,

Είναι στ’ αλήθεια ποτέ αργά;

Σαν παιδί, μου άρεσε πολύ να διαβάζω. Να χάνομαι στις γραμμές των βιβλίων, να φαντάζομαι τον εαυτό μου στη θέση των ηρώων. Να χαίρομαι με τη χαρά τους, να δακρύζω με τη λύπη τους και όταν ξάπλωνα, πριν κοιμηθώ, να πλάθω ιστορίες στο μυαλό μου για το πώς θα φερόμουν στη θέση τους. Πόσο διαφορετικά ή ίδια θα έκανα τα πράγματα. “Συγγραφέας θα γίνει!” έλεγαν συχνά οι γύρω μου.

Σαν παιδί, μου άρεσε πολύ να παίζω. Ακόμη και μόνη. Μιλούσα με αόρατους ανθρώπους και κάναμε παρέα τα πιο απίστευτα πράγματα! Τη μια στιγμή σούπερ ηρωίδα, την άλλη ταμίας σε σούπερ μάρκετ και την αμέσως επόμενη κυνηγός φαντασμάτων. Χανόμουν στην πλοκή και μπορούσα να παίζω με τις ώρες. “Ηθοποιός θα γίνει!” έλεγαν συχνά οι γύρω μου.

Σαν παιδί, μου άρεσε πολύ να φροντίζω μωρά κι επειδή οι γονείς μου δεν μου έκαναν ποτέ το χατήρι να μου κάνουν ένα αδερφάκι, ξόδευα όλη μου την αγάπη στα μικρότερα ξαδερφάκια ή στα μωρά των φιλενάδων της μαμάς μου. Κάθε φορά που έρχονταν στο σπίτι για καφέ, τα άφηναν κοντά μου και ήταν σίγουρες πως θα τα προσέχω περισσότερο κι απ’ τα μάτια μου. Έβλεπαν πόσο τα λάτρευα! “Νηπιαγωγός θα γίνει!” έλεγαν συχνά οι γύρω μου.

Απρόβλεπτη που είναι η ζωή! Πόσο εύκολα αλλάζουν τα πράγματα! Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι κρύβεται στην κάθε στροφή και υπάρχουν πολλές…

Μεγάλωσα όμορφα. Όχι πλούσια, αλλά ούτε φτωχικά. Βιοτέχνης ήταν ο πατέρας μου κι η μαμά μου νοικοκυρά. Δεν δούλευαν παλιά οι γυναίκες. Η δουλειά της μαμάς μου ήταν να φροντίζει τον πατέρα μου, το σπίτι κι εμένα. Ο πατέρας μου δούλευε πολλές ώρες κι όταν επέστρεφε ήταν πολύ κουρασμένος. Τον θυμάμαι να κάνει μπάνιο, να κάθεται μπροστά στο στρωμένο απ’ τη μαμά μου τραπέζι, να μας ρωτάει τα τυπικά “πώς ήταν η μέρα σας;”, “πώς πήγε το σχολείο;” και λίγη ώρα μετά να αποκοιμιέται κατάκοπος.

Η μαμά μου απ’ την άλλη, γυναίκα κοινωνική, έξω καρδιά! Κάθε πρωί, παρέλαση γινόταν στο σπίτι μας από φίλες και γειτόνισσες. Έφτιαχνε στα γρήγορα ένα φαγητό και το έριχνε στους καφέδες. Το μεσημέρι, μ’ έπαιρνε απ’ το σχολείο και όσο έκανα τα μαθήματά μου, συμμάζευε το σπίτι “να το βρει ο μπαμπάς καθαρό όταν γυρίσει”. Ήταν διαφορετικοί άνθρωποι κι όμως είχαν καταφέρει να συνυπάρχουν αρμονικά. Δεν ξέρω αν ποτέ είχαν ερωτευτεί παράφορα. Δεν τους είδα και ποτέ να είναι και υπέρ του δέοντος τρυφεροί μεταξύ τους. Βέβαια, ίσως να μην ήταν έτσι μπροστά μου. Ντροπής πράγματα! Απ’ την άλλη όμως, έβλεπες στα μάτια τους το νοιάξιμο. Πονούσε ο ένας τον άλλον. Μέχρι το τέλος…

Η αρρώστια του πατέρα μου έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Κανείς δεν το περίμενε, κανείς δεν το υπολόγιζε κι όταν οι γιατροί μας ενημέρωσαν πως δεν του απέμενε πολύς χρόνος ζωής, η μητέρα μου κι εγώ αρνιόμασταν να το πιστέψουμε. Σαν κεράκι τον είδαμε να λιώνει μπροστά στα μάτια μας. Ο άλλοτε δυνατός άντρας, έσβησε μέσα στα χέρια μας. Ο άντρας που στα μάτια μου ήταν άτρωτος, έφυγε ξαφνικά, αφήνοντας μέσα μου μια τεράστια πληγή που για χρόνια δεν μπορούσε να κλείσει. Αν έκλεισε ποτέ δηλαδή…

Ήμουν μόλις 17. Η κατάρρευση της μαμάς μου, δεν μου άφησε πολλά περιθώρια να θρηνήσω τον πατέρα μου. Κάποιος έπρεπε να είναι δυνατός κι αυτή ήμουν εγώ. Άφησα το σχολείο σε μια προσπάθεια να κρατήσω με κάποιο τρόπο τη βιοτεχνία του πατέρα μου, ώστε να έχουμε κάποιους πόρους για να ζούμε. Δυστυχώς στάθηκε αδύνατον. Παρά τα λόγια παρηγοριάς των γύρω μας, κανένας δεν έδειξε πρόθυμος να βοηθήσει κι όσοι μας πλησίασαν με χαμόγελα συμπόνιας, είχαν στο μυαλό τους ν’ αρπάξουν ό,τι μπορούσαν. Δεν κατάφερα να κρατήσω τη βιοτεχνία. Την “πούλησα” σ’ έναν “φίλο” του μπαμπά μου, ο οποίος με νομικά τερτίπια κατάφερε να την πάρει στα χέρια του χωρίς να μας δώσει τίποτα. Η βιοτεχνία του πατέρα μου έχει ανθίσει πια κι εκείνος κερδίζει πολλά χρήματα. Η δικαιοσύνη δεν τον άγγιξε ποτέ.

Ήμουν μόλις 17. Η μαμά μου από κοινωνική και χαρούμενη γυναίκα, μεταμορφώθηκε σε ένα αμίλητο και θλιμμένο πλάσμα. Ήλπιζα πως θα συνέλθει. Ήμουν δίπλα της απ’ την πρώτη στιγμή και κατάπινα τα δικά μου δάκρυα για να της δίνω κουράγιο. Ανέλαβα όσα περισσότερα πράγματα μπορούσα για να την ελαφρύνω και να της δώσω χώρο και χρόνο να συνέλθει. Όλοι γύρω μου έλεγαν πως θα το ξεπεράσει και στην αρχή στάθηκαν κοντά μας, με τον καιρό όμως άρχισαν να απομακρύνονται. Ο καθένας έχει τα δικά του προβλήματα που φαντάζουν πολύ πιο σημαντικά, πολύ πιο μεγάλα και δεν μπορεί να αναλώνεται με τα ξένα. Δεν τους αδικώ, ίσως κι εγώ στη θέση τους αυτό να έκανα. Ξεχνάνε γρήγορα οι άνθρωποι…

Κάπως έτσι μείναμε μόνες. Σ’ ένα σπίτι που μέχρι πρότινος έσφυζε από ζωή. Σ’ ένα σπίτι που όταν έκλεινε η πόρτα, τρεις ανάσες ζέσταιναν τα ντουβάρια του. Σ’ ένα σπίτι που μείναμε δύο κι ο ένας με το ζόρι ανάσαινε πια. Σ’ ένα σπίτι που ακόμη και το κατακαλόκαιρο, έμοιαζε παγωμένο…

Η μαμά μου δεν επανήλθε ποτέ. Δεν έγινε ποτέ ξανά η κοινωνική, χαρούμενη γυναίκα που ήταν μέχρι τη στιγμή που έφυγε ο πατέρας μου. Σταμάτησε να δέχεται κόσμο ή να έχει επαφές με τις φίλες της. Σταμάτησε να τραγουδάει όταν μαγείρευε. Σταμάτησε να πηγαίνει για ψώνια και να πιάνει ατέλειωτες κουβέντες με τη μανάβισσα. Σταμάτησε να προγραμματίζει, να υπολογίζει, να σκέφτεται. Σταμάτησε να ονειρεύεται και νομίζω πως τότε ακριβώς πέθανε. Όταν πάψεις πια να ονειρεύεσαι, είναι η στιγμή που παύεις να ζεις. Αυτή είναι η στιγμή που πεθαίνεις κι ας αναπνέεις ακόμη…

Δεν έφυγα από κοντά της. Έπιασα δουλειά για να μπορούμε να ζήσουμε, αν και χωρίς απολυτήριο λυκείου ήταν πολύ δύσκολο να βρω κάτι σταθερό και σίγουρο. Έκανα ό,τι δουλειά έβρισκα. Αν μέναμε χωρίς να έχουμε τα ως προς το ζην θα κατέρρεε. Δεν μπορούσα να το επιτρέψω. Για χρόνια, έκανα δύο και τρεις δουλειές, μιας και τα μεροκάματα ήταν μικρά, αλλά τα καταφέρναμε.

Με τα χρόνια, οι ρόλοι άλλαξαν. Είχα γίνει εγώ πια η μαμά κι η μαμά μου, το παιδί. Είχε αγκιστρωθεί πάνω μου, ένιωθε ανασφάλειες, είχε φοβίες… Σταμάτησε να παίρνει πρωτοβουλίες, έπρεπε να με συμβουλευτεί για το παραμικρό. Με εξουθένωνε αυτή η κατάσταση, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά μόνο να μένω κοντά της και να αγκαλιάζω τους πόνους της, μέχρι να νιώσει καλύτερα. Ένα καλύτερα που δεν ήρθε ποτέ. Μια ζωή που κράτησε έτσι 30 ολόκληρα χρόνια. 30 χρόνια παραδομένη στη μοίρα της. 30 χρόνια δεμένες μαζί με αόρατα δεσμά που άλλες φορές με γέμιζαν αγάπη κι άλλες μ’ έπνιγαν. Αλλά δεν έφυγα. Έμεινα εκεί μαζί της, όπως θα έμενε κι εκείνη. Έμεινα εκεί μέχρι το τέλος της. Ένα τέλος που έδειχνε να περιμένει με αγωνία. Ένα τέλος, καινούρια πληγή μέσα μου.

Δεν έγινα συγγραφέας. Δεν έγινα ηθοποιός. Δεν έγινα νηπιαγωγός. Τα πρωινά δουλεύω σ’ ένα εργοστάσιο με κατεψυγμένα προϊόντα και τρία βράδια την εβδομάδα είμαι λάντζα σε μια συνοικιακή ταβέρνα. Σε λίγες μέρες κλείνω τα 48 και περνάω τα βράδια μπροστά στην τηλεόραση τρώγοντας πατατάκια. Δεν κατάφερα να κάνω οικογένεια. Δεν κατάφερα καν να κάνω μια σοβαρή σχέση στη ζωή μου. Η ερωτική μου ζωή είναι εδώ και χρόνια ανύπαρκτη. Νιώθω πολύ εξουθενωμένη για να ασχοληθώ. Η κοινωνική μου ζωή μηδαμινή. Οι φίλες μου παντρεύτηκαν, έχουν τις οικογένειες, τα παιδιά τους… Δεν έχουν πια χρόνο. Δεν έχω πια αντοχές.

Κοιτιέμαι καμιά φορά στον καθρέφτη κι αναρωτιέμαι αν αυτή τη ζωή ήθελα να ζήσω. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι διαφορετικά. Αν μπορώ τώρα ν’ αλλάξω τα πράγματα. Σε λίγες μέρες κλείνω τα 48. Νιώθω πολύ μεγάλη για νέες εκκινήσεις. Πολύ μεγάλη και πολύ κουρασμένη. Νιώθω… παραδομένη. Παραδομένη! Ολέθρια λέξη! Ολέθριο συναίσθημα!

Απρόβλεπτη που είναι η ζωή! Πόσο εύκολα αλλάζουν τα πράγματα! Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι κρύβεται στην κάθε στροφή και υπάρχουν πολλές… Πάνω στο ψυγείο, έχω κολλήσει με μαγνητάκι το τηλέφωνο του νυχτερινού λυκείου της περιοχής. Το έχω εκεί μήνες ολόκληρους και ποτέ δεν τόλμησα να σχηματίσω τον αριθμό. Νιώθω πολύ μεγάλη για νέες εκκινήσεις, αλλά απ’ την άλλη… είναι στ’ αλήθεια ποτέ αργά;

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading