,

The Ghostwriter

Ήταν ένα γκρίζο, βροχερό πρωινό του Νοεμβρίου, στο Λονδίνο. Ο Τζέρεμι Σίγκουλ, που είχε κλείσει τα σαρανταοχτώ πριν από μερικές μέρες, σήκωσε το γιακά του παλτού του, άνοιξε την ομπρέλα, έσφιξε τον χαρτοφύλακα με το άλλο του χέρι και κατέβηκε από το μετρό. Η αλήθεια ήταν πως έμοιαζε πολύ νεότερος. Τα μόνα σημάδια που ίσως να αποδείκνυαν την πραγματική του ηλικία, ήταν τα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα μπροστά στο μέτωπό του. Η ψηλή του κορμοστασιά και το αρρενωπό του ύφος, δημιουργούσαν την εντύπωση ενός άντρα με αυτοπεποίθηση. Ίσως πάλι και όχι.

Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό κι έτσι δεν πρόσεξε τον περαστικό που τον χτύπησε με δύναμη στον ώμο.

«Ει!», του φώναξε και γύρισε απότομα, αλλά το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν μια πλάτη με μαύρο σκούφο και παλτό.

Κάνοντας μεταβολή για να συνεχίσει το δρόμο του, είδε ότι μπροστά στα πόδια του ήταν ένα φλασάκι. Το σήκωσε και σίγουρος ότι ανήκε στον άντρα που έπεσε πάνω του, τον έψαξε με το βλέμμα του. Εκείνος όμως είχε γίνει άφαντος. Τη στιγμή που προσπαθούσε να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει, το μεγάλο ρολόι της κεντρικής πλατείας χτύπησε. Ήταν εννιά ακριβώς. Είχε αργήσει. Το έριξε βιαστικά στην τσέπη του και κατευθύνθηκε προς το γραφείο.

Η μέρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Είχε μείνει ακόμα μια ώρα μέχρι να σχολάσει, ωστόσο η δουλειά του είχε ολοκληρωθεί. Έγειρε στην πλάτη της καρέκλας κι έτριψε τα μάτια του. Έτσουζαν εξαιτίας της παρατεταμένης παραμονής του μπροστά στον υπολογιστή. Έβαλε το χέρι στην τσέπη για να πιάσει το κινητό του – δεν τους επέτρεπαν να το έχουν πάνω στο γραφείο. Το χέρι του όμως, άγγιξε κατά λάθος το φλασάκι. Το έβγαλε και το περιεργάστηκε. Είχε σχήμα οβάλ. Κοίταξε γύρω του. Τα γραφεία όλων των υπαλλήλων στη χρηματιστηριακή εταιρία που δούλευε, ήταν χωρισμένα μεταξύ τους με υπερυψωμένα τοιχάκια. Αν τα κοιτούσε κάποιος από ψηλά, θα νόμιζε ότι βρίσκονταν μέσα σε ένα λαβύρινθο, κάθε κουτάκι του οποίου είχε κι από ένα τραπεζάκι με μια καρέκλα. Κανείς λοιπόν δεν θα μπορούσε να δει τι έβλεπε ο καθένας στην οθόνη του υπολογιστή του, εκτός αν στεκόταν όρθιος από πίσω του.  Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που ακουγόταν στην αίθουσα ήταν ο ήχος που έκαναν όσοι πληκτρολογούσαν και συγκεχυμένες ομιλίες από αυτούς που εξυπηρετούσαν τηλεφωνικά τους πελάτες. Έβαλε το φλασάκι στη θύρα του υπολογιστή του. Όταν το άνοιξε, διαπίστωσε ότι υπήρχε μόνο ένας φάκελος με τίτλο: «Άκρως Εμπιστευτικό». Έριξε μια ακόμα ματιά γύρω του για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κανείς εκεί, κι έκανε κλικ με το ποντίκι. Η φιγούρα ενός κοντόχοντρου άντρα με ροδαλό πρόσωπο που φορούσε σμόκιν και κρατούσε ένα μπαστούνι με κυκλική λαβή εμφανίστηκε στην οθόνη. Άρχισε να χορεύει και μια δυνατή, χαρούμενη μουσική αντήχησε.

Ο Τζέρεμι τράβηξε το φλασάκι από τη θύρα και κοίταξε αναψοκοκκινισμένος γύρω του. Μια νεκρική ησυχία είχε απλωθεί στην αίθουσα. Κανείς δεν μιλούσε. Κανείς δεν πληκτρολογούσε. Περίμεναν όλοι να δουν τι ήταν αυτό που είχε διακόψει τη ρουτίνα τους. Κράτησε την αναπνοή του. Έκλεισε τα μάτια κι ευχήθηκε να είχε σταματήσει εγκαίρως πριν προλάβουν να καταλάβουν από πού είχε ακουστεί η μουσική. Μετά από μερικά εφιαλτικά δευτερόλεπτα σιωπής, ο πρώτος ήχος πληκτρολόγησης ακούστηκε. Στη συνέχεια, ακολούθησε κι ο δεύτερος, για να ξεκινήσει μετά η βαβούρα που επικρατούσε πριν λίγο. Άφησε όλο τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια του ανακουφισμένος. Κανείς δεν είχε καταλάβει ότι εκείνος είχε διασπάσει την προσοχή τους. Έριξε το φλασάκι στην τσέπη του. Στη συνέχεια, έφερε τα χέρια στα μαλλιά του και τα χτένισε προς τα πίσω.

Μετά από μια ώρα βασανιστικής αναμονής που έπρεπε να υποστεί μέχρι να σχολάσει, βγήκε έξω κι άφησε τον κρύο αέρα να του χαϊδέψει το πρόσωπο. Η βροχή είχε σταματήσει. Η μέρα είχε ήδη μικρύνει αισθητά. Τα φανάρια είχαν ανάψει στους γκρίζους και μουντούς δρόμους και η κίνηση ήταν αρκετή. Μπήκε σε έναν υπόγειο σταθμό μετρό. Το ρολόι έδειχνε 5:15 ακριβώς. Ήξερε πως το δρομολόγιό του θα έφτανε σε πέντε λεπτά. Στάθηκε δίπλα στις ράγες και περίμενε. Με εξαίρεση εκείνον κι έναν γέρο που στεκόταν καμπουριαστός και στήριζε το βάρος του σε μια μαγκούρα, δεν υπήρχε κανένας άλλος. Περίεργο. Ήταν ώρα αιχμής. Τα λεπτά περνούσαν, αλλά ο συρμός δεν ερχόταν. Ξαφνικά, ο γέρος άρχισε να βήχει. Άρχισε να βήχει πολύ. Δίπλωσε το σώμα του σε σημείο που το κεφάλι του ήταν έτοιμο να αγγίξει το έδαφος.

«Κύριε…», τραύλισε ο Τζέρεμι τη στιγμή που ο βήχας του ολοένα και χειροτέρευε. «Είστε καλά;»

Εκείνος δεν απάντησε. Την επόμενη στιγμή, είχε σκοντάψει και είχε πέσει στις ράγες του τρένου.

«Έι!», ούρλιαξε ο Τζέρεμι κι έτρεξε προς το μέρος του.

Εκείνος κειτόταν ανάσκελα και πάλευε να πάρει ανάσα. Δίστασε για λίγο, αλλά στη συνέχεια πήδηξε δίπλα του και προσπάθησε να τον σηκώσει. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε το σφύριγμα του συρμού. Ο Τζέρεμι στράφηκε πανικόβλητος προς την άκρη του τούνελ και είδε τα φώτα του να πλησιάζουν από μακριά. Γύρισε και πάλι προς τον άντρα. Μόνο που αντί γι΄αυτόν, αντίκρυσε ένα αγόρι με λευκά μαλλιά και καταγάλανα μάτια που χαμογελούσε στραβά. Εκείνο ελευθερώθηκε από τη λαβή του και πήδηξε έξω. Ο Τζέρεμι κάθισε απότομα πάνω στις ράγες τη στιγμή που το τρένο πλησίαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το αγόρι έσκυψε προς το μέρος του κι έτεινε το χέρι. Τον κοιτούσε έντονα στα μάτια με ένα βλέμμα παράξενο, ένα βλέμμα ψυχρό, ένα βλέμμα, χωρίς ίχνος ζωής μέσα του. Ο Τζέρεμι έριξε μια τελευταία ματιά στο βαγόνι και λίγο πριν τον χτυπήσει, άρπαξε το χέρι του. Ήταν παγωμένο. Την επόμενη στιγμή, στεκόταν όρθιος δίπλα στις ράγες και ο συρμός σταματούσε μπροστά του. Οι φωνές και οι ομιλίες τον επανάφεραν στην πραγματικότητα. Κοίταξε γύρω του. Ο σταθμός έσφυζε από ζωή. Ο κόσμος, που είχε εμφανιστεί ξαφνικά, άρχισε να επιβιβάζεται. Κανείς δεν φαινόταν να έχει προσέξει το παραμικρό. Το αγόρι δεν υπήρχε πουθενά. Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε και μπήκε στο βαγόνι, λίγα δευτερόλεπτα πριν κλείσουν οι πόρτες πίσω του.

Η πολυκοσμία του έφερε δυσφορία. Ανάσαινε βαριά. Προσπάθησε να μείνει όρθιος και να στηριχθεί σε έναν στύλο, αποφεύγοντας όσο μπορούσε να ακουμπήσει σε κάποιον. Ήταν δυνατόν να τα είχε ονειρευτεί όλα αυτά; Κι αν ναι, πώς; Πότε; Στεκόταν όρθιος δίπλα στην πλατφόρμα. Πώς γινόταν να τα είχε φανταστεί; Τον κόσμο που δεν υπήρχε; Τον γέρο που έβηχε κι έπεσε στις γραμμές; Το αγόρι; Κι αν τα είχε απλά φανταστεί, πώς γινόταν να νιώθει ακόμα μουδιασμένο από το κρύο το χέρι με το οποίο έπιασε το δικό του; Έτριψε το μπράτσο του και κοίταξε το φως της στάσης του που αναβόσβηνε. Κατέβηκε, ίσιωσε το παλτό του και κίνησε για το σπίτι του.

Λίγο αργότερα, έμπαινε στο σιωπηλό διαμέρισμά του. Η έντονη μυρωδιά κλεισούρας χτύπησε τα ρουθούνια του. Πήγαινε καιρός από την τελευταία φορά που είχε μπει γυναίκα εκεί μέσα. Πέταξε τις μπότες δίπλα στην πόρτα, κι έμεινε με τις χοντρές του κάλτσες. Έριξε άτσαλα το παλτό του σε μια πολυθρόνα. Έτριψε τα μπράτσα με τα χέρια του κι άναψε τη θέρμανση. Η μείωση του μισθού που έγινε σε όλους τους εργαζομένους της εταιρίας που δούλευε, δεν του έδινε την πολυτέλεια να μπαίνει σε ένα ζεστό σπίτι. Αναγκαζόταν να κλείνει τα σώματα του καλοριφέρ και να τα ανοίγει συγκεκριμένες ώρες. Έριξε τον χαρτοφύλακα στο τραπέζι και σωριάστηκε στον καναπέ τρίβοντας το πρόσωπό του. Ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί πριν λίγο. Αναστέναξε. Πεινούσε. Σηκώθηκε βαριεστημένα. Έβγαλε μια κονσέρβα από το ντουλάπι, την άδειασε σε ένα πιάτο κάθισε μπροστά στον υπολογιστή του κι άρχισε να τρώει.

Ο Τζέρεμι Σίγκουλ, πέρα από την πρωινή του εργασία στη χρηματιστηριακή εταιρία, έκανε και μια άλλη δουλειά﮲ μια δουλειά, που αντανακλούσε το όνειρο που είχε σαν παιδί: να γίνει συγγραφέας. Μόνο που δεν τα είχε καταφέρει όσο καλά έπρεπε σε αυτό τον τομέα. Εργαζόταν λοιπόν σαν ghostwriter. Έγραφε εκείνος για λογαριασμό άλλων, αλλά έπαιρναν όλα τα εύσημα οι πελάτες του. Το δικό του όνομα δεν φαινόταν πουθενά. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως, δεν είχε καταφέρει να εδραιωθεί ακόμα σε αυτό τον τομέα. Τα κείμενά του, τα αγόραζαν για ένα κομμάτι ψωμί. Κάθε φορά που έβλεπε κάτι που είχε γράψει ο ίδιος να δημοσιεύεται με το όνομα ενός άλλου, πάλευε με τον εαυτό, την υπερηφάνια και τη συνείδησή του για να μην αποκαλύψει πως ο πραγματικός συγγραφέας ήταν ο ίδιος. Έσφιγγε τις γροθιές και τα δόντια, κι έκλεινε τα μάτια μπροστά στην επιτυχία που εξασφάλιζαν οι άλλοι﮲ την επιτυχία που υπέγραφε ο ίδιος με τη δική του πένα.

Κατάπιε μια μεγάλη μπουκιά φασόλια και άνοιξε τα e-mail του. Σχεδόν όλα είχαν να κάνουν με ένα σωρό παρατηρήσεις και διορθώσεις από τον τελευταίο πελάτη που είχε αναλάβει. Δεν του άρεσε η έκφραση, η σύνταξη, ακόμα και οι λέξεις που χρησιμοποιούσε για να περιγράψει την ιστορία που του είχε αναθέσει. Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι κι έκλεισε τα μηνύματα. Ο Τζέρεμι, ανήκε σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων, που πίστευαν πως αν δεν κοιτούσαν κατάματα το πρόβλημα, αν το ξεχνούσαν, τότε εκείνο θα εξαφανιζόταν ως διά μαγείας. Ρουθούνισε.

«Άχρηστοι», μουρμούρισε. «Είναι όλοι τους άχρηστοι. Δεν καταλαβαίνουν την αξία μου, την αξία όσων γράφω. Δεν καταλαβαίνουν ότι τους κάνω χάρη που τους χαρίζω τα κείμενά μου σε τόσο εξευτελιστική τιμή!»

Σηκώθηκε απότομα κι έσπρωξε με δύναμη την καρέκλα πίσω του. Άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε μια παγωμένη μπύρα και την ήπιε μονορούφι. Το στόμα του έτσουξε. Σκουπίστηκε με το μανίκι της μπλούζας του και πέταξε το τενεκεδάκι στον νεροχύτη.

«Μια μέρα…», άρχισε με σφιγμένα δόντια, «θα γίνω διάσημος και τότε… τότε θα καταλάβουν την πραγματική μου αξία. Τότε θα με παρακαλάνε…»

Κάθισε στον καναπέ, έγειρε το κεφάλι στην πλάτη κι έκλεισε τα μάτια. Τα βλέφαρά του βάρυναν απότομα. Ο ύπνος ήρθε απροειδοποίητα. Ονειρεύτηκε. Ονειρεύτηκε δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι με λευκά μαλλιά και καταγάλανα μάτια να κρατιούνται από το χέρι και να τον κοιτάζουν ψυχρά. Κι ύστερα, ονειρεύτηκε έναν άντρα με τα ίδια λευκά μαλλιά και καταγάλανα μάτια όπως τα παιδιά, να του γνέφει και να του χαμογελάει με νόημα.

Ξύπνησε απότομα. Είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά. Έτριψε το μέτωπό του. Είχε πολλή δουλειά. Έπρεπε να κάνει τις αναθεματισμένες διορθώσεις που του ζητούσε ο πελάτης του. Πήρε το παλτό από την πολυθρόνα κι έκανε να το κρεμάσει. Κάτι έπεσε στο πάτωμα. Έσκυψε να δει. Ήταν το φλασάκι. Το πήρε στα χέρια του και το περιεργάστηκε για λίγο. Κάθισε στον υπολογιστή, χαμήλωσε την ένταση του ήχου και το έβαλε στη θύρα. Η γνωστή φιγούρα του κοντόχοντρου άντρα με το ροδαλό πρόσωπο που φορούσε σμόκιν και κρατούσε ένα μπαστούνι με κυκλική λαβή, εμφανίστηκε στην οθόνη. Άρχισε να χορεύει και μια χαρούμενη μουσική αντήχησε. Στη συνέχεια, στάθηκε στην πάνω αριστερή γωνία της οθόνης και χτύπησε το μπαστούνι του έξι φορές. Μια κόκκινη κορδέλα εμφανίστηκε και άρχισε να ξετυλίγεται σχηματίζοντας γράμματα πάνω στο λευκό φόντο της οθόνης﮲ γράμματα που έμοιαζαν να είναι γραμμένα με κόκκινη μπογιά, η οποία έσταζε.

«Συγχαρητήρια!», έγραφε το μήνυμα. «Είστε ένας από τους τυχερούς που επιλέξαμε για να πραγματοποιήσουν την πιο κρυφή τους επιθυμία. Κάντε κλικ στον φάκελο και τα όνειρά σας θα γίνουν πραγματικότητα».

Εκείνη τη στιγμή, ένας κόκκινος φάκελος εμφανίστηκε στην οθόνη και άρχισε να αναβοσβήνει. Τι αστείο ήταν αυτό; Ο Τζέρεμι ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για κάποιον ιό. Δεν είχε καμία όρεξη να χάσει όλα τα αρχεία και να χαλάσει ο υπολογιστής του. Τράβηξε με δύναμη το φλασάκι από τη θύρα. Η εικόνα όμως δεν εξαφανίστηκε. Συνοφρυώθηκε. Πάτησε μερικά πλήκτρα, χωρίς ωστόσο να αλλάξει κάτι. Θα είχε κολλήσει. Έκλεισε τελείως τον υπολογιστή του. Η οθόνη έσβησε. Αναστέναξε ανακουφισμένος και τον άνοιξε ξανά. Η εικόνα εμφανίστηκε και πάλι μπροστά του. Τον έβγαλε από το ρεύμα. Περίμενε λίγα δευτερόλεπτα. Τον άνοιξε και πάλι. Καμία διαφορά. Βλαστήμησε. Αυτό του έλειπε τώρα.

Άρπαξε το κινητό του κι άρχισε να ψάχνει για τεχνική εξυπηρέτηση υπολογιστών. Κάλεσε τον πρώτο αριθμό που βρήκε κοντά στη γειτονιά του, ευχόμενος να ισχύει η «24ωρη εξυπηρέτηση» που ανέφερε.

«Παρακαλώ», ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής.

«Καλησπέρα. Ονομάζομαι Τζέρεμι Σίγκουλ κι έχω ένα πρόβλημα με τον υπολογιστή μου».

«Ποια είναι η διεύθυνσή σας κύριε Σίγκουλ;»

Ο Τζέρεμι απάντησε.

«Πολύ ωραία. Ένας συνεργάτης μας θα είναι εκεί μέσα σε δέκα λεπτά για να σας εξυπηρετήσει».

«Ευχ…», πήγε να πει εκείνος αλλά η γραμμή είχε ήδη κλείσει.

Ύστερα από λίγο το κουδούνι χτύπησε. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει ακριβώς δέκα λεπτά.  Άνοιξε την πόρτα. Στην είσοδο στεκόταν ένας άντρας με μπορντό γιλέκο, λευκό πουκάμισο, και μαύρο παπιγιόν και παντελόνι. Του χαμογέλασε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία άστραψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.

«Ο Τζέρεμι Σίγκουλ;», έκανε εύθυμα.

Ο Τζέρεμι, που σκεφτόταν πως το ντύσιμό του ήταν πολύ αστείο για τεχνικός υπολογιστών, ένευσε.

«Είμαι ο Ντέιβιντ», είπε τότε εκείνος και του έδωσε το χέρι. Ο Τζέρεμι ανταπέδωσε τον χαιρετισμό κι ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Ήταν παγωμένο. «Ήρθα για να επιδιορθώσω τη βλάβη του υπολογιστή σας. Μπορώ να περάσω;»

«Φυσικά».

Παραμέρισε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Ο Ντέιβιντ προχώρησε με ζωηρό βήμα και κοίταξε γύρω του χαμογελώντας. Τα χρυσά του δόντια συνέχιζαν να φαίνονται αλλόκοτα στα μάτια του Τζέρεμι.

«Λοιπόν;», ρώτησε εύθυμα. «Αυτός είναι ο ‘ασθενής’;», ρώτησε κι έδειξε τον υπολογιστή.

«Ναι».

Ο Ντέιβιντ πλησίασε και κάθισε στην καρέκλα.

«Μάλιστα…», έκανε μόλις κοίταξε την οθόνη. «Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για ιό. Πώς τον κολλήσατε;»

«Βρήκα…», ο Τζέρεμι δίστασε. «Έβαλα ένα φλασάκι και από τότε, η εικόνα έχει κολλήσει στην οθόνη. Το έβγαλα, ανοιγόκλεισα τον υπολογιστή, αλλά δεν γίνεται τίποτα».

«Κατάλαβα», έτριψε το πιγούνι του ο Ντέιβιντ.

«Θα καταφέρετε να τον διορθώσετε απόψε;»

Ο Ντέιβιντ τον κοίταξε απότομα στα μάτια. Το ύφος του ήταν σοβαρό. Ο Τζέρεμι ένιωσε ρίγος να διαπερνά το σώμα του.

«Φυσικά», έκανε τελικά και ξαναβρήκε το εύθυμο χαμόγελό του.

Έστρεψε και πάλι την προσοχή του στην οθόνη.

«Θα πρέπει να είναι πολύ σημαντικό για εσάς να λυθεί το πρόβλημα σήμερα», σχολίασε. «Για να μπείτε στον κόπο μάλιστα να καλέσετε τεχνικό τέτοια ώρα…»

«Ναι. Αφορά τη δουλειά μου ξέρετε. Πρέπει να ολοκληρώσω κάποια πράγματα σήμερα οπωσδήποτε».

«Καταλαβαίνω… Γνωρίζω πολύ καλά τι συμβαίνει με τις προθεσμίες», απάντησε εκείνος.

Είχε το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη και πατούσε μερικά πλήκτρα. Ο Τζέρεμι κάθισε απέναντί του.

«Δυστυχώς…», συμφώνησε.

«Τουλάχιστον, εμένα μου αρέσει η δουλειά μου», συνέχισε ο Ντέιβιντ. «Είναι το στοιχείο μου καταλαβαίνετε. Δώστε μου υπολογιστές και πάρτε μου την ψυχή…», τον κοίταξε στα μάτια. «Που λέει ο λόγος φυσικά», πρόσθεσε απλά και κοίταξε πάλι την οθόνη.

«Κι εμένα μου αρέσει η δουλειά μου…», απάντησε σκεπτικά ο Τζέρεμι.

«Διακρίνω ένα δισταγμό στη φωνή σας;»

Εκείνος έμεινε σιωπηλός για λίγο.

«Ας πούμε, ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα», είπε τελικά.

«Πάντα υπάρχει περιθώριο βελτίωσης, έτσι δεν είναι;», ρώτησε ο Ντέιβιντ.

«Σίγουρα. Ας πούμε απλά ότι στη δική μου περίπτωση, υπάρχει μεγάλο περιθώριο».

«Τότε το θέμα είναι, τι είστε διατεθειμένος να κάνετε για να αρχίσουν να αλλάζουν τα πράγματα, προς όφελός σας…»

Τον κοίταξε και πάλι στα μάτια. Ο Τζέρεμι έσκυψε προς το μέρος του.

«Τα πάντα», είπε αμέσως.

Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε κι έστρεψε το βλέμμα του και πάλι στην οθόνη. Ένα κλικ με το ποντίκι και…

«Έτοιμος!», φώναξε θριαμβευτικά και πίεσε ένα πλήκτρο.

Ο Τζέρεμι σηκώθηκε και στάθηκε πίσω του. Η εικόνα που είχε κολλήσει στην οθόνη είχε εξαφανιστεί. Η επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή του, είχε επανέλθει στην παλιά της μορφή.

«Σας ευχαριστώ!», έκανε. «Τι σας χρωστάω;»

«Τίποτα κύριε Σίγκουλ», είπε αμέσως ο Ντέιβιντ και σηκώθηκε. «Είναι πολιτική της εταιρίας, να μην χρεώνουμε τίποτα την πρώτη φορά στους πελάτες μας. Θα μας πληρώσετε την επόμενη».

«Με όλο το θάρρος, ελπίζω να μην υπάρξει επόμενη φορά», αστειεύτηκε ο Τζέρεμι.

Ο Ντέβιντ δεν μίλησε. Χαμογέλασε και πάλι πλατιά και τα ολόχρυσα δόντια του έλαμψαν.

«Εις το επανιδείν κύριε Σίγκουλ».

Του έδωσε το χέρι. Συνέχιζε να είναι παγωμένο. Στη συνέχεια προχώρησε προς την έξοδο κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Ο Τζέρεμι κάθισε μπροστά στην υπολογιστή και ξεκίνησε τις διορθώσεις που του είχε ζητήσει ο πελάτης του.

***

Το επόμενο πρωί έτρεχε σαν τρελός να προλάβει το δρομολόγιο του μετρό. Είχε ξενυχτήσει προκειμένου να προλάβει να τελειώσει. Μπήκε στο βαγόνι, τη στιγμή που έκλειναν οι πόρτες, ενώ το καπέλο γλιστρούσε από το κεφάλι του κι έπεφτε έξω. Κοίταξε από το παράθυρο. Θα ορκιζόταν, ότι είδε ένα κορίτσι με λευκά μαλλιά και γαλάζια μάτια να το σηκώνει και να το φοράει. Την επόμενη στιγμή, το βαγόνι είχε επιταχύνει και η σκηνή αυτή εξαφανίστηκε, προτού προλάβει να διαπιστώσει αν ήταν πραγματική ή όχι. Έκανε χώρο ανάμεσα στο πλήθος και κάθισε στη μοναδική άδεια θέση που υπήρχε. Αναστέναξε ανακουφισμένος. Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια μικροκαμωμένη, μελαχρινή κοπέλα που στεκόταν όρθια και κρατιόταν από τον στύλο. Έριχνε συνεχώς ανήσυχες ματιές γύρω της κι έσφιγγε την τσάντα πάνω στα πλευρά της. Παρατήρησε τα παπούτσια της. Πρέπει να φορούσε ίσως το μικρότερο γυναικείο νούμερο. Ξαφνικά, ένιωσε τα λόγια να ρέουν από το μυαλό του, με τρόπο που δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει. Έβγαλε το κινητό του και ξεκίνησε να γράφει.

«Έβλεπε να μικροσκοπικά, γυμνά της πόδια να περπατούν στο σκοτάδι. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει την έξοδο, αλλά σκόνταφτε συνεχώς σε καρφιά και λάσπες. Το αίμα της είχε σχηματίσει ένα λεπτό ρυάκι. Έκλεισε τα μάτια και ρούφηξε λαίμαργα την οσμή του. Είχε έρθει η ώρα. Βγήκε από τις σκιές και ξεκίνησε το αποτρόπαιο παιχνίδι του…»

Ήταν τόσο αφοσιωμένος, που κόντεψε να χάσει την στάση του. Συνέχισε να γράφει όσο περπατούσε στον δρόμο για το γραφείο, όσο βρισκόταν στη δουλειά, όσο γυρνούσε στο σπίτι… Μια ξαφνική έμπνευση είχε αρχίσει να ξεχειλίζει χωρίς σταματημό. Και αυτή, ήταν μόνο η αρχή.

Ένα χρόνο μετά…

Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί για την παρουσίαση του πρώτου βιβλίου του συγγραφέα Τζέρεμι Σίγκουλ. Το βιβλίο του «Τα βήματα του δολοφόνου», είχε εκδοθεί από τον πιο διάσημο εκδοτικό οίκο της χώρας. Οι συζητήσεις για τη μετάφρασή του σε άλλες γλώσσες, αλλά και την κινηματογραφική μεταφορά του, είχαν ξεκινήσει ήδη.

Η παρουσίαση έφτασε στο τέλος της. Εκείνος υπέγραψε τα τελευταία αντίτυπα και ο κόσμος ξεκίνησε να αποχωρεί. Ένευσε στον εκδότη του ότι θα τον έβρισκε μετά κι έσκυψε για να τακτοποιήσει τον χαρτοφύλακά του. Η αίθουσα είχε σχεδόν αδειάσει. Ο ήχος ενός χειροκροτήματος, τον έκανε να αναπηδήσει. Ανασηκώθηκε απότομα. Ένας άντρας πλησίαζε προς το μέρος του από το βάθος της αίθουσας. Στένεψε το βλέμμα του για να σιγουρευτεί ότι έβλεπε καλά. Ήταν ένας νέος, με λευκά μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα, χωρίς να γνωρίζει τον λόγο.

«Συγχαρητήρια κύριε Σίγκουλ!», του φώναξε ο άντρας μόλις σταμάτησε τα παλαμάκια. Στάθηκε μπροστά στο γραφείο του και κάρφωσε το βλέμμα μέσα στο δικό του.

Ο Τζέρεμι ξεροκατάπιε. Ωστόσο ανταπέδωσε θαρρετά το βλέμμα και σηκώθηκε όρθιος.

«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε…»

«HellWay. Damon HellWay», έκανε εκείνος και του έδωσε το χέρι.

Ήταν παγωμένο. Κάπου είχε ξανανιώσει αυτό το κρύο. Κάπου…

«Το βιβλίο σας είναι πραγματικά… εμπνευσμένο!», συνέχισε ο άντρας. «Ο τρόπος που περιγράφετε την αγωνία του θύματος, τις αντιδράσεις του δολοφόνου…»

«Σας ευχαριστώ και πάλι. Πώς τα γνωρίζετε όμως όλα αυτά; Σήμερα πουλήθηκε για πρώτη φορά σε αυτήν εδώ την παρουσίαση. Προλάβατε να το διαβάσετε κιόλας; Αν και δεν θυμάμαι να ήσαστε ανάμεσα στα άτομα που αγόρασαν αντίτυπο και το υπέγραψα…»

Ο άντρας χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν τόσο λευκά που άστραψαν μέσα στην αίθουσα κάτω από τους προβολείς.

«Μα… είναι δυνατόν να μην γνωρίζω το βιβλίο που εγώ έγραψα;», κάγχασε.

«Εσείς;!», έκανε έξαλλος ο Τζέρεμι. «Από πού κι ως πού εσείς;! Το βιβλίο το έγραψα εγώ! Είναι…»

«…είναι αποτέλεσμα μιας συμφωνίας που κάνατε πριν από ένα χρόνο περίπου», είπε ήρεμα ο Damon.

“Συμφωνίας; Ποιας συμφωνίας; Εγώ δεν…»

«Πριν από ένα χρόνο βρήκατε ένα φλασάκι στον δρόμο, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αλλά πώς…»

«Θυμάστε τι εμφανίστηκε στην οθόνη του υπολογιστή σας όταν ο άντρας με το σμόκιν σταμάτησε να χορεύει;»

«Μια κόκκινη κορδέλα, αλλά…»

«Και τι έκανε αυτή η κόκκινη κορδέλα;»

«Σχημάτισε μια φράση…»

«Τι έγραφε αυτή η φράση;»

«Είστε ένας από τους τυχερούς που επιλέξαμε για να πραγματοποιήσουν την πιο κρυφή τους επιθυμία. Κάντε κλικ στον φάκελο και τα όνειρά σας θα γίνουν πραγματικότητα», απάντησε εκείνος σαν να την έβλεπε μπροστά του. «Δεν καταλαβαίνω όμως τι…»

«Θα σας εξηγήσω αμέσως κύριε Σίγκουλ», έκανε ο Damon. «Εκδώσατε το πρώτο σας βιβλίο. Ένα βιβλίο, που έχει όλα τα φόντα για να γίνει παγκόσμιο best seller. Η ευχή σας πραγματοποιήθηκε».

«Μα εγώ δεν…»

«Καλησπέρα κύριε Σίγκουλ».

Εκείνος αναπήδησε. Ο Ντέιβιντ, ο τεχνικός που είχε καλέσει εκείνο το βράδυ για τον υπολογιστή, εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα του. Φορούσε τα ίδια ρούχα και τα χρυσά του δόντια έλαμπαν αλλόκοτα.

«Ντέιβιντ! Δεν σε είδα να μπαίνεις… Τι συμβαίνει…»

Ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό του.

«Είναι απλό κύριε Σίγκουλ», ανασήκωσε εκείνος τους ώμους. «Θυμάστε τι μου απαντήσατε όταν σας ρώτησα τις είστε διατεθειμένος να κάνετε για να αρχίσουν να αλλάζουν τα πράγματα προς όφελός σας;»

Ο Τζέρεμι έμεινε σιωπηλός για λίγο.

«Τα πάντα…», μουρμούρισε τελικά.

«Ακριβώς!», έκανε θριαμβευτικά εκείνος και χτύπησε τα χέρια του. «Νομίζατε πως όλη αυτή η έμπνευση ξεπήδησε έτσι ξαφνικά από το μυαλό σας; Αλήθεια αυτό πιστέψατε; Νομίσατε πως από ένας απλός και μάλιστα όχι τόσο καλός ghostwriter, θα γινόσασταν ένας διάσημος συγγραφέας; Αυτές τις αυταπάτες τρέφετε;»

«Μα πώς…»

«Είναι απλό κύριε Σίγκουλ», τον έκοψε ο Damon. «Χωρίς τη δική μου παρέμβαση, δεν θα είχατε καταφέρει τίποτα. Θα ήσασταν ένας απλός υπαλληλάκος που θα δεχόταν τις προσβολές του αφεντικού του﮲ ένας κακομοίρης που θα έβλεπε τους άλλους να πραγματοποιούν το όνειρό τους με τη δική του υπογραφή. Ενώ τώρα…» Του έκλεισε το μάτι. «Όταν απαντήσατε στον Ντέιβιντ, εκείνος άνοιξε τον κόκκινο φάκελο που είχε εμφανιστεί στην οθόνη σας. Η συμφωνία μας κατοχυρώθηκε και δεν μπορεί πλέον να αναιρεθεί».

Τότε ξαφνικά ο Τζέρεμι κατάλαβε τι σήμαινε το όνομα του άντρα που στεκόταν απέναντί του.

«Τι…», τραύλισε και σωριάστηκε στην καρέκλα του. «Τι θέλεις;»

«Α… μα είναι απλό…», άρχισε ο Ντέβιντ. «Σας είχα πει, πως ποτέ δεν παίρνουμε χρήματα την πρώτη φορά από τους πελάτες μας. Πληρωνόμαστε την επόμενη. Ήρθε η ώρα λοιπόν, να εισπράξουμε αυτά που μας χρωστάτε».

«Τι… τι σας χρωστάω…;»

Ο ιδρώτας συνέχιζε να τρέχει στο μέτωπό του. Ο Damon πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες… κυριολεκτικά…

«Είναι πολύ απλό. Θέλω να γράψεις για μένα: όλα όσα θα βλέπεις, όλα όσα θα συμβαίνουν﮲ όλα όσα θα σου πω εγώ. Ήρθε η ώρα να αναβαθμιστείς Τζέρεμι. Μέχρι τώρα, ήσουν ένας απλός ghostwriter. Ήρθε η ώρα λοιπόν, να γίνεις ο προσωπικός μου HELLWRITER».

Ο Τζέρεμι ξεροκατάπιε. Ο Damon έτεινε το χέρι του. Ο Ντέιβιντ χαμογελούσε. Του ένευσε κλείνοντάς του το μάτι. Ο Τζέρεμι έδωσε το χέρι. Το ρίγος που διαπέρασε το σώμα του τον έκανε να μουδιάσει ολόκληρος.

«Θα τα ξαναπούμε αγαπητέ», έκανε ο Damon.

«Εις το επανιδείν…», πρόσθεσε με νόημα ο Ντέιβιντ.

Οι δυο άντρες εξαφανίστηκαν.

Ο Τζέρεμι έτρεμε προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε μόλις συμβεί. Κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του. Ήξερε πως δεν υπήρχε γυρισμός.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: