλά κάτι θα σκεφτώ».

«Θες να έρθεις για λίγο μέσα; Έχουμε ζεστή σούπα. Εγώ την έφτιαξα».

«Ω, δεν θα ήθελα να υποχρεωθείτε εσύ και η μητέρα σου».

«Μα τι λες! Χαρά μας να βοηθήσουμε. Εδώ εσύ με βοήθησες».

Η Ρεβέκκα κοίταξε την Μαγκνταλένα και μετά την πόρτα του σπιτιού. «Δηλαδή, με προσκαλείς στο σπίτι σου;»

«Ε; Ναι, σε προσκαλώ. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω. Θα χαρεί και η μαμά που βοήθησα κάποιον από το να κυκλοφορεί μες στο κρύο».

Η Ρεβέκκα χαμογέλασε. «Μα τι γλυκιά που είσαι! Σε ευχαριστώ, αγαπητή μου».

Μπήκαν στο σπίτι.

«Πού ήσουν, βρε κοπέλα μου; Κόντεψα…» είπε η Μαριάννα και σταμάτησε όταν είδε την Ρεβέκκα. «Γεια σας. Ποια είστε εσείς;»

  «Είναι η Ρεβέκκα. Με βοήθησε να μεταφέρω τα ξύλα», πετάχτηκε η Μαγκνταλένα. «Δεν έχει πού να μείνει. Σκέφτηκα πως θα ήταν σωστό να της προσφέρουμε λίγη ζεστασιά και λίγη σούπα».

  «Γεια σας», είπε η Ρεβέκκα.

  Η Μαριάννα δεν απάντησε αμέσως. Ήταν μια μεγαλόσωμη γυναίκα με μαλλιά που γκριζάριζαν και προτιμούσε τα απλά φορέματα, τα οποία μάνταρε η ίδια. Είχε μεγαλώσει σε ένα σπιτικό όπου επικρατούσε η βία και η ασυδοσία, με προσβολές προς την ίδια και τις αδερφές της. Καταγόταν από την Κλουζ-Ναπόκα και ευλογούσε καθημερινά τον Μεγαλοδύναμο που είχε στείλει τον Μιχαήλ, ο οποίος την είχε πάρει από εκεί. Η Μαριάννα ήταν άνθρωπος δύσπιστος, κατ’ ανάγκη, αφού οι γονείς της, εκεί που ενίοτε έδειχναν πρόθυμοι να της μιλήσουν όμορφα, ξαφνικά την άρπαζαν και τη χτυπούσαν. Καθώς μεγάλωνε, άρχισε να καταλαβαίνει ότι οι άνθρωποι συχνά γίνονται κακοί, αλλά παριστάνουν τους καλούς.

  Τώρα ζούσε μια από εκείνες τις περιπτώσεις όπου, ενώ θα συμφωνούσε χωρίς δισταγμό με την κόρη της, ωστόσο τα κλαμένα από την στενοχώρια μάτια της παρέμεναν ικανά να «διαβάζουν» τους γύρω της. Και αυτή τη στιγμή έβλεπε εμπρός της μια γυναίκα που κάτι έκρυβε.

  «Α, Ρεβέκκα, από εδώ είναι η μητέρα μου, η Μαριάννα». Η Μαγκνταλένα κοίταξε την μητέρα της. «Μαμά, είσαι καλά;»

  Πάλι, η Μαριάννα δεν απάντησε αμέσως. Κοιτούσε μια την μια κοπέλα και μια την άλλη, τρίβοντας τα χέρια της. Τελικά, είπε: «Ναι. Είμαι καλά. Μαγκνταλένα, καλή μου, βάλε τα ξύλα. Η φλόγα κοντεύει να χαθεί».

  «Ναι, εντάξει. Ρεβέκκα, κάθισε».

  Η Μαγκνταλένα πλησίασε το τζάκι, τη στιγμή που η Ρεβέκκα κάθισε σε μια καρέκλα. Ο χώρος ήταν μικρός, με άδειους από κάδρα τοίχους που χρειάζονταν επισκευές. Περιείχε ένα τραπέζι, που περιβαλλόταν από τέσσερις ξύλινες καρέκλες, το τζάκι, ένα μεγάλο σκεύος για να ζεσταίνεται το φαγητό, καθώς και άλλα είδη μαγειρικής. Το πάτωμα καλυπτόταν με προβιά. Υπήρχε, επίσης, η πόρτα που οδηγούσε σε άλλους χώρους, καθώς και δύο κλειστά παράθυρα, ένα κοντά στην πόρτα και ένα στο δεξιό τοίχο.

  Η φωτιά στο τζάκι άρχισε να φουντώνει πάλι.

  «Ωραία, θα είμαστε καλύτερα έτσι», είπε η Μαγκνταλένα.

  «Μαγκνταλένα, έλα λίγο μαζί μου, σε παρακαλώ», είπε η Μαριάννα και κίνησε για το διάδρομο.

  «Ναι, μαμά. Ρεβέκκα, άμα θες, κάθισε κοντά στη φωτιά».

  «Ευχαριστώ».

  Οι δύο γυναίκες πήγαν στο δωμάτιο των γονιών.

  «Τι έγινε, μαμά;»

  «Δεν μου αρέσει αυτή. Κάτι κρύβει. Θέλω να τη διώξουμε».

  «Μα με βοήθησε. Θα ήταν αγένεια να μην της επιστρέψουμε την καλή πράξη. Τι θα έλεγε ο μπαμπάς;»

  «Ο πατέρας σου με εμπιστευόταν, Μαγκνταλένα. Ήξερε ότι… ότι μπορώ να καταλαβαίνω τους ανθρώπους. Αν είναι καλοί ή όχι. Το ήξερε, κόρη μου».

  Η Μαγκνταλένα δυσανασχέτησε. «Δεν μπορώ να την αφήσω να φύγει έτσι απλά, μαμά. Με βοήθησε».

  «Και λοιπόν; Τι νομίζεις, ότι ο καθένας που θα σε βοηθήσει, θα θέλει το καλό σου; Μην κάνεις το λάθος να το πιστέψεις ποτέ αυτό. Οι άνθρωποι φέρονται άτιμα, κόρη μου». Έδειξε προς την κουζίνα. «Αυτή εκεί έχει κάτι το περίεργο. Κάτι κρύβει. Δεν πρέπει να είναι εδώ. Και ειδικά τώρα, ενώ έχει νυχτώσει».

  «Μαμά, δεν θέλω να φύγει. Πού θα πάει νυχτιάτικα; Δεν υπάρχει τίποτα εδώ γύρω, για να μείνει».

  «Δεν ξέρω. Αλλά δεν είναι δικό μας πρόβλημα».

  «Μα πώς μπορείς να το λες αυτό για μια μόνη γυναίκα;»

  Η Μαριάννα αναστέναξε εκνευρισμένη. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκεφτόσουν. Βρήκες μία γυναίκα στο δρόμο, μες τη νύχτα, και είπες να τη φέρεις στο σπίτι μας. Και θες να μείνει κιόλας».

  «Μόνο για σήμερα. Αύριο θα φύγει. Είπε ότι είναι εδώ για μια νέα αρχή».

  Αυτό έκανε την Μαριάννα να σταματήσει. Νέα αρχή. Κάτι τέτοιο δεν είχε κάνει και η ίδια; Είχε φύγει από εκεί που ξεκίνησε την ζωή της, για να αρχίσει μια καινούρια, μαζί με τον αγαπημένο της σύζυγο. Μια νέα αρχή. Κι ήταν τόσο ωραία αυτή η νέα αρχή…

  Και τώρα μια άλλη κοπέλα κάνει το ίδιο, σκέφτηκε. Μπορώ να της πω όχι; Ήμουν στην θέση της κάποτε.

  Και μετά: Κάτι κρύβει.

  Ναι, αλλά… αν χρειάζεται όντως βοήθεια σε αυτή την προσπάθεια;

  Κάτι. Κρύβει.

  Ξεφύσησε. Ένιωθε πολύ μπερδεμένη.

  «Μαμά;» είπε η Μαγκνταλένα. «Δεν θέλω να τσακωθούμε. Σε παρακαλώ».

  Η Μαριάννα κοίταξε την κόρη της. Ήταν και οι δύο κουρασμένες, σωματικά και ψυχικά. Δεν θα άντεχαν έναν ακόμα καβγά –γιατί είχαν τσακωθεί μερικές φορές από τότε που πέθανε ο Μιχαήλ. Όχι τώρα.

  Ναι, αλλά κάτι…

  «Εντάξει. Εντάξει. Μόνο για σήμερα».

  «Σε ευχαριστώ!»

  Επέστρεψαν στην κουζίνα, όπου βρήκαν τη Ρεβέκκα να έχει καθίσει όντως κοντά στη φωτιά και να έχει βγάλει την κουκούλα της. Όπως είχε μαντέψει η Μαγκνταλένα, είχε μαύρα μαλλιά, τα οποία τα είχε λυτά

  «Ελπίζω να μην ενοχλώ», είπε.

  «Όχι», πετάχτηκε η Μαριάννα. «Όχι, κορίτσι μου. Καμιά ενόχληση. Μπορείς να μείνεις. Θα βάλω τη σούπα να ζεσταθεί, γιατί έχει κρυώσει λίγο». Προχώρησε και πήρε το καζάνι. «Θα θέλεις κάτι να ξανανιώσεις, γιατί με τέτοιο κρύο…»

  «Μμμ, όντως». Η Ρεβέκκα κοίταξε την Μαγκνταλένα που κάθισε δίπλα της. «Όντως, έχει πολύ κρύο».

  Για περίπου μισή ώρα, οι τρεις γυναίκες συζητούσαν για διάφορα θέματα που αφορούσαν άμεσα ή μη την οικογένεια της Μαγκνταλένα, όπως για το Μπραν, την ζωή πριν και μετά τον θάνατο του Μιχαήλ, τα λίγα ταξίδια που είχαν καταφέρει να κάνουν προς το Βουκουρέστι και άλλες περιοχές. Την ανεκδιήγητη συμπεριφορά των στρατιωτών της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, που είχαν επισκεφθεί μια φορά το Μπραν, αναζητώντας κάποιον δραπέτη. Είχαν εισβάλλει σε όλα τα σπίτια. Είχαν τον Μιχαήλ και την οικογένειά του μία ώρα να τους ρωτάνε διάφορα.

  Όταν έγινε το φαγητό, η Μαριάννα έκανε να σηκωθεί, αλλά η Μαγκνταλένα την πρόλαβε. «Κάθισε, μαμά, θα σερβίρω εγώ».

  «Ευχαριστώ, καλή μου». Η Μαριάννα έτριψε τα χέρια της και κοίταξε γύρω της. Ένιωθε καλύτερα τώρα που είχε μιλήσει. Που είχαν μιλήσει και οι δύο, βασικά. Χαιρόταν και που η συνομιλήτριά τους ήταν κάποια που έκανε μια νέα αρχή, ό,τι κι αν είχε περάσει πιο πριν.

  Αλήθεια, τι είχε περάσει; Αυτή δεν μίλησε καθόλου για τον εαυτό της.

  «Ρεβέκκα, εσύ πρώτη. Πόσο θα ήθελες; Να το γεμίσω;» είπε η Μαγκνταλένα.

  Η Μαριάννα έσμιξε τα φρύδια. Της φάνηκε πως κάτι κινήθηκε στο παράθυρο.

  «Όχι, αγαπητή μου», είπε η Ρεβέκκα, «εγώ δεν θα φάω. Καμιά μας δεν θα φάει από αυτή την αηδία».

  Οι δύο γυναίκες την κοίταξαν με απορία.

  Ή αυτό θα έκαναν, αν η Ρεβέκκα δεν ορμούσε στην Μαριάννα. Πέταξε το τραπέζι που τις χώριζε και την άρπαξε από τον λαιμό. Η μητέρα της Μαγκνταλένα είδε με τρόμο δύο μαύρες σφαίρες να την αντικρίζουν.

  «Ρεβέκκα! Μα τι κάνεις;»

  Η Ρεβέκκα κοίταξε την Μαγκνταλένα. Γέλασε και εμφάνισε δύο σειρές από αιχμηρά δόντια ζώου, με τους κυνόδοντες να προεξέχουν πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα.

  «Ιησού Χριστέ!» ψέλλισε η Μαριάννα. «Μεγαλοδύναμε Θεέ!»

  «Πάψε», έκρωξε το ον. Στράφηκε πάλι προς την κοπέλα.  «Άνοιξε την πόρτα. Τώρα. Αλλιώς θα σκοτώσω την μάνα σου».

  «Ρεβέκκα… Τι;.. Τι είσαι;»

  «Άνοιξε την πόρτα».

  Η Μαγκνταλένα υπάκουσε. Ένιωσε πρώτα το κρύο και μετά είδε τις τρεις φιγούρες που έστεκαν στο κατώφλι. Ήταν δύο άντρες και μία γυναίκα, την οποία κρατούσε ο ένας από αυτούς. Όλοι φορούσαν μαύρα.

  «Ποιοι είστε;»

  «Προσκάλεσέ μας», είπε ο ένας άντρας.

  «Δεν καταλαβαίνω. Ποιοι είστε, τι θέλετε;» Γύρισε προς την Ρεβέκκα. «Τι συμβαίνει εδώ;»

  «Κάνε ό,τι σου είπε. Προσκάλεσέ τους να μπουν στο σπίτι σου». Ξανά το διαβολικό χαμόγελο. «Όπως έκανες και με εμένα».

  Η Μαγκνταλένα κοίταξε τους τρεις άγνωστους. Η γυναίκα χαμογέλασε όπως η Ρεβέκκα. Όπως και οι άντρες. Όμως, εκείνη έτρεμε κιόλας και έκανε σπασμωδικές κινήσεις προς την πόρτα. Έμοιαζε ανυπόμονη.

  «Προσκάλεσέ τους».

  «Περάστε», είπε η κοπέλα και έκανε στην άκρη.

  Κι εκείνοι το έκαναν.

  «Κλείσε την πόρτα».

  Η Μαγκνταλένα υπάκουσε. Έβρισε τον εαυτό της που φάνηκε τόσο ανόητη και δεν άκουσε την μητέρα της.

  Και τώρα εκείνη κινδύνευε. Και οι δυο τους κινδύνευαν από… Τι ήταν αυτά τα πλάσματα;

  Η σκιώδης μορφή… Η νυχτερίδα…

  Η γάτα που γρύλιζε…

  Θεέ μου, σώσε μας.

  «Ρεβέκκα», είπε ένας από τους άντρες. «Θα τις κρατήσεις και τις δύο ή θα πάρουμε και εμείς μερίδιο;»

  Η Ρεβέκκα έσπρωξε την Μαριάννα προς τον άντρα. «Τούτη δω είναι δική σας, Νικολάι». Μετά, κοίταξε την Μαγκνταλένα. «Εγώ θέλω την αθώα ψυχή της όμορφης Μαγκνταλένα».

  Η γυναίκα που είχε έρθει με τους δύο άντρες έκανε να επιτεθεί στην Μαριάννα.

  «Ήρεμα, Έλενα. Δε βιαζόμαστε», είπε ο άντρας που την κρατούσε. «Ας δώσουμε χρόνο στις κυρίες να καταλάβουν τι θα γίνει».

  Μητέρα και κόρη αντάλλαξαν μόνο μια δακρυσμένη ματιά, στην οποία κατοικούσε μια μάταιη υπόσχεση. Θα αντάμωναν στον Παράδεισο, εκείνες και ο Μιχαήλ, και θα ήταν ξανά όλοι μαζί.

  Μετά, η Ρεβέκκα έπιασε την Μαγκνταλένα και πήγαν σε άλλο δωμάτιο.

  Υπέφεραν και οι δύο, με διαφορετικούς τρόπους και το τέλος της καθεμιάς σαν ανθρώπινο ον ήταν αρκετά διαφορετικό από το τέλος της άλλης. Η Μαριάννα, όπως και κάθε άνθρωπος του οποίου δοκιμάζονται οι αντοχές, δεν ήξερε πόσο πόνο μπορούσε να αντέξει, αλλά οι τρεις βρικόλακες τής πρόσφεραν αυτή τη στερνή γνώση, δαγκώνοντας τον λαιμό της, ο ένας μετά τον άλλο, και απολαμβάνοντας τη γεύση του αίματος που έρεε άφθονο. Στην αρχή, η μεσήλικη γυναίκα προσπαθούσε να ουρλιάξει, αλλά κάθε φορά της έκλειναν το στόμα και η ανάγκη για να καλέσει σε βοήθεια θέριευε όλο και πιο πολύ. Όμως, αυτό κράτησε μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της και να βυθιστεί στον τελευταίο ανθρώπινο εφιάλτη της, προτού αφυπνιστεί σαν ένα διαβολικό ον.

  Στο δωμάτιο που κάποτε κοιμόταν μοναχή της, η Μαγκνταλένα ήταν αιχμάλωτη της γυναίκας που την είχε παγιδεύσει σε ένα αγκάλιασμα και ένα, ξεδιάντροπο για την ηθική της φιλί. Η Ρεβέκκα φρόντισε να ξεκινήσει αμέσως με την μεταμόρφωση της κοπέλας, για να ρίξει τις άμυνές της. Δάγκωσε τον λαιμό της για μερικά δευτερόλεπτα, ίσα-ίσα για να ενσταλάξει την ουσία της ύπαρξής της στην μέλλουσα σύντροφό της. Όταν η Μαγκνταλένα έπαψε τις προσπάθειες για να σωθεί από την βασανίστριά της, χάνοντας τις αισθήσεις της, με τα κουκλάκια που της είχε φτιάξει ο πατέρας σαν τελευταία εικόνα, η Ρεβέκκα γέμισε με φιλιά το νεανικό κορμί της άλλης, αναμένοντας με μεγάλη προσμονή την στιγμή που εκείνη θα της ανταπέδιδε. Και δεν απογοητεύτηκε.

  Αργότερα, όταν το ρολόι στην εκκλησία σήμανε μία μετά τα μεσάνυχτα, συναπαντήθηκαν όλοι στην κουζίνα. Οι τέσσερις βρικόλακες έμοιαζαν σαν να τους είχε δώσει κάποιος φάρμακο για την αρρώστια τους και αυτό τους επανέφερε.

  Η Μαριάννα, όμως, είχε ένα απλανές βλέμμα. Δύο μαύρες σφαίρες είχαν αντικαταστήσει τα καφετιά μάτια της. Δεν είχε σκέψεις, παρά μια δίψα που την τρέλαινε, παρά το γεγονός ότι ο Νικολάι τής είχε προσφέρει λίγο από το δικό του αίμα.

  Η Μαγκνταλένα, από την άλλη, είχε παρεμφερή όψη, αλλά στα κακόβουλα μάτια της υπήρχε νόηση. Η Ρεβέκκα είχε φροντίσει να την αλλάξει, αλλά όχι σε έναν κατώτερο τους είδους. Όχι, της είχε δώσει λίγη από τη δική της πονηριά. Δεν ήθελε και μια τρίτη Έλενα στην συντροφιά τους. Αντίθετα, ήθελε μια άξια σύντροφο. Και αυτήν είχε πλέον.

  «Ωραία», είπε ο Νικολάι. «Τώρα τι; Θα πάμε και στα άλλα σπίτια;»

  «Όχι ακόμα», απάντησε ο Βασίλι, αυτός που κρατούσε την Έλενα. «Πώς θα πάμε; Πρέπει να μας προσκαλέσουν».

  «Το ξέρω. Πώς θα κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους, όμως; Δεν θα είναι όλοι τόσο ανόητοι, όσο αυτή η νεαρή».

  «Μέτρα τα λόγια σου, Νικολάι», είπε η Ρεβέκκα. «Κι εσύ, Βασίλι. Είναι θέμα χρόνου να τους πιάσουμε. Μην ξεχνάτε, τώρα δοκιμάζουμε πραγματικά τις δυνάμεις μας. Τόσα χρόνια ήμαστε κλεισμένοι στο κάστρο. Ήδη ρισκάρουμε».

  Όλοι ένευσαν.

  «Θα αναρωτηθούν», είπε ο Βασίλι. «Για τούτες τις δύο. Θα τις ψάξουν».

  «Και δεν θα τις βρουν. Θα νομίζουν πως έφυγαν. Ίσως πιστέψουν ότι δεν άντεξαν την απώλεια και έφυγαν».

  Ο Βασίλι γέλασε. «Έχεις μια απάντηση για όλα, έτσι;»

  Η Ρεβέκκα είπε: «Φυσικά. Κάποιος από εμάς θα πρέπει να είναι έξυπνος, για να μην χαθούμε όλοι».

  Κανείς δεν μίλησε.

  Την ησυχία έσπασε η Μαγκνταλένα, όταν έσβησε τη φωτιά στο τζάκι και μετά εξήγησε με φωνή γαλήνια, μα και συριστική: «Έτσι θα είναι πιο σίγουρο ότι φύγαμε. Επίσης, προτείνω να πάρουμε και το κάρο που είναι στην πίσω αυλή».

  «Μα πόσο έξυπνη είσαι πια, αγαπητή μου», είπε η Ρεβέκκα.

  Οι άλλοι δεν αποκρίθηκαν.

  Ο Νικολάι έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την εσωτερική τσέπη του μανδύα του. «Όπως και να έχουν τα πράγματα», είπε, «η Κόμισσα μάς άφησε μια εντολή. Πρέπει να δούμε πώς θα τη φέρουμε εις πέρας, προτού καταλάβει κάτι κάποιος άνθρωπος».

  «Ναι, εμάς μας άφησε τη δύσκολη δουλειά και εκείνη πήγε στην Αγγλία για να βρει έναν άντρα», είπε ο Βασίλι. «Λες και δεν υπήρχαν εδώ».

  «Η Κόμισσα θα έχει τους λόγους της. Είμαι σίγουρη πως δεν θα πήγαινε απλά για έναν άντρα».

  Πριν προλάβει να μιλήσει ο Βασίλι, η Ρεβέκκα συνέχισε: «Και… “δύσκολη δουλειά”; Αλήθεια, Βασίλι, για πες μου, έχεις φανταστεί πόση ελευθερία έχουμε; Πόσα θηράματα έχουμε, για να αλλάξουμε; Θα σου πω εγώ. Έχουμε όλη την ελευθερία που υπάρχει και όλα τα θηράματα που υπάρχουν. Για εμάς. Για πάντα».

  Ο Βασίλι κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να πει κάτι άλλο. Χάιδεψε τα μαλλιά της Έλενας, όπως συνήθιζε κάποτε, πριν αλλάξουν. Με τη διαφορά, όμως, ότι τώρα δεν ένιωθε κάποια συμπάθεια. Δεν είχε αισθήματα πια. Κανείς τους.

  Η Μαγκνταλένα είπε: «Καλύτερα να φύγουμε από εδώ. Θα επιστρέψουμε αύριο το βράδυ».

  Συμφώνησαν.

  Λίγο πριν κλείσει την πόρτα, ο Νικολάι έριξε μια ματιά στο χώρο. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι κάτι είχε συμβεί. Ακόμα και τα λίγα αίματα που έσταξαν στο πάτωμα -το οποίο είχαν ξεσκεπάσει προσωρινά από την προβιά, για να μην λερωθεί-, τα είχε γλύψει η Έλενα.

  Τώρα δοκιμάζουμε πραγματικά τις δυνάμεις μας, θυμήθηκε τα λόγια της Ρεβέκκα και χαμογέλασε.

  Έπειτα, ακολούθησε τους άλλους μες στην νύχτα, όπου τα ουρλιαχτά των σκυλιών δεν έλεγαν να κοπάσουν, με εξαίρεση αυτών που ανήκαν στην οικογένεια της Μαγκνταλένα. Αυτά δεν στάθηκαν τυχερά.

Συνεχίζεται…

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Στο κείμενο αξιοποιούνται ιστορικά στοιχεία και πραγματικές τοποθεσίες, αλλά αυτό γίνεται κατά τρόπο μυθιστορηματικό.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/ 
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: