,

Η θαλαμοφύλακας

Η Θαλαμοφύλακας ξύπνησε νωρίς.

Η αλήθεια είναι ότι μπορεί να μη κοιμήθηκε καν όλη νύχτα, αλλά ο βήχας της κι η πρωινή της μπάσα ακούστηκε γύρω στις 7 παρά. Ξεκίνησε το πρωινό ritual… Έφτιαξε καφέ,  δύο φέτες φρυγανισμένο ψωμί με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα κι άναψε τσιγάρο.

Λίγο αργότερα αποφάσισε να σηκωθεί και να ξεκινήσει τις πρωινές δουλειές… Γενική του χώρου. Every. Fucking. Day. Απορείς πώς ένας άνθρωπος τόσο ταλαιπωρημένος έχει τόση ενέργεια. Δεν κάθεται ποτέ, δε σταματάει ποτέ κι αν κουράζεται τελικά, απλά συνεχίζει. Έχει βάλει αυτοσκοπό να δουλεύουν όλα όπως θέλει εκείνη. Αν μπορούσε να βάλει σε τάξη όλους τους θαλάμους του οικοδομικού τετραγώνου, θα το είχε κάνει… Βάζει σε τάξη όσους μπορεί να έχει πρόσβαση. Ακόμα κι αν βρεθεί ένα χέρι βοηθείας… Αυτό το χέρι τα κάνει λάθος. Είναι πεπεισμένη γι’ αυτό. Δε θα επιτρέψει να το κάνει κανείς εκτός αν πέσει στα πατώματα.

Το λες και ψυχοπάθεια.

Είναι καλή περίπτωση για έναν ψυχίατρο αλλά εκείνη δε θα πάει ποτέ.

Still…

Η θαλαμοφύλακας, καλή ζωή δεν είχε. Έφυγε από ένα ορεινό χωριό στα έντεκα, δούλεψε στην Αθήνα ως εσωτερική για άπειρα χρόνια, μεγάλωσε ξένα παιδιά και σκυλιά, έκανε οικογένεια… Έκανε και δεκαεφτά χειρουργεία.

Έχει μόνιμα νεύρα. Νεύρα σαν τα μπερδεμένα αλυσιδάκια, ξεχασμένα μέσα σε κουτιά κοσμημάτων. Δεν λύνονται ποτέ και αν θελήσεις να τα ξεμπλέξεις θα σπάσουν.

Η Θαλαμοφύλακας όπου πάει, πηγαίνει νευρικά. Μιλάει νευρικά. Οδηγεί – πλέον – νευρικά. Είναι ένα νεύρο με πόδια… Ένα σκοινί τεντωμένο και κάπου, σε κάποιο σημείο, βλέπεις το ξέφτι και αναρωτιέσαι τι θα γίνει αν σπάσει…

Καταριέται τη ζωή της, την ατυχία της, τα προβλήματα υγείας της κι αφού είναι εκείνη στο τιμόνι των Πάντων για τα Πάντα τις δύσκολες μέρες καταριέται κι αυτά. Η ζωή την έκανε σκληρή… Την έκανε άκαμπτη.

Αν είχε κάνει καριέρα στο στρατό, θα ήταν υψηλόβαθμη.

Έδωσε όλο της το είναι για όλους και από τους μισούς και παραπάνω δεν πήρε τίποτα, ούτε καν σαν ηθικό αντάλλαγμα. Έμαθε μόνο να δουλεύει. Μόνο να δίνει. Δεν έμαθε να παίρνει από πουθενά και από κανέναν. Αν της δώσεις θα κάνει ένα βήμα πίσω. Αν δεχτεί θα το πάρει με ντροπή, με μάτια κατεβασμένα σα τα μαζεμένα παιδιά, που σε μια επίσκεψη τους προσφέρουν σοκολατάκια απ’ το κουτί κι εκείνα πρώτα κοιτάνε τη μάνα τους και μετά απλώνουν το χέρι.

Η Θαλαμοφύλακας πήρε τον τίτλο επάξια… Μεταξύ σοβαρού κι αστείου από τη κόρη και την εγγονή της, γιατί αν αποκλίσεις από το πρόγραμμα που έχει εκείνη στο μυαλό της, θα πάρει τηλέφωνο. Δεν έχει σημασία που εσύ έχεις άλλο πρόγραμμα. Σημασία έχει πως το έχει σχεδιάσει εκείνη.

Τις καλές μέρες πετάει τη στολή του Θαλαμοφύλακα.

Φοράει την στολή της μάνας και της γιαγιάς. Μπαίνει νευρικά στο σπίτι με δύο ντάνες από τα φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα ρούχα σας, φέρνει φρέσκο φαγητό και κέικ λεμόνι. Κοντοστέκεται μπροστά στον καναπέ, σας κοιτάει, σας φιλάει στα μάγουλα, σας λέει “Καληνύχτα παιδιά μου” και πάει να παρακολουθήσει τις ειδήσεις των οχτώ.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading