Προηγούμενο

Μπραν, Τρανσυλβανία

Φεβρουάριος 1897 μ.Χ.

Το επόμενο πρωί, οι άνθρωποι της μικρής κοινότητας ξεκίνησαν τις δουλειές τους ως συνήθως, πριν καν ξημερώσει. Οι γυναίκες σηκώθηκαν πρώτες και ετοίμασαν ένα ελαφρύ πρωινό γεύμα που περιελάμβανε ξερό ψωμί, σούπα, γάλα και τσάι –στο οποίο μερικοί άντρες προσέθεταν λίγη βότκα. Μετά, ξύπνησαν οι σύζυγοι και τα παιδιά, για να ακολουθήσουν τελικά και οι γηραιότεροι συγγενείς, οι περισσότεροι εκ των οποίων έμεναν μαζί με την οικογένεια των παιδιών τους. Τα μέλη της εκάστοτε οικογένειας συγκεντρώθηκαν στο τραπέζι της κουζίνας, όπου οι νεώτεροι παραχώρησαν τα ελάχιστα καθίσματα στους μεγαλύτερους, έκαναν την προσευχή τους και γευμάτισαν, μιλώντας παράλληλα για τις υποχρεώσεις που είχαν να συνεχίσουν ή και να ολοκληρώσουν μέσα στη μέρα και πριν την έλευση της νύχτας. Τα ανήλικα παιδιά, κατά βάση, κάθονταν στο πάτωμα, όπου έτρωγαν και έπαιζαν ή τσακώνονταν ποιο θα πρωτοπιεί κι άλλο γάλα, με τους γονείς τους συνήθως να δυσανασχετούν και να τα μαλώνουν, τη στιγμή που οι ίδιοι ήθελαν να βάλουν σε τάξη τις έγνοιες τους. Έπειτα, πριν η καμπάνα σημάνει επτά, και αφού όλοι ήταν έτοιμοι, έκαναν ξανά προσευχή, οι γυναίκες μάζευαν το τραπέζι, για να πλύνουν τα πιάτα, τα ποτήρια κλπ, οι νεώτεροι άντρες έβγαιναν από το σπίτι, ακολουθούμενοι από όσα παιδιά τους μπορούσαν να τους βοηθήσουν, ενώ οι μεγαλύτεροι είτε πήγαιναν να βοηθήσουν στις εξωτερικές δουλειές, είτε έσπευδαν στο καφενείο.

  Η μέρα παρέμενε πολύ ψυχρή και ο ουρανός συννεφιασμένος. Τα κλαδιά στα δέντρα έτρεμαν ενίοτε από τον αέρα, ενώ από μακριά, βαθιά στο δάσος έφταναν ουρλιαχτά λύκων, χωρίς ωστόσο αυτό να ανησυχεί ιδιαίτερα τους κατοίκους του Μπραν. Πήγαιναν πολλά χρόνια που είχαν να δουν έστω και ένα λύκο να πλησιάζει κάποιο από τα σπίτια που βρίσκονταν πιο κοντά στο δάσος. Αν ρωτούσε κανείς έναν από τους γέροντες ή κάποια από τις ηλικιωμένες γυναίκες, θα μάθαινε ότι είχαν υπάρξει περιστατικά θεάσεων και επιθέσεων από λύκους σε ζώα που κατοικούσαν στους στάβλους και τα μαντριά, όμως αυτά ήταν μεμονωμένα και οι σχεδόν άμεσες αντιδράσεις των ανθρώπων, που είχαν σκοτώσει πολλούς λύκους, έδωσαν στα ζώα να καταλάβουν ότι δεν έπρεπε να επιστρέψουν ποτέ στο Μπραν. Βέβαια, εκτός από τους κατοίκους που οπλοφορούσαν, πλέον υπήρχαν τα σκυλιά και οι γάτες που είχαν αυξηθεί σε αριθμό σε σχέση με παλιότερα χρόνια και συνέδραμαν στην αποτροπή επιθέσεων από λύκους. Οπότε, το μόνο που έπρεπε να προσέχουν οι ντόπιοι ήταν να μη ξεμακραίνουν από το Μπραν μόνοι τους, δίχως άλλο άτομο ή και ένα σκυλί και ένα τουφέκι.

  Ο κατάλευκος από τα χιόνια κεντρικός δρόμος γέμισε σύντομα με φωνές και ανθρώπους κουκουλωμένους με βαριά πανωφόρια. Καλημέρισαν ο ένας τον άλλο και συζήτησαν για λίγο. Τις περισσότερες μέρες του χρόνου, οι κουβέντες τους αφορούσαν μονάχα το πώς ήταν τα πράγματα στο σπίτι, τι θα έκαναν με τα ζώα και τα χωράφια, καθώς και αν υπήρχαν νεότερα από την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία (δηλαδή, αν είχαν αυξηθεί οι φόροι ή αν επρόκειτο να γίνει πόλεμος).

  Σήμερα, όμως, το βασικότερο θέμα συζήτησης ήταν τα επίμονα γαβγίσματα των σκυλιών που την προηγούμενη νύχτα είχαν κρατήσει περισσότερο από μία ώρα. Όλοι συμφωνούσαν στο ότι δεν είχαν ακούσει ουρλιαχτά από λύκους -γεγονός που θα δικαιολογούσε την αναστάτωση των σκυλιών. Ορισμένοι από τους κατοίκους ανέφεραν ότι, με το που άκουσαν τα γαβγίσματα, είχαν βγει και είχαν φωνάξει στα ζώα τους να σταματήσουν, όμως εκείνα δεν τους υπάκουσαν. Άλλοι είπαν ότι έψαξαν για τυχόν ίχνη γύρω από τα σπίτια τους, αλλά δεν είχαν βρει κάτι. Κάποιος αναρωτήθηκε μήπως τα σκυλιά είχαν πάθει κάποια αρρώστια, όμως οι συνομιλητές του διαφώνησαν, γιατί σήμερα ήταν ήρεμα.

  «Ναι, αλλά θα είναι και το βράδυ ήρεμα;»

  Ως προς αυτό, κανείς δεν μπορούσε να απαντήσει με βεβαιότητα, γιατί δεν ήξεραν τι έφταιγε για την αντίδρασή τους.

  Εντέλει, δεν κατέληξαν κάπου, πέραν από το να κάνουν υποθέσεις, με μία να κυριαρχεί όλων: οι φήμες από το παρελθόν· το κάστρο. Αλλά κανείς δεν το είπε. Μόνο το σκέφτηκαν και σιώπησαν, λες και για μερικές στιγμές το αίμα έπαψε να τροφοδοτεί το μυαλό τους.

  Όμως, επανήλθαν στην πραγματικότητα, ενθυμούμενοι τι είχαν να κάνουν, οπότε οι μικρές ομάδες που είχαν σχηματιστεί διαλύθηκαν γρήγορα. Η μέρα προβλεπόταν δύσκολη και ήθελαν να προλάβουν την ακόμα χειρότερη νύχτα που θα τους επισκεπτόταν αργότερα.

***

Ο πατήρ Στεφάν Οσμοκέσκου και η σύζυγός του Ντανιέλα έφτασαν στο χωριό νωρίτερα απ’ ό,τι περίμεναν. Το άλογο που έσερνε το κάρο τους εισήλθε στο Μπραν όταν η καμπάνα σήμανε μισή ώρα μετά τη μία το μεσημέρι. Πέρασαν ανάμεσα από τους κατοίκους που ακόμα κυκλοφορούσαν στους χωματόδρομους -κυρίως, γυναίκες και πολύ μικρά παιδιά, δηλαδή-, τους χαιρέτισαν και συνέχισαν προς το σπίτι τους, που βρισκόταν πλησίον του ναού της Μεταμορφώσεως. Εκεί ο ιερέας κατέβηκε με τη μαγκούρα του και έπειτα βοήθησε την ηλικιωμένη Ντανιέλα.

  «Δόξα τω Θεώ, φτάσαμε» είπε εκείνη και έσαξε τη μακριά της φούστα. «Δεν θα άντεχα για πολύ ακόμα».

  «Ούτε εγώ, καλή μου. Αχ, μεγαλώσαμε, Ντανιέλα». Ήταν και οι δύο κουρασμένοι από το ταξίδι τους στο Σιμπίου, για το οποίο χρειάστηκαν οχτώ μέρες, όπου είχαν πάει για να μιλήσει ο πατήρ Στεφάν με τον μητροπολίτη, αλλά και να δουν τον γιατρό για τα προβλήματα στις αρθρώσεις που χειροτέρευαν με τα χρόνια. «Θυμάσαι που κάναμε αυτό το ταξίδι χωρίς κάρο, ο καθένας με το άλογό του;»

  «Ναι. Ωραίες εποχές». Η Ντανιέλα θυμήθηκε που κάθε φορά που ήταν να κάνουν ένα ταξίδι με άλογα, πήγαιναν μαζί στο στάβλο που είχαν κάποτε και ετοίμαζαν τα ζώα, φροντίζοντας να είναι καλοταϊσμένα και καθαρά. Παράλληλα, συζητούσαν για το πού θα έμεναν και ποια μέρη θα μπορούσαν να επισκεφτούν ένεκα της ευκαιρίας που τους είχε παρουσιαστεί –δεν ήταν εύκολο, κυρίως από οικονομικής απόψεως, να φεύγουν συχνά από το Μπραν. Όταν, δε, ερχόταν η επόμενη μέρα της αναχώρησης, ανέβαιναν στη σέλα του αλόγου που είχαν και άρχιζαν να ιππεύουν ο δίπλα-δίπλα, πολλές φορές με τα χέρια τους σφιγμένα σε μια κοινή γροθιά.

  Αναστέναξαν, καθώς η μνήμη τους επανέφερε τις όμορφες εικόνες από τότε, αλλά και από το μαράζι που κατέτρωγε την ψυχή και των δύο. Ο πατήρ Στεφάν και η Ντανιέλα δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Όσο κι αν είχαν προσπαθήσει, όσο κι αν είχαν παρακαλέσει τον Θεό, δεν τα κατάφεραν κι αυτό τους πλήγωνε. Όταν η Ντανιέλα έβλεπε τις γυναίκες με τις κόρες τους να κάνουν τις διάφορες δουλειές ή όταν ο Στεφάν έψελνε στην Ωραία Πύλη του ναού και κοιτούσε τους πιστούς με τα τέκνα τους… Ήταν δύσκολο, και για τους δύο. Κι αυτές οι στιγμές έμοιαζαν ατελείωτες. Τα χρόνια εκείνα είχαν κυλήσει βασανιστικά αργά. Ειδικά, οι νύχτες, όταν έκλειναν τα δακρυσμένα τους μάτια και σκέφτονταν πώς θα ήταν η ζωή τους αν… Δεν ήθελαν απαραίτητα πολλά παιδιά, αλλά… απλά…

  Θα ήταν ψέμα αν έλεγαν πως δεν ζήλευαν τους συγχωριανούς τους. Ο πατήρ Στεφάν, δε, μερικές φορές κοιτούσε τις εικόνες του ναού ή στο σπίτι του χωρίς να μιλάει ή να προσεύχεται. Τις κοιτούσε με θυμό και αγανάκτηση. Ήταν για λίγες στιγμές -αφού μετά ζητούσε συγχώρεση-, αλλά όντως, έτσι ένιωθε. Σαν παιδί που είχε τιμωρηθεί για κάτι που δεν έκανε ποτέ.

  Όταν πια είχαν μεγαλώσει αρκετά για να είναι σίγουροι ότι δεν θα τεκνοποιήσουν, συνειδητοποίησαν πως ήδη βοηθούσαν στην ανάπτυξη των παιδιών των άλλων κατοίκων μέσω του κατηχητικού που λειτουργούσε ο πατήρ Στεφάν. Οι περισσότεροι άνθρωποι του Μπραν ήταν ορθόδοξοι και είχαν δεχτεί με ευχαρίστηση να μαθαίνουν τα παιδιά τους για τους αγίους, τον Θεό κλπ.

  «Αλλά μόνο απόγευμα, εντάξει, παπά; Το πρωί τα χρειαζόμαστε» του είχαν τονίσει.

  Ο πατήρ Στεφάν και η Ντανιέλα δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό.

  Ήταν μια παρηγοριά και για τους δύο. Τόσα παιδιά μαζεμένα στην εκκλησία κι εκείνοι να προσπαθούν να τους εντρυφήσουν τον λόγο του Θεού. Τα είχαν κοντά τους τόσα χρόνια κι όμως τους πήρε πολύ καιρό για να καταλάβουν τι σήμαινε αυτό.

  Τώρα, πριν μπουν στο σπίτι, πλησίασαν το μοναδικό άλογο που είχαν και, όπως συνήθιζαν μετά από κάθε εξόρμηση, χάιδεψαν τη χαίτη του, το ευχαρίστησαν και μετά ευχήθηκαν να το έχει ο Θεός καλά.

  Το μικρό οίκημα που τους είχε παραχωρήσει η κοινότητα όταν εγκαταστάθηκαν στο Μπραν πριν τριάντα χρόνια ήταν κρύο, αλλά καθαρό. Η κόρη του Λούκα Βλαντιμιρέσκου, η Στεφανία, που παρακολουθούσε τα μαθήματα του πατέρα Στεφάν και της Ντανιέλα και βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού των Οσμοκέσκου, προφανώς είχε έρθει στο ενδιάμεσο που έλειπαν και το περιποιήθηκε.

  «Την καλή μου» είπε η Ντανιέλα και κάθισε σε μια καρέκλα. «Να θυμηθώ να της δώσω δύο κορώνες για τον κόπο της».

  «Φυσικά» συμφώνησε ο Στεφάν και γέμισε τη λεκάνη με νερό. Έπειτα, έπλυνε το πρόσωπό του και το σκούπισε με ένα μαντήλι. «Εγώ θα πάω να αφήσω το άλογο στο χωράφι και μετά θα πάω στον Καφενέ». Είχαν παρέλθει πενήντα χρόνια από τον θάνατο του τελευταίου κατοίκου του Μπραν που ήταν ελληνικής καταγωγής, δηλαδή του Αθανασίου Μαρτινίδη, ο οποίος, ακολουθώντας την παράδοση που είχε ξεκινήσει ο προπάππους του Θεόδωρος Μαρτινίδης, δούλευε το τοπικό καφενείο μαζί με την σύζυγο και τους δύο γιους του. Όταν πέθανε ο Αθανάσιος, τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειάς του πούλησαν το μαγαζί και έφυγαν για την Ελλάδα. Πλέον, το λειτουργούσε ο Λουσιάν Μαρτινέσκου.

  «Εντάξει» είπε η Ντανιέλα. «Πέρασε και από το σπίτι των Μπενγκέσκου και ρώτα μήπως έχουν αβγά. Αν έχουν, πάρε καμιά δεκαριά».

  Ο πατήρ Στεφάν το υποσχέθηκε και βγήκε από το σπίτι. Ανέβηκε πάλι στη θέση του στο κάρο και πήγε με το άλογο στο χωράφι που διέθεταν στη βορινή πλευρά του Μπραν. Εκεί απελευθέρωσε το άλογο από το μικρό όχημα και το οδήγησε στο προχειροφτιαγμένο υπόστεγο που είχε χτίσει, μετά την καταστροφή του στάβλου, το ’70. Έβγαλε σανό για το ζώο και γέμισε τη γούρνα με νερό.

  Μετά, διέσχισε σιγά-σιγά την απόσταση μέχρι τον Καφενέ, χαιρετώντας όσους τύχαινε να βρει στο διάβα του. Συνάντησε και τη Στεφανία, η οποία, παρά τις διαμαρτυρίες του, επέμεινε να πάει στο σπίτι, μήπως ήθελε κάτι η Ντανιέλα.

  Όταν ο Στεφάν έφτασε στο μαγαζί, κυριαρχούσε η μυρωδιά του ψημένου καφέ και του τσιγάρου. Υπήρχαν τέσσερις παρέες από ηλικιωμένους, που απολάμβαναν τον καφέ ή τη βότκα τους, κάπνιζαν και συζητούσαν. Ο Στεφάν κάθισε στο τραπέζι κοντά στον τοίχο και το τζάκι, μαζί με τον Ιλιέσκου και τον Στεφόνιου.

  Ο Μαρτινέσκου τον είδε και έσπευσε να τον καλησπερίσει και να τον καλωσορίσει στο Μπραν, να ζητήσει την ευχή του και μετά να τον ρωτήσει τι θα ήθελε να τον κεράσει. «Σήμερα η κυρά έχει φτιάξει ωραίο μπακλαβά» είπε.

  Ο Στεφάν ρώτησε χαμογελαστός τους άλλους: «Λέει αλήθεια; Είναι ωραίος ο μπακλαβάς;»

  «Πάτερ!» πετάχτηκε ο Μαρτινέσκου.

  «Τι συμβαίνει, Λουσιάν;»

  «Μα με προσβάλατε, πάτερ. Αφού σας λέω, είναι νοστιμότατος. Ούτε οι Έλληνες δε φτιάχνουν τέτοια νοστιμιά. Και είναι και νηστίσιμος».

  Ο Στεφάν κοίταξε τον Ιλιέσκου και τον Στεφόνιου. Εκείνοι παράστησαν πως το σκέφτονται, αλλά τα μικρά άδεια πιάτα με το σιρόπι μπροστά τους τους πρόδιδαν.

  «Καλός είναι» είπε ο Στεφόνιου. «Η κυρά Κωνστάνσα ξέρει τι φτιάχνει».

  «Ορίστε, πάτερ» είπε ο Μαρτινέσκου.

  «Βίρτζιλ;» ρώτησε ο Στεφάν τον Ιλιέσκου.

  «Μα, πάτερ!»

  «Εντάξει, εντάξει, Λουσιάν. Φέρε μου ένα κομμάτι για εμένα και, αν μου αρέσει, θα πάρω μετά ένα για την Ντανιέλα».

  Ο Λουσιάν ένευσε ικανοποιημένος και χάθηκε στην κουζίνα.

  Χρειάστηκαν λιγότερα από δέκα λεπτά, για να μάθει ο Στεφάν για τα χθεσινά –πρώτα, έπρεπε να πει σχεδόν κάθε τι για το ταξίδι που είχε κάνει με την Ντανιέλα, ένεκα που ήταν από τους λίγους κατοίκους που έφευγαν ενίοτε από το Μπραν και έφερναν κάποιο νέο, αλλά και που η εφημερίδα του Μπρασόβ δεν έφτανε κάθε μέρα στο χωριό. Αλλά έβλεπε πως υπάρχει ανησυχία στα πρόσωπα των δύο γερόντων και δεν μπορούσε να μη ρωτήσει: «Έγινε κάτι όσο λείπαμε;»

  «Χθες» είπε ο Στεφόνιου. «Τα σκυλιά γάβγιζαν όλη νύχτα».

  «Ποια απ’ όλα τα σκυλιά;»

  «Όλα όσα έχουμε στο Μπραν, πάτερ».

  «Αλήθεια; Και γάβγιζαν για τόσο πολύ;»

  «Ναι. Ξεσήκωσαν όλο το Μπραν».

  «Και χωρίς λόγο» συμπλήρωσε ο Ιλιέσκου.

  «Τι θα πει, χωρίς λόγο; Τα σκυλιά δε γαβγίζουν έτσι απλά. Όχι όλα. Κάτι είδαν ή άκουσαν».

  Ο Ιλιέσκου ανασήκωσε τους ώμους. «Εμείς δεν ακούσαμε ουρλιαχτά λύκων. Και το πρωί δε βρήκαμε ίχνη από άλλα ζώα».

  «Όπως σας τα λένε είναι, πάτερ» είπε ο Μαρτινέσκου που είχε φτάσει, στο μεταξύ και σέρβιρε τον ιερέα. «Ούτε πατημασιές, ούτε ουρλιαχτά. Τίποτα. Μόνο τα γαβγίσματα των σκυλιών».

  Κανείς δεν μίλησε για λίγο. Ο Στεφάν συνειδητοποίησε πως και στα άλλα τραπέζια είχαν παύσει οι συνομιλίες. Όλοι αλληλοκοιτάζονταν ή έπιναν μια γουλιά από το ποτό τους. Ξαφνικά, η ζέστη από το τζάκι φάνηκε αδύναμη, ισχνή, και ο χώρος σαν να εισέπνευσε το κρύο απέξω και να μην το απέβαλλε.

  Ο Στεφάν έσφιξε τη μαγκούρα του, νιώθοντας την ξύλινη λαβή της να τρέμει, σαν να μην ήταν πια το στήριγμά του, αλλά μια ετοιμόρροπη δοκός. Ήξερε τι περνούσε στο μυαλό όλων.

  Να προσέχεις, πάτερ, τον είχε προειδοποιήσει ο επίτροπος, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή του, όταν έφτασαν με την Ντανιέλα στο χωριό. Οι δαίμονες δεν ζούσαν μόνο τα αρχαία χρόνια. Και όχι μόνο σε άλλους τόπους. Κάποιοι επισκέφτηκαν και την πατρίδα μας. Και ίσως να είναι ακόμα εδώ. Του είχε πει τα πάντα, όσα διαδίδονταν από γενιά σε γενιά για το Μπραν και το κάστρο του. Και για την Κόμισσα. Ιστορίες από ένα αιματηρό παρελθόν που είχε επιβιώσει στους αιώνες, κλεισμένο στον μεσαιωνικό πύργο που ρίζωνε ψηλά, πάνω από το Μπραν. Ο Στεφάν πίστευε στην ύπαρξη δαιμόνων, αλλά όχι σαν αυτούς που του είχε περιγράψει ο επίτροπος του ναού. Γι’ αυτό και είχε αμφισβητήσει, και εξακολουθούσε να αμφισβητεί, τα λεγόμενα του άλλου.

  Ωστόσο, έβλεπε ότι όλοι οι κάτοικοι του χωριού πίστευαν ενδόμυχα τις ιστορίες. Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι, το οποίο δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς (όπως μια αρρώστια που είχε σκοτώσει πολλές από τις αγελάδες το ’73, χωρίς να έχουν εμφανίσει συμπτώματα από προηγούμενες μέρες), οι παρευρισκόμενοι αντάλλασσαν ματιές τρόμου. Δεν έλεγαν αυτό που σκέφτονταν, όχι λεκτικά. Ήταν σαν να ντρέπονταν που «έπρεπε» να τυραννιούνται από φαντάσματα που δημιουργήθηκαν μιαν άλλη εποχή και από άλλους ανθρώπους.

  Μόνο στον πατέρα Στεφάν μιλούσαν για κάθε σκέψη τους. Εκείνος προσπαθούσε να παρηγορήσει τους βασανισμένους, με λόγια από τις Γραφές και με τη δική του γνώμη επί του θέματος, αλλά ήταν φανερό ότι η καρδιά του Μπραν δεν θα αγαλλίαζε εύκολα από την κατάρα του.

  Κι αυτή ήταν μία ακόμα από τις προσπάθειες που έκανε ο ιερέας για να βοηθήσει το ποίμνιό του. Απέλπιδα προσπάθεια, όπως φαινόταν: ούτε ο λόγος του Θεού ούτε η κοινή λογική είχαν αποτέλεσμα. Αλλά σίγουρα άξιζε να το παλέψει.

  Στο κάτω-κάτω, είχε πει χαριτολογώντας στην Ντανιέλα πριν πολλά χρόνια, έχω να τα βάλω με ανύπαρκτα τέρατα. Είναι ο λόγος μου απέναντι στον δικό τους.

  Όμως, κάποιες βραδιές που το σκεφτόταν και κοιτούσε προς το κάστρο ένιωθε εκείνον τον αδιόρατο φόβο που προκαλεί ένα στοιχειωμένο μέρος. Δύσκολα θα το παραδεχόταν, αλλά μέσα του ήξερε πως δεν θα πήγαινε ποτέ εκεί, για να μάθει αν ίσχυαν έστω και στο ελάχιστο οι φήμες. Βέβαια, αν πήγαινε, θα αποδείκνυε ότι είχε δίκιο, γεγονός που θα ενίσχυε την άποψή του και ο κόσμος πιθανότατα θα τη δεχόταν τελικά. Αλλά δίσταζε. Το κάστρο έμοιαζε σαν να τον περιγελούσε, σαν να του έλεγε Εγώ είμαι εδώ, κοντά σου. Σχεδόν δίπλα σου. Και σε περιμένω.

  Και ο Στεφάν τι έκανε; Γυρνούσε την πλάτη του και άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του. Σώπαινε. Στη σημαντικότερη μάχη που είχε να δώσει, στη μάχη της πίστης του έναντι της δεισιδαιμονίας που απειλούσε να τον καταβάλλει, εκείνος υποχωρούσε.

  Είναι απλά φήμες, επαναλάμβανε. Ιστορίες γερόντων, που δεν ευσταθούν. Δεν υπάρχουν βρικόλακες.

  Αλλά.

  Αυτή η αμφιβολία, αυτό το αλλά τού έφερνε εφιάλτες.

  Ο πατήρ Στεφάν κοίταξε τώρα τους άλλους και ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να ήταν κάποιο ζώο» είπε. «Απλά δεν πλησίασε πολύ, λόγω των σκυλιών. Γι’ αυτό δε βρήκατε τα ίχνη του».

  Κάποιοι κατένευσαν, όμως δίχως να δέχονται πραγματικά αυτή την πιθανότητα.

  Ο Στεφάν δοκίμασε τον μπακλαβά και όντως, όφειλε να το παραδεχτεί: η Κωνστάνσα, για άλλη μια φορά, είχε φτιάξει ένα εκπληκτικό γλυκό. Ο Λουσιάν χαμογέλασε και έσπευσε να ετοιμάσει ένα κομμάτι για την Ντανιέλα.

  «Α, να πείτε στα εγγόνια σας ότι σήμερα θα έχουμε κατηχητικό» τόνισε ο Στεφάν. «Τέσσερις με πέντε και μισή».

  Του το υποσχέθηκαν και οι συζητήσεις άρχισαν ξανά, με σαφώς λιγότερη προθυμία.

  Δεν έμεινε για πολύ ακόμα στον Καφενέ. Όταν το ρολόι στην εκκλησία σήμανε ένα τέταρτο μετά τις δύο, σηκώθηκε από την καρέκλα με κόπο. Ο Στεφόνιου και ο Ιλιέσκου τον χαιρέτησαν και του είπαν να προσέχει.

  Τους ευχαρίστησε και φώναξε τον Λουσιάν, για το γλυκό. Ο άντρας με την άσπρη ποδιά βγήκε από την κουζίνα, αυτή τη φορά φορώντας και το βαρύ του πανωφόρι.

  «Πάτερ, θα πάω εγώ τον μπακλαβά στην κυρά σου» είπε στον Στεφάν.

  «Τι; Έλα, σε παρακαλώ, Λουσιάν. Δεν υπάρχει λόγος να μπεις σε τέτοιο κόπο».

  «Ω, μα τι λέτε, κανένας κόπος. Μεγάλη μου χαρά να τα πω και λίγο με την κυρα-Ντανιέλα».

  «Όχι, όχι, έχεις το καφενείο. Για όνομα του Θεού».

  «Κανένα πρόβλημα. Η Κωνστάνσα τα καταφέρνει μια χαρά. Την ευχή σας, πάτερ» είπε ο Λουσιάν, καθώς έβγαινε, πριν προλάβει ο ιερέας να τον σταματήσει.

  Ο πατήρ Στεφάν χαμογέλασε, χαιρέτησε και τους λοιπούς πελάτες και βγήκε στο κρύο, το οποίο ήταν πιο ήπιο αυτή την ώρα. Περπάτησε με τον ίδιο αργό ρυθμό όπως συνήθιζε πλέον.

  Έφτασε στο σπίτι των Μπενγκέσκου και αναστέναξε από την προσπάθεια. Θυμήθηκε την προηγούμενη κουβέντα που είχαν με την Ντανιέλα, λίγο πριν μπουν στο σπιτικό τους. Είχαν μεγαλώσει. Κάτι που σήμαινε πως το Μπραν θα χρειαζόταν σύντομα καινούριο ιερέα. Ευτυχώς, ο μητροπολίτης, με τον οποίο είχε μιλήσει στο Σιμπίου, είχε υποσχεθεί πως θα διόριζε κάποιον.

  Ο Στεφάν χτύπησε την πόρτα και φώναξε: «Μαριάννα, Μαγκνταλένα; Ο πατήρ Στεφάν είμαι».

  Περίμενε.

  Αλλά δεν έλαβε απάντηση. Κανείς δεν άνοιξε, κανείς δεν μίλησε.

  Επανέλαβε: «Μαριάννα; Μαγκνταλένα;»

  Τίποτα.

  Σκέφτηκε ότι μπορεί να ήταν στην πίσω πλευρά, όπου είχαν τα ζωντανά τους. Έκανε τον γύρο της οικίας, λοιπόν, ακουμπώντας με το αριστερό του χέρι στον κρύο τοίχο.

  Το πρώτο που παρατήρησε ήταν πως δεν υπήρχε κανένα ζώο των Μπενγκέσκου. Τα χαμηλά σπιτάκια των σκυλιών ήταν άδεια, όπως και το κοτέτσι, αλλά και το μικρό μαντρί τους. Επίσης, είδε ότι έλειπε και το κάρο.

  «Δεν είναι εδώ».

  Ο πατήρ Στεφάν κοίταξε την γυναίκα που είχε μιλήσει. Ήταν η κυρία Κοβάτσι, η γειτόνισσα των Μπενγκέσκου. Στεκόταν με τη σκούπα στο χέρι, ενώ το φόρεμά της ήταν λερωμένο από τις εργασίες που είχε αναλάβει. «Την ευχή σας, πάτερ».

  «Του Θεού, καλή μου. Πότε έφυγαν;»

  «Μμμ, δεν ξέρω σίγουρα. Πάντως, μέχρι χθες το απόγευμα ήταν στο σπίτι. Το ξέρω αυτό γιατί μίλησα με την Μαριάννα στις έξι, όταν πήγα να την ρωτήσω αν έχει καθόλου αλεύρι».

  «Αργότερα;»

  «Δεν ξέρω, πάτερ, λυπάμαι».

  «Τώρα το πρωί μήπως είδατε καμιά τους;»

  Η κυρία Κοβάτσι ένευσε αρνητικά. «Όχι, καθόλου. Και είμαι από πολύ νωρίς έξω, για να συμμαζέψω λίγο».

  «Μάλιστα. Κατάλαβα. Ευχαριστώ, κυρία Ντουμιτρίτα».

  Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Πάντως, πάτερ, να έφυγαν βραδιάτικα; Είναι δυνατόν; Κανείς δεν πρέπει να κυκλοφορεί την νύχτα. Το ξέρουμε καλά εδώ».

  Ο πατήρ Στεφάν δεν απάντησε σε αυτό, παρά ευχαρίστησε και πάλι την γυναίκα και γύρισε να φύγει. Έφτασε στην μπροστινή πόρτα. Κοντοστάθηκε. Έριξε μια ματιά στο εσωτερικό, από το παράθυρο. Άδειος χώρος, τα έπιπλα στη θέση τους. Από την πόρτα που οδηγούσε προς τα ενδότερα, διέκρινε μόνο σκοτάδι.

  Να έφυγαν μες στη νύχτα; Το θεωρούσε απίθανο, αν όχι αδύνατο. Η Μαριάννα και ο αποθανών σύζυγός της, ο Μιχαήλ, μιλούσαν για την νύχτα, βασικά ψιθύριζαν, με φόβο, σαν να ήταν ένας τεράστιος τάφος.

  Συνέχισε να κοιτάει στο εσωτερικό.

  Τα σκυλιά γάβγιζαν όλη νύχτα, θυμήθηκε. Επιπλέον, οι ματιές των θαμώνων του καφενείου, ανήσυχες.

  Σημαίνουν κάτι όλα αυτά; Μήπως είναι τυχαία;

  Τότε ένιωσε κάτι να κινείται στα πόδια του και τρόμαξε. Όμως, είδε πως ήταν απλώς μια γάτα με άσπρο και μαύρο τρίχωμα, που έτριβε το κεφάλι της στο ράσο του και γουργούριζε.

  Ο πατήρ Στεφάν χαμογέλασε. «Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είμαι μόνο εγώ που θέλω να μιλήσω με τις κυρίες Μπενγκέσκου». Η γάτα τον κοίταξε και νιαούρισε. Ο ιερέας θα ήθελε να σκύψει και να τη χαϊδέψει, ίσως και να την πάρει στην αγκαλιά του, αλλά δεν μπορούσε.

  Οπότε κοίταξε ξανά από το παράθυρο, χωρίς να δει κάποια από τις γυναίκες (ή κάτι άλλο), και κίνησε σιγά-σιγά προς το σπίτι του, ακολουθούμενος από την γάτα. Βρήκε την σύζυγό του να έχει ξαπλώσει και την Στεφανία να ετοιμάζει ένα πιάτο φαγητό στην κουζίνα, για τον ίδιο. Ο ιερέας ευχαρίστησε την νεαρή για ό,τι έκανε και επιπλέον την παρακάλεσε να δώσει λίγο φαγητό και στην γάτα που περίμενε έξω. Έπειτα, συνομίλησε για λίγο με την σύζυγό του. Η Ντανιέλα δυσανασχέτησε, στην αρχή, που δεν είχε βρει τα αβγά, αλλά μετά, όταν της είπε ότι δεν είχε βρει ούτε τις Μπενγκέσκου στο σπίτι, ενώ, σύμφωνα με την κυρία Κοβάτσι, ήταν εκεί χθες το απόγευμα, η γυναίκα αναρωτήθηκε τι να σήμαινε αυτό.

  «Δεν ξέρω, Ντανιέλα».

  «Ίσως η Ντουμιτρίτα να έκανε λάθος».

  «Ναι. Ίσως».

  «Είναι μεγάλη γυναίκα, Στεφάν. Μπορεί να μπερδεύτηκε. Μπορεί να έφυγαν νωρίτερα για κάποια δουλειά και να πήραν μαζί τα ζώα».

  «Ναι. Μπορεί».

  Η συζήτηση έμεινε εκεί. Ξανά στην αμφιβολία.

***

Δεν ήταν όλα τα παιδιά στο μάθημα, παρά μόνο όσα ήταν κοντά στην ηλικία των δέκα ετών, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον πατέρα Στεφάν, που έτσι κι αλλιώς είχε σκοπό να μιλήσει για την παραβολή του ασώτου υιού σε δύο διαφορετικές μέρες, ίσως και τρεις, καθότι θεωρούσε ότι είναι η πιο σημαντική όλων. Ήταν από τα πιο διδακτικά κείμενα και από αυτά που απευθύνονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στα παιδιά.

  Μετά την ανάγνωση του ίδιου του κειμένου, ρώτησε τα παιδιά τι πιστεύουν για τα όσα διαδραματίζονται στην παραβολή. Του είπαν για το ότι ο γιος που έφυγε «είναι κακός και δεν μίλησε σωστά στον μπαμπά του», ότι «δεν έπρεπε να φύγει», ότι «ο μπαμπάς του τον αγαπούσε πολύ, ο γιος έκανε λάθος» κ.ά. Τα παιδιά φαίνονταν προβληματισμένα, σαν να τους είχε δώσει από δύο παιχνίδια στο καθένα και δεν μπορούσαν να αποφασίσουν με ποιο θα άρχιζαν να παίζουν.

  Ο Στεφάν, ουσιαστικά, συμπλήρωσε τα λεγόμενά τους, αναφέροντας πως ήταν όντως λάθος να φύγει ο υιός από ένα σπιτικό που υπάρχει αγάπη, κατανόηση και συγχώρεση. Υπήρξε, φυσικά, και ο αδερφός του, που επίσης δε φέρθηκε σωστά ούτε στον πατέρα του ούτε στον αδερφό του -«Ναι, ναι, όπως ο δικός μου αδερφός» είπε ένα παιδί, «που μαλώνει με τον μπαμπά και με βαράει». «Αυτό που θέλω να κρατήσετε» ανέφερε προς το τέλος, «είναι πως η αγάπη είναι το παν σε μια οικογένεια. Στους ανθρώπους, γενικά. Χωρίς αγάπη, χωρίς κατανόηση, χωρίς ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπό μας, για τους φίλους μας, για κάθε έναν και για κάθε μία, δεν θα βρούμε γαλήνη και θα έχουμε πάντα τσακωμούς και ό,τι κακό μπορεί να γεννηθεί στην καρδιά. Και επίσης πολύ σημαντικό είναι να συγχωρούμε. Όλοι κάνουμε λάθη. Αυτό είναι από τα πιο σημαντικά διδάγματα που θα λάβετε εδώ. Μάθετε να συγχωρείτε».

  Έκαναν την προσευχή, ο πατήρ Στεφάν είπε το «Δι’ ευχών» και ζήτησε από τα παιδιά να τον ακολουθήσουν στην έξοδο.

  «Παππούλη» είπε ένα κοριτσάκι «σήμερα δεν θα φάμε γλυκό;»

  Συμφώνησαν και τα άλλα παιδιά. Είχαν συνηθίσει να φτιάχνει η Ντανιέλα, ή πλέον η Στεφανία, κάποιο γλυκό και να τους το μοιράζουν προς το τέλος.

  Ο Στεφάν είπε: «Πολύ καλή ερώτηση, Ρουξάντρα. Φυσικά και έχουμε. Ποιος θα ήθελε να βοηθήσει;»

  Σήκωσαν πολλά παιδιά τα χέρια τους και ο ιερέας διάλεξε δύο από αυτά για να δώσουν σε όλους τους συμμαθητές και την συμμαθήτριές τους από ένα κομμάτι μπακλαβά –είχε περάσει από τον Καφενέ πρωτύτερα η Στεφανία και είχε πάρει.

  «Να πάρει ένα και ο παππούλης;» ρώτησε ο Στεφάν.

  «Ναι!» του απάντησαν.

  Έπειτα, αφού όλοι είχαν φάει, βγήκαν έξω. Ο ήλιος είχε χαθεί στο βάθος και το βράδυ ήταν ολοκληρωτικό. Ο Στεφάν, ως συνήθως, στάθηκε στην πόρτα και επέβλεπε τα παιδιά που σκορπούσαν προς τα σπίτια τους, στο κάθε ένα εκ των οποίων υπήρχε κάποιος από την οικογένεια για να το υποδεχτεί. Ήταν πάντα μια δύσκολη ώρα για εκείνον και την Ντανιέλα -όταν μπορούσε να έρθει-, αφού στο μυαλό τους ερχόταν ξανά ο καημός τους.

  Είχε την προσοχή του στραμμένη στα παιδιά και έτσι δεν είδε την νυχτερίδα που φτερούγιζε στον ουρανό.

  Όταν μπήκαν στο σπίτι τους όλα τα παιδιά, ο Στεφάν επέστρεψε στον ναό, έσβησε τα κεριά και έκανε τον σταυρό του. Μετά, βγήκε και περπάτησε προς το σπίτι του, όπου η ζεστασιά ήταν θεσπέσια και η σούπα στο τραπέζι έτοιμη.

***

Στο Μπραν ποτέ κανείς δεν περίμενε επισκέψεις μετά τις οκτώ το βράδυ, μέσα στο καταχείμωνο. Οι άνθρωποι συνήθιζαν να τρώνε και να κοιμούνται νωρίς, για να είναι έτοιμοι τις δουλειές της επόμενης μέρας. Αλλά, και πέραν από αυτό, δεν κυκλοφορούσαν γενικά, γιατί δεν είχαν πού να πάνε. Ο Καφενές, το μοναδικό στέκι σε μια ακτίνα πάνω από είκοσι χιλιόμετρα, έκλεινε στις έξι –μόνο τα καλοκαίρια έμενε ανοιχτός ως τις οκτώ.

  Οπότε, όταν ο Νάντρου Μολντοβάνου, που έμενε στο πιο απομακρυσμένο σημείο του Μπραν, άκουσε πρώτα τα γαβγίσματα από τα σκυλιά και μετά τα χτυπήματα στην πόρτα, πετάχτηκε όρθιος με ένα κερί στο ένα χέρι και το παμπάλαιο μουσκέτο του στο άλλο. Έλεγξε το δωμάτιο του πατέρα του και, ευτυχώς, είδε πως ο γέρος δεν είχε ξυπνήσει –γεγονός που περίμενε, φυσικά, μιας και ο Αρσένιε δεν άκουγε καλά εδώ και είκοσι χρόνια. Έπειτα, έφτασε στο καθιστικό και έλεγξε το όπλο, που ήταν έτοιμο για μάχη.

  «Ποιος είναι τέτοια ώρα;» τον ρώτησε η γυναίκα του, η Ροζάλια, που πλησίασε με το δικό της κερί ανά χείρας.

  «Δεν ξέρω».

  «Νάντρου, γιατί κάνουν έτσι τα σκυλιά ξανά

  Ο Νάντρου δεν απάντησε. Το είχε σκεφτεί και ο ίδιος, αλλά δεν ήξερε τι μπορεί να αναστάτωσε τα σκυλιά και αυτό το βράδυ. Όχι κάτι καλό, σίγουρα. Όμως, τι; Τι συμβαίνει πια; αναρωτήθηκε.

  Τα ζώα συνέχιζαν το άγριο ουρλιαχτό τους.

  Το μουσκέτο στο χέρι του Νάντρου έτρεμε, ενώ η Ροζάλια απέστρεψε το βλέμμα της από το παράθυρο, καθώς είδε κάτι να κινείται πέρα από αυτό.

  «Κύριε Μολντοβάνου; Εγώ είμαι» είπε μια γνωστή γυναικεία φωνή. «Μπορείτε να ανοίξετε, σας παρακαλώ;»

  Ο Νάντρου κοίταξε την Ροζάλια. Κανένας τους δεν μίλησε.

  «Κύριε Μολντοβάνου; Σας παρακαλώ;»

  Όντως, την ήξεραν αυτή την φωνή.

  Ο Νάντρου πλησίασε με αργά βήματα, χωρίς να αφήσει το όπλο. Ξεκλείδωσε την πόρτα, την άνοιξε και άπλωσε το χέρι με το κερί προς το σκοτάδι.

  Κόντεψε να βγάλει μια κραυγή.

  «Γεια σας» είπε η γυναίκα με την κουκούλα, που αμέσως κινήθηκε κοντά στο φως. Κάτω από το θανατερό χρώμα του πανωφοριού, ο Νάντρου διέκρινε το πρόσωπο της Μαγκνταλένα.

  «Κορίτσι μου!» αναφώνησε με ανακούφιση ο άντρας. «Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ; Νόμιζα ότι είχες φύγει με την μητέρα σου. Έτσι άκουσα να λένε, δηλαδή». Ο Νάντρου χάρηκε πολύ που είδε την Μαγκνταλένα και όχι κάποιον άλλο. Ή κάτι άλλο. Και ήταν η ίδια όμορφη νεαρή, όπως την ήξερε από τα μικράτα της, μόνο που το χρώμα του προσώπου της ήταν πιο άσπρο απ’ ό,τι θυμόταν. Ίσως φταίει το κρύο, σκέφτηκε ο άντρας.

  «Ναι, αλλά μόλις γυρίσαμε με την μητέρα μου και είμαστε πολύ κουρασμένες».

  «Αλήθεια; Μες στη νύχτα;»

  «Ναι, δεν υπολογίσαμε σωστά τη διαδρομή».

  «Ποιος είναι;» ρώτησε η Ροζάλια.

  «Η Μαγκνταλένα Μπενγκέσκου».

  «Ναι;» Η Ροζάλια πλησίασε. «Γεια σου, Μαγκνταλένα».

  «Γεια σας, κυρία Μολντοβάνου».

  «Πού είναι η μητέρα σου;» ρώτησε ο Νάντρου και βγήκε στο κατώφλι.

  Τότε ήταν που η Μαγκνταλένα άρπαξε τον Νάντρου, κλείνοντάς του το στόμα και τυλίγοντας το άλλο της χέρι γύρω από το σώμα του τόσο δυνατά, που ο άντρας αναγκάστηκε να πετάξει το όπλο και το κερί από την πίεση. Η φωτιά έβγαλε ένα αδιάφορο σύριγμα ερπετού, καθώς έσβησε στο χιόνι.

  «Μαγκνταλένα!» ξεφώνισε η Ροζάλια.

  «Προσκάλεσέ μας στο σπίτι».

  «Ποιους; Τι λες; Τι κάνεις;»

  Πίσω από την Μαγκνταλένα εμφανίστηκαν πέντε άτομα, πανομοιότυπα ντυμένα. Ανάμεσά τους ήταν και η Μαριάννα Μπενγκέσκου.

  «Προσκάλεσέ μας, γυναίκα, αλλιώς θα τον σκοτώσω».

  «Μαγκνταλένα; Σε παρακαλώ. Μην…»

  Ο Νάντρου έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ουρλιάξει από τον πόνο που του προκάλεσε η Μαγκνταλένα στην αγκάλη της.

  Η Ροζάλια δεν έφερε αντίσταση για πολύ ακόμα. Αναγκάστηκε να προσκαλέσει τους βρικόλακες, με τον Νικολάι να κλείνει την πόρτα.

Σιγά-σιγά, στην αρχή, και σταδιακά όλο και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, στο εσωτερικό των σπιτιών του χωριού οι ένοικοι ξυπνούσαν, φορούσαν ένα βαρύ πανωφόρι, άρπαζαν το κυνηγετικό όπλο που είχαν (ή κάποιο άλλο αντικείμενο που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σαν όπλο) και ένα κερί ή μια λάμπα και έβγαιναν στο κρύο. Οι περισσότεροι πήγαιναν κατευθείαν προς τα σκυλιά τους, με σκοπό να τα ησυχάσουν. Δεν θα ανέχονταν για δεύτερη συνεχόμενη νύχτα αυτό το κακό.

  Κάποιοι, όμως, αποφάσισαν να πάνε στα ζώα μαζί με άλλο άτομο. Μια τρομερή ιδέα περνούσε από το μυαλό τους και δεν θα ήθελαν να είναι μόνοι.

Τα σκυλιά γάβγιζαν όλη νύχτα. Και χωρίς λόγο.

  Με αυτές τις χθεσινές κουβέντες να έχουν αναδυθεί από τη μνήμη του, ο πατήρ Στεφάν άνοιξε τα μάτια του στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα. Η καρδιά του παλλόταν με πολλαπλά χτυπήματα, σαν να ήταν ασθενής που αγωνιούσε για το μέλλον του.

  «Παπά;» είπε η Ντανιέλα δίπλα του. «Ακούς τι γίνεται εκεί έξω;»

  «Ναι» ψιθύρισε ο Στεφάν. Αν έρθουν, όταν έρθουν, θα πρέπει να είσαι εκεί, πάτερ. Να είσαι εκεί και να παλέψεις για το Μπραν, ήταν τα τελευταία λόγια του επιτρόπου γι’ αυτό το θέμα και τώρα ήρθαν κι αυτά να τυραννήσουν τον ιερέα. «Ναι, Ντανιέλα, το ακούω».

  «Τι… τι λες να συμβαίνει;»

  «Δεν ξέρω». Ο πατήρ Στεφάν ανασηκώθηκε με κόπο, νιώθοντας το σώμα του να διαμαρτύρεται.

  Η Ντανιέλα γύρισε προς το μέρος του. «Τι κάνεις; Δεν θα βγεις έξω τέτοια ώρα».

  «Κάτι πρέπει να κάνω, Ντανιέλα. Κάτι».

  «Όχι! Αυτό ξέχασέ το, παπά».

  Τότε ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα. Και μια φωνή: «Πάτερ Στεφάν; Πάτερ Στεφάν;»

  «Ποιος είναι τώρα;» ψιθύρισε ο Στεφάν.

  «Ο Λούκα Βλαντιμιρέσκου».

  Ο Στεφάν φόρεσε τα πασούμια του, πήρε τη μαγκούρα του και το κηροπήγιο που είχε στο κομοδίνο και προχώρησε προς την εξώπορτα.

  Ο Λούκα δεν ήταν μόνος. Μαζί του είχε τον μεγαλύτερο γιο του, τον Σάντου, που έριχνε κλεφτές ματιές γύρω του. Τα γαβγίσματα συνεχίζονταν ακάθεκτα.

  «Πάτερ, ακούτε τι γίνεται; Τα σκυλιά έχουν τρελαθεί. Ξανά, πάτερ, ξανά. Τι θα κάνουμε;»

  «Δεν ακούσατε ουρλιαχτά λύκων ή κάτι άλλο;»

  «Όχι, μόνο τα σκυλιά».

  Γάβγιζαν όλη νύχτα.

  Χωρίς λόγο.

  Ο Στεφάν έγνεψε. Βγήκε στο κατώφλι και κοίταξε το σκοτεινό Μπραν και τις σκιώδεις μορφές των κατοίκων του που περπατούσαν και φώναζαν, λες και ήταν θρησκόληπτοι στρατιώτες της Ιεράς Εξέτασης που έψαχναν μάγισσες.

  Εδώ δεν έχουμε μάγισσες, σκέφτηκε. Εδώ έχουμε (βρικόλακες) δαίμονες. Ώστε πίστευε, λοιπόν, τις φήμες; Τις πίστευε;

  Για μια στιγμή, έψαξε με το βλέμμα του το κάστρο. Δεν το είδε. Είχε γίνει κι αυτό μέρος της αποτρόπαιης νύχτας. Είμαι εδώ. Σε περιμένω.

  Ο Στεφάν ρώτησε τον Λούκα: «Έχεις σταυρό στο σπίτι;»

  «Ναι».

  «Πήγαινε να τον πάρεις. Πες στην γυναίκα και την κόρη σου να έχουν έναν μαζί τους. Μετά, πες σε όλους όσους κυκλοφορούν να έχουν από έναν σταυρό πάνω τους».

  «Εντάξει, πάτερ».

  «Αύριο θα πρέπει να μιλήσουμε. Όλοι. Θα βρεθούμε στην εκκλησία. Φρόντισε να το μάθει όλο το Μπραν, Λούκα».

  «Εντάξει. Εντάξει» είπε ο Λούκα και έφυγε, με τον γιο του να τον ακολουθεί.

  Ο Στεφάν άκουσε τη φωνή της γυναίκα του πίσω του: «Μην κάνεις καμιά ανοησία, Στεφάν. Δεν είσαι πια νέος».

  «Το ξέρω».

  «Κλείσε την πόρτα, σε παρακαλώ».

  Ο Στεφάν, όσο κι αν δεν το ήθελε, το έκανε. Δεν μπορούσε να κοροϊδεύει τον εαυτό του. Δεν είχε τις δυνάμεις για να συνδράμει στις προσπάθειες των συγχωριανών του. Να παλέψει για το Μπραν, αυτό θα έπρεπε να κάνει. Αλλά το Κακό, ό,τι κι αν ήταν, είχε έρθει πολύ αργά, για να μπορέσει ο ιερέας να του αντισταθεί.

  «Θα φτιάξω λίγο τσάι» είπε η Ντανιέλα.

  Ο Στεφάν ένευσε. Θεέ μου, Σε παρακαλώ, ας μην συμβεί κανένα κακό σήμερα. Σε παρακαλώ.

Οι βρικόλακες κοίταξαν το ζευγάρι σαν στερημένοι άντρες που έχουν βρει αδύναμα θύματα. Είχαν καθηλώσει τον Νάντρου και την Ροζάλια στην κρεβατοκάμαρά τους, τους είχαν κλείσει το στόμα και περίμεναν να περάσει ο πανικός. Τα είχαν καθηλώσει στην κρεβατοκάμαρά τους, τους είχαν κλείσει το στόμα και περίμεναν να περάσει ο πανικός. Οι άνθρωποι, τα θηράματα, είχαν βγει στους δρόμους.

  «Τα καταραμένα» είχε βρίσει ο Βασίλι, εννοώντας τα σκυλιά. «Τα καταραμένα ζώα. Και χθες έτσι έκαναν».

  «Πρέπει να τα σκοτώσουμε» είπε ο Νικολάι.

  «Θα γίνει κι αυτό» είπε η Ρεβέκκα, η οποία είχε στην αγκαλιά της την Ροζάλια, που τη φίμωσε με το ένα χέρι και θώπευε με το άλλο χέρι το σώμα της άτυχης γυναίκας κάτω από το νυχτικό της, ενώ η Μαγκνταλένα χαμογελούσε παιχνιδιάρικα. Ο Νάντρου, αδύναμος να ξεφύγει από τη λαβή του Νικολάι, έκλαιγε και παρακαλούσε μέσα του τον Θεό να τους σώσει. Να μην έχουν την τύχη του Αρσένιε, τον οποίο είχαν αναλάβει η Έλενα και ο Βασίλι πρωτύτερα και πλέον ήταν ένας από αυτούς.

  Έξω, γινόταν πανζουρλισμός από φωνές, ανθρώπινες και όχι μόνο.

  «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε ο Βασίλι. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε εδώ, για πάντα».

  «Δεν θα χρειαστεί». Η Ρεβέκκα έστρεψε το κεφάλι της Ροζάλια προς το μέρος της. «Έτσι δεν είναι, ομορφιά μου;» Χαμογέλασε. «Φυσικά και είναι έτσι. Σύντομα θα είστε και εσείς σαν εμάς, πανίσχυροι και διψασμένοι για κυνήγι. Θα υπηρετήσετε τον μεγαλειώδη σκοπό της Κόμισσας».

  «Λες να έρθουν εδώ;» ρώτησε ο Νικολάι. «Στο σπίτι;»

  «Δεν νομίζω» απάντησε η Μαγκνταλένα. «Όχι απόψε». Πλησίασε και κάθισε δίπλα στην Ρεβέκκα. Χάιδεψε με το χέρι της τα ξανθά μαλλιά της Ροζάλια. «Είναι περίεργοι, αλλά όχι και τόσο πολύ. Μόνο ένας θα μπορούσε να έρθει, όμως είναι γέρος και δεν θα το κάνει τώρα».

  «Ποιος;»

  «Ο παπάς. Υποτίθεται ότι νοιάζεται για το ποίμνιό του».

  Η Ρεβέκκα είπε: «Τον είδα σήμερα. Είχε μαζέψει τα παιδιά στην εκκλησία».

  «Ναι, για το κατηχητικό».

  «Σταματήστε για λίγο» πετάχτηκε ο Βασίλι.

  Υπάκουσαν. Περίμεναν.

  Οι φωνές σαν να μειώνονταν. Όπως και τα γαβγίσματα.

  «Τ’ ακούς, αγάπη μου;» ψιθύρισε η Ρεβέκκα στην Ροζάλια. «Αυτή η ησυχία που απλώνεται εκεί έξω είναι η αρχή για την θεοποίησή σου». Έκανε ένα μορφασμό. «Και του άντρα που δεν ήταν ικανός να σε προστατεύσει. Θα πρέπει να τον ανεχτούμε κι αυτόν. Αλλά μην ανησυχείς, εγώ και η Μαγκνταλένα θα σε φροντίσουμε όπως σου αρμόζει».

  Η Ροζάλια είδε την Μαγκνταλένα να σηκώνεται και να γονατίζει μπροστά της. Η Ρεβέκκα, στο μεταξύ, απελευθέρωνε τον λαιμό της γυναίκας από τον γιακά του νυχτικού. Το ροδαλό δέρμα από κάτω είχε ανατριχιάσει, ενώ ένας ξύλινος σταυρός κρεμόταν εκεί.

  Η Μαγκνταλένα έκανε πίσω για μια στιγμή, βγάζοντας ένα θυμωμένο συριγμό.

  Η Ρεβέκκα χαμογέλασε. «Κοίτα καλύτερα, αγαπητή μου. Πιάσε αυτό το σκουπίδι και απελευθέρωσε την όμορφη κόρη από αυτό. Μην φοβάσαι».

  Η Μαγκνταλένα άπλωσε το χέρι της με δισταγμό. Τα αφύσικα μακριά νύχια της άγγιξαν το δέρμα της Ροζάλια, που ανατρίχιασε. Έπιασε τον σταυρό και ένιωσε ένα στιγμιαίο κάψιμο. Αλλά ήταν ισχνό, άνευ σημασίας για τη δυναμική της καινούριας φύσης της Μαγκνταλένα. Έτσι, έκοψε με το νύχι του δείκτη το λουρί και πέταξε τον σταυρό στο δάπεδο.

  «Βλέπεις;» είπε η Ρεβέκκα. «Δεν μπορεί να σε βλάψει. Δεν υπάρχει πίστη τώρα. Μόνο φόβος. Συνέχισε, Μαγκνταλένα. Μην σταματάς».

  Η Ροζάλια άκουσε τον Νάντρου να προσπαθεί να ουρλιάξει και μετά βρέθηκε να κοιτάζει την Ρεβέκκα, η οποία κόλλησε τα χείλη της σε αυτά της Ροζάλια. Η Μαγκνταλένα είδε τον εκτεθειμένο λαιμό και άνοιξε το στόμα της. Και δάγκωσε και ήπιε το αίμα που εκτινάχθηκε από τις πληγές.

  Πριν πεθάνουν, ο Νάντρου και η Ροζάλια πρόλαβαν να ανταλλάξουν για τελευταία φορά ένα βλέμμα αγάπης.

Ο Στεφάν κοίταξε την Ντανιέλα, στην άλλη μεριά του τραπεζιού. Δεν μιλούσαν. Τα σκυλιά δε γάβγιζαν πια. Οι συγχωριανοί τους δεν κυκλοφορούσαν πλέον. Το Μπραν είχε γαληνεύσει ξανά.

  Αλλά γιατί δεν ένιωθαν καλά με αυτή τη σκέψη; Γιατί δυσκολεύονταν να πάνε στο κρεβάτι τους και να κοιμηθούν, από τη στιγμή μάλιστα που ήταν και πολύ κουρασμένοι;

  Ο ιερέας είδε τον χρυσό σταυρό που είχε περασμένο στο λαιμό της η Ντανιέλα. Μετά, το βλέμμα του ταξίδεψε στις εικόνες που είχαν βάλει στους τοίχους, που απεικόνιζαν πρόσωπα, τα οποία έμοιαζαν με στρατιώτες που τους φρουρούσαν. Ο Στεφάν έπιασε και τον δικό του βαφτιστικό σταυρό.

  Γιατί δεν ένιωθε προστατευμένος; Γιατί δεν ένιωθε σίγουρος για την πίστη του;

  Δεν ήξερε.

  Αλλά κάτι του έλεγε ότι θα μάθαινε σύντομα.

Συνεχίζεται…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading