, ,

Μια, όχι και τόσο, «θεία» δίκη

Η αυλαία άνοιξε, και το κοινό άρχισε να ζητωκραυγάζει. Ένας προβολέας φώτισε τη σκηνή και αποκάλυψε έναν άντρα. Σήκωσε τα χέρια προς το πλήθος και όλοι σώπασαν. Φορούσε μπορντό γιλέκο, λευκό πουκάμισο, και μαύρο παπιγιόν και παντελόνι. Χαμογέλασε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία άστραψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.

«Κυρίες και κύριοι», άρχισε, «είμαι ο Ντέιβιντ, και θα είμαι ο οικοδεσπότης σας. Βρισκόμαστε απόψε εδώ, για να παρακολουθήσετε, μία παράσταση, τελείως διαφορετική από όσες έχετε παρακολουθήσει μέχρι τώρα. Μια παράσταση, που κυρίως σε κάποιους από εσάς, θα μείνει αξέχαστη…», έκανε με νόημα. «Θα ξεκινήσουμε με κάτι απλό. Κάτι που σίγουρα το έχετε ξαναδεί… αλλά όχι από μένα».

Κούνησε το χέρι στον αέρα, κι εμφανίστηκε ένα μπουκάλι. Το πέταξε ψηλά, εκείνο στριφογύρισε και τη στιγμή που έπεφτε προς τα κάτω, εμφανίστηκε ένα ακόμα πο από το πουθενά. Προσγειώθηκαν και τα δύο στα χέρια του, ένα στο καθένα. Τα πέταξε και πάλι ψηλά, και μετά εμφανίστηκε ένα τρίτο, και στη συνέχεια ένα τέταρτο. Άρχισε να τα στροβιλίζει στον αέρα, σαν τους ζογκλέρ. Στη συνέχεια, τα πέταξε προς τα επάνω. Εκείνα αναποδογύρισαν και καθώς ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν στη σκοτεινή οροφή της σκηνής, ένα ασημένιο υγρό έτρεξε από μέσα τους. Εξατμίστηκε πριν καν αγγίξει το πάτωμα. Έκανε μια υπόκλιση όλο στόμφο και το πλήθος ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Εκείνος χαμογέλασε.

Σας αρέσουν τα κόλπα έτσι δεν είναι;», ρώτησε αυτάρεσκα.

Ένα συγχρονισμένο «ΝΑΙΙΙΙΙ», ακούστηκε από όλους.

«Ωραία λοιπόν… Ας πάμε σε κάτι καλύτερο τώρα… Υποδεχτείτε… τη Φραν!»

Λέγοντας αυτά, ο προβολέας που έπεφτε πάνω του έσβησε, κι ένας άλλος, φώτισε το πίσω μέρος της σκηνής. Μια κοπέλα με μαύρα φτερά στην πλάτη, που φορούσε μια μαύρη ολόσωμη, πέτσινη φόρμα, εμφανίστηκε. Στεκόταν όρθια, σκυμμένη προς τα μπροστά. Μια πλούσια χαίτη από κόκκινα μαλλιά χυνόταν πάνω στην πλάτη της. Ανασηκώθηκε με αργές, χορευτικές κινήσεις. Μια μαύρη μάσκα από τα άκρα της οποίας, προεξείχαν φτερά κάλυπτε τα μάτια της. Τα χείλη της ήταν κατακόκκινα. Άρχισε να χορεύει και μια κλασσική μελωδία γέμισε την ατμόσφαιρα. Οι κινήσεις της ήταν αρμονικές και συντονισμένες απόλυτα. Έμοιαζε λες και η μουσική έβγαινε μέσα από το σώμα της. Το πλήθος την παρακολουθούσε μαγεμένο. Η μουσική σώπασε, ο χορός τελείωσε κι εκείνη έμεινε ακίνητη στην αρχική της θέση. Ο προβολέας έσβησε και το σκοτάδι την κατάπιε. Το πλήθος άρχισε να ζητωκραυγάζει.

Το κέντρο της σκηνής φωτίστηκε και πάλι και ο Ντέιβιντ εμφανίστηκε χαμογελώντας πλατιά. Τα χρυσά του δόντια άστραψαν. Περίμενε να καταλαγιάσουν οι φωνές.

«Αν αυτό το κόλπο σας άρεσε, το επόμενο θα σας μείνει σίγουρα αξέχαστο…», έκανε με νόημα. «Και μάλιστα… πρωταγωνιστής θα είναι κάποιος από εσάς! Για να δούμε λοιπόν, ποιος θα είναι ο τυχερός;»

Εκείνη τη στιγμή, μια δυνατή τυμπανοκρουσία ήχησε, ο προβολέας που έπεφτε πάνω του μετακινήθηκε, κι άρχισε να κινείται μέσα στο πλήθος. Τα πρόσωπα φωτίζονταν εναλλάξ και η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη σε όλους. Η μουσική σταμάτησε, και ο προβολέας έπεσε πάνω σε έναν άντρα που καθόταν στην πρώτη σειρά.

«Α!», έκανε ο Ντέιβιντ. «Κύριε Μπάουϊ Κουΐνς…»

«Γνωρίζετε το όνομά μου;», ρώτησε ο πενηνταπεντάρης άντρας με την ψηλή κορμοστασιά και τους γκρίζους κροτάφους.

«Μα ποιος δεν γνωρίζει έναν διακεκριμένο δικηγόρο σαν εσάς… Ανεβείτε στη σκηνή σας παρακαλώ!»

Ο Μπάουϊ υπάκουσε. Έριξε ένα βλέμμα ικανοποίησης στη γυναίκα του, που καθόταν δίπλα του και προχώρησε προς τα εκεί. Ο προβολέας τον ακολουθούσε σε όλη τη διαδρομή, μέχρι να σταθεί απέναντι από τον Ντέιβιντ.

«Ας αρχίσει η παράσταση…», έκανε αργόσυρτα ο Ντέιβιντ.

Ένας προβολέας φώτισε το πίσω μέρος της σκηνής. Η Φραν, εμφανίστηκε και πάλι. Αυτή τη φορά, κρατούσε από το χέρι ένα μικρό κορίτσι με λευκές πλεξούδες, γαλάζια μάτια και μαύρο φόρεμα. Η χορεύτρια δεν κουνήθηκε. Το κορίτσι προχώρησε στο μπροστινό μέρος της σκηνής και κοίταξε τον Μπάουϊ. Του χαμογέλασε. Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Μπροστά τους εμφανίστηκε από το πουθενά ένας πάγκος. Έξι κόκκινες κάρτες ήταν αφημένες πάνω του.

«Οι οδηγίες είναι πολύ απλές κύριε Κουΐνς», άρχισε ο Ντέιβιντ. «Οι κάρτες αυτές, αναγράφουν κάθε μία από έναν αριθμό. Η Λούσι, θα σας δείχνει μία κάρτα κι εσείς θα πρέπει να μαντέψετε το νούμερο. Αν καταφέρετε κι επιλέξετε σωστά, τότε θα κερδίσετε δύο μεγάλα έπαθλα. Δέκα εκατομμύρια δολάρια και λίγες ώρες με…»

Έδειξε προς τη Φραν.

«Μα…», συνοφρυώθηκε ο Μπάουϊ, «είμαι παντρεμένος ξέρετε… Η γυναίκα μου είναι στο κοινό και…»

«Μην ανησυχείτε!», τον έκοψε απότομα ο Ντέιβιντ. «Η κυρία Κουΐνς δεν έχει κανένα πρόβλημα… έτσι δεν είναι;»

Ο προβολέας έπεσε πάνω της.

«Θέλω μόνο να κερδίσει ο άντρας μου», έκανε εκείνη με ένα πλατύ χαμόγελο.

«Είδατε;»

Ο Μπάουϊ αν και παραξενεμένος, ένευσε. Αισθανόταν πολύ περίεργα. Ήξερε πως όλα αυτά, δεν είχαν καμία λογική, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Έμοιαζε λες και κάτι άλλο όριζε τις κινήσεις του.

«Ωραία λοιπόν, ξεκινάμε!»

Η Λούσι του έδειξε μια κάρτα.

«Δύο», είπε αμέσως εκείνος.

Το μικρό κορίτσι τη σήκωσε και τη γύρισε προς το μέρος του. Ο αριθμός «δύο», ήταν γραμμένος πάνω στο κόκκινο φόντο της. Ένα «κόκκινο» που του τρυπούσε το μυαλό. Ένα «κόκκινο» που έμοιαζε με κάτι, το οποίο δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν. Κάτι του θύμιζε, αυτή η συγκεκριμένη απόχρωση του κόκκινου. Κάτι που έμοιαζε με…

«Συγχαρητήρια!», φώναξε ο Ντέιβιντ. «Δύο!»

Ο Μπάουϊ έδιωξε τις περίεργες σκέψεις και αναθάρρησε. Χτύπησε τα χέρια δυνατά. Η Λούσι έδειξε την επόμενη κάρτα.

«Τέσσερα!», έκανε αμέσως.

Τη σήκωσε και τη γύρισε προς το μέρος του. Το κόκκινο χρώμα του θύμιζε και πάλι κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Το ξέχασε όμως αμέσως, μόλις είδε τον αριθμό «τέσσερα».

Επόμενη κάρτα:

«Ένα!, φώναξε θριαμβευτικά.

Ήταν το «ένα».

Επόμενη κάρτα:

«Μηδέν!»

Ήταν το «μηδέν».

Επόμενη:

«Εννιά!»

Ήταν το «εννιά».

Τελευταία κάρτα:

«Οχτώ!»

Ήταν το «οχτώ».

Χρυσόσκονη έπεσε από την οροφή. Το πλήθος ζητωκραύγαζε. Ο Μπάουϊ γελούσε δυνατά. Είχε χρόνια να νιώσει μια τέτοια χαρά. Μόνο μια φορά στη ζωή του είχε αισθανθεί έτσι﮲ μια φορά που δεν μπορούσε να ξεχάσει και δεν θα ξεχνούσε ποτέ﮲ μια φορά, που τον έκανε να ντρέπεται για όλη τη ζωή του, αλλά ταυτόχρονα τον γέμιζε με μια ευφορία που δεν είχε καταφέρει να το κάνει κανένας και τίποτα άλλο. Εκείνη τη φορά που…

«Συγχαρητήρια κύριε Κουΐνς!», φώναξε ο Ντέιβιντ. «Κερδίσατε δέκα εκατομμύρια δολάρια και… λίγες ώρες με τη Φραν…», έκανε αργόσυρτα.

Εκείνος στράφηκε προς την κοπέλα. Τον κοιτούσε ανέκφραστη. Έκανε μεταβολή και χώθηκε στα παρασκήνια.

«Ήρθε η ώρα να εισπράξετε το δώρο σας…», είπε ο Ντέιβιντ.

Η Λούσι έπιασε το χέρι του Μπάουϊ και τον απομάκρυνε από τη σκηνή. Το άγγιγμά της ήταν παγωμένο.

«Κυρίες και κύριοι», άκουσε απόμακρη τη φωνή του Ντέιβιντ πίσω του, «μέχρι να… εισπράξει ο κύριος Κουΐνς το δώρο του, εμείς θα…»

Ο Μπάουϊ δεν άκουσε περισσότερα. Πέρασε μέσα από την κουρτίνα και βρέθηκε σε έναν χώρο, γεμάτο καθρέφτες. Η Λούσι τον άφησε και χάθηκε ανάμεσα τους.

«Μικρή! Περίμενε μικρή!», φώναξε εκείνος, ενώ έτριβε το χέρι του για να το ζεστάνει.

Κοίταξε γύρω του. Απειράριθμα είδωλά του, τον κοιτούσαν μέσα από τους καθρέφτες. Στριφογύρισε.

«Τι…», γέλασε νευρικά. «Τι παιχνίδι είναι αυτό; Τι…»

«Μπάουϊ», άκουσε έναν ψίθυρο.

«Ποιος…»

«Μπάουϊ…»

Μια γυναικεία σιλουέτα φάνηκε να περνάει μέσα από τους καθρέφτες.

«Περίμενε!», της φώναξε και προσπάθησε να την ακολουθήσει.

Έκανε να κινηθεί ανάμεσα στους διαδρόμους που σχημάτιζαν οι καθρέφτες, αλλά μάταια. Όπου κι αν έστριβε, έπεφτε πάνω τους. Ήταν εγκλωβισμένος σε ένα λαβύρινθο από αντανακλάσεις. Έβλεπε συνεχώς σκιές και άκουγε ψιθύρους. Προσπαθούσε να τους ακολουθήσει, αλλά μάταια.

Δοκίμασε να αφουγκραστεί. Η φωνή του Ντέιβιντ τώρα δεν ακουγόταν καθόλου.

Και τότε ξαφνικά, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος. Όλοι οι καθρέφτες έσπασαν. Τα θραύσματα πετάχτηκαν προς το μέρος του. Εκείνος έκυψε ενστικτωδώς, έκλεισε τα μάτια και κάλυψε το πρόσωπό του για να προστατευτεί. Ύστερα από λίγο, όταν η σιωπή επέστρεψε και πάλι, άνοιξε τα μάτια και σκυμμένος καθώς ήταν κοίταξε γύρω του. Οι καθρέφτες, εκτός από έναν, είχαν εξαφανιστεί. Ανασηκώθηκε. Στεκόταν στο κέντρο ενός μισοφωτισμένου δωματίου. Το μόνο που υπήρχε μέσα ήταν ο καθρέφτης κι ένα διπλό κρεβάτι. Η Φραν ήταν ξαπλωμένη και τον κοιτούσε προκλητικά πίσω από τη μάσκα της. Σήκωσε το χέρι και του έκανε νόημα με το δάχτυλο να πλησιάσει. Εκείνος χαμογέλασε στραβά.

«Ωραίο παιχνιδάκι μου στήσατε…», σχολίασε με νόημα και πήγε κοντά της.

Ξάπλωσε από πάνω της. Έκανε να της βγάλει τη μάσκα, αλλά εκείνη του κούνησε απαγορευτικά το δάχτυλο. Άρχισε να αγγίζει το σώμα του με τα δάχτυλά της. Ένιωσε όλο το κορμί του να ανατριχιάζει. Είχε χρόνια να αισθανθεί έτσι. Είχε να αισθανθεί έτσι από τότε που…

Το κλάμα ενός παιδιού διέκοψε απότομα τις σκέψεις του.

«Τι…»

Γύρισε απότομα. Η Λούσι καθόταν με την πλάτη προς το μέρος του μπροστά στον καθρέφτη κι έκλαιγε. Στράφηκε προς τη Φραν. Τον κοιτούσε ανέκφραστα.

«Τι…», επανέλαβε μουδιασμένα.

Εκείνη δεν σάλεψε. Η Λούσι συνέχιζε να κλαίει. Τότε ξαφνικά, η Φραν εξαφανίστηκε. Εκείνος έπεσε με φόρα στο κρεβάτι μπρούμυτα λες και τόση ώρα το σώμα του αιωρούταν. Η ανάσα του κόπηκε. Το κλάμα δυνάμωσε. Σηκώθηκε με αργές κινήσεις και προχώρησε προς το μέρος της. Γονάτισε και την άγγιξε στον ώμο.

«Λούσι…», έκανε.

Το κορίτσι σταμάτησε να κλαίει και γύρισε απότομα προς το μέρος του. Εκείνος έπεσε κάτω από τον τρόμο του και άρχισε να σέρνεται προς τα πίσω. Το πρόσωπο που αντίκρυσε, δεν ήταν αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη, αλλά ένα πρόσωπο που από τη μία ήθελε να ξεχάσει, αλλά από την άλλη ήθελε να θυμάται για πάντα. Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι με φακίδες και καστανά μάτια. Τα ρούχα της είχαν γίνει ξαφνικά λευκά. Το είδωλο στον καθρέφτη, συνέχιζε να δείχνει την Λούσι να τον κοιτάζει ανέκφραστα. Το κορίτσι παρέμενε ακίνητο. Εκείνος άρχισε να μπουσουλάει ακόμα πιο γρήγορα μέχρι που η πλάτη του χτύπησε πάνω σε κάτι. Κράτησε την αναπνοή του. Σήκωσε το κεφάλι προς τα πίσω. Ο Ντέιβιντ ήταν όρθιος και είχε σκυμμένο το κεφάλι προς το μέρος του. Τα χρυσά του δόντια λαμπύριζαν αλλόκοτα.

«Κύριε Κουΐνς…», έκανε, «θυμάστε την Φραντζέσκα, έτσι δεν είναι;»

Ο Μπάουϊ στράφηκε προς το κορίτσι. Είχε εξαφανιστεί. Η επιφάνεια του καθρέφτη έδειχνε σκοτάδι. Ξαναγύρισε προς τον Ντέιβιντ. Δίπλα του, στεκόταν το μικρό κοκκινομάλλικο κορίτσι και του κρατούσε το χέρι. Μπουσούλησε μακριά τους. Έπεσε πάνω σε έναν αόρατο τοίχο. Χτύπησε το κεφάλι του. Κάθισε στο έδαφος και το έτριψε.

«Δεν μου απαντήσατε», έκανε πιο δυνατά ο Ντέιβιντ. «Θυμάστε την Φραντζέσκα;»

Η φωνή του αντήχησε στο δωμάτιο και ο αντίλαλός της χτύπησε πάνω στους τοίχους, κάνοντάς την να επιστρέψει πολλαπλάσια στα αυτιά του.

«Την.. Μα πώς…» τραύλισε ο Μπάουϊ.

«Θυμάστε τα νούμερα που επιλέξατε κύριε Κουΐνς;», ρώτησε πιο ήρεμα ο Ντέιβιντ.

«Τα…»

«Επαναλάβετέ τα».

«Δύο… τέσσερα… ένα… μηδέν… εννιά… οχτώ…»

«Δεν διαλέξατε τυχαία αυτά τα νούμερα… έτσι δεν είναι…;»

«Εγώ…»

«Έτσι δεν είναι;»

Η φωνή του επέστρεψε σαν αντίλαλος και πάλι.

«Εγώ…»

«Θυμάστε την Φραντζέσκα κύριε Κουΐνς;»

Εκείνη τη στιγμή, το μικρό κορίτσι που κρατούσε το χέρι του Ντέιβιντ, άρχισε να ψηλώνει, το σώμα της άρχισε να αλλάζει, τα ρούχα της να σκουραίνουν και το πρόσωπό της να χάνει τα παιδικά του χαρακτηριστικά. Τώρα δεν στεκόταν μπροστά του η Φραντζέσκα, αλλά η Φραν. Έβγαλε τη μάσκα της και την πέταξε με δύναμη στο πάτωμα. Η καρδιά του Μπάουϊ έχασε έναν χτύπο. Έκανε να σηκωθεί για να τρέξει, αλλά το σώμα του είχε παραλύσει.

«Φραντζέσκα –  Φραν», έκανε ήρεμα ο Ντέιβιντ κι ανασήκωσε τους ώμους. «Τόσο απλό. Και τώρα πείτε μας κύριε Κουΐνς, τι σημαίνουν για εσάς τα νούμερα που επιλέξατε;»

«Τα…»

«Συμβολίζουν τη μεγαλύτερη ευφορία που νιώσατε ποτέ στη ζωή σας έτσι δεν είναι; μια ευφορία απαγορευμένη, αλλά συνάμα τόσο δυνατή﮲ μια ευφορία που θέλετε να ξεχάσετε, αλλά ταυτόχρονα θέλετε να θυμάστε για πάντα. Και πείτε μας επίσης… τι σας θύμισε το κόκκινο χρώμα των καρτών; Τι σας θύμισε κύριε Κουΐνς;»

Έκανε δυνατά την τελευταία του ερώτηση. Ο Μπάουϊ ένιωσε τα αυτιά του να πονάνε.

«Αίμα…», έκανε ξέπνοα. «Ήταν το αίμα της πάνω στα σεντόνια όταν…»

«Όταν τι κύριε Κουΐνς;! Όταν κάνατε τι; Τι συμβολίζουν τα νούμερα; Τι συνέβη στις 24/10/98;»

«Εγώ…»

«Ποιανού ήταν το αίμα στα σεντόνια;»

«Μα…»

«Τι συνέβη στις 24/10/98;!»

«Βίασα την Φραντζέσκα Λαντάρι όταν ήταν δέκα χρονών!», φώναξε απελπισμένος κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του.

«Μπα…Μπάουϊ…;», άκουσε την τρομοκρατημένη φωνή της γυναίκας του, από δίπλα του.

Άνοιξε τα μάτια. Διαπίστωσε πως δεν βρισκόταν στα παρασκήνια, αλλά στη θέση του, ανάμεσα στο κοινό. Κοίταξε αποσβολωμένος γύρω του. Ο προβολέας έπεσε πάνω του.

«Τι… τι συνέβη;», τραύλισε ενώ ευχόταν με όλη του τη δύναμη να τον είχε πάρει ο ύπνος και όλο αυτό να ήταν ένας απλός εφιάλτης.

Ευχόταν με όλη του τη δύναμη να μην είχε παραδεχτεί τίποτα φωναχτά.

«Η… Φραν… χόρευε…», απάντησε η γυναίκα του, «κι εσύ ξαφνικά… φώναξες πως βίασες μιας κοπέλα… όταν ήταν δέκα χρονών…»

Το βλέμμα της ήταν τρομοκρατημένο.

«Είναι… αλήθεια…;», τον ρώτησε στη συνέχεια.

Άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει.

«Μπάουϊ Κουΐνς;», ακούστηκε μια αυστηρή φωνή από τα πάνω καθίσματα.

Εκείνος γύρισε διστακτικά.

«Κύ.. κύριε Τσέινσοου; Κύριε εισαγγελέα;», τραύλισε, τη στιγμή που ο γηραιός άντρας με το παχύ μουστάκι τον κοιτούσε αυστηρά. «Τι… τι κάνετε εδώ;»

«Έλαβα μια δωρεάν πρόσκληση για ‘ένα φανταστικό υπερθέαμα’, όπως ανέφερε. Δεν φανταζόμουν όμως πως ‘το θέαμα’ θα ήσουν εσύ! Θα ήθελα πολύ να δω πώς θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου αυτή τη φορά με τόσους μάρτυρες γύρω σου! Είμαι σίγουρος πώς όλοι όσοι είναι εδώ, θα καταθέσουν εναντίον σου».

Ένα μουρμουρητό κατάφασης ακούστηκε από το πλήθος.

«Εγώ… εγώ δεν…», έκανε να πει εκείνος, αλλά ο Τσέινσοου, είχε ήδη σηκωθεί όρθιος και απομακρυνόταν.

«Θα τα πούμε στο δικαστήριο!», του πέταξε τη στιγμή που έβγαινε από την αίθουσα.

«Κυρίες και κύριοι, η παράσταση, τελείωσε!», είπε ο Ντέιβιντ με ένα πλατύ χαμόγελο και υποκλίθηκε.

Ο κόσμος σηκώθηκε και άρχισε να απομακρύνεται. Τότε ο Μπάουϊ, πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε προς τη σκηνή.

«Θα μου το πληρώσεις αυτό! Θα μου το πληρώσετε όλοι σας… όλοι θα…», άρχισε κουνώντας το δάχτυλο προς το μέρος του.

«Καλησπέρα σας κύριε Κουΐνς».

Ένας άντρας με κατάλευκα μαλλιά, καταγάλανα μάτια και ντυμένος στα μαύρα, εμφανίστηκε πάνω στη σκηνή και τον κοίταξε από ψηλά. Εκείνος οπισθοχώρησε.

«Ποιος…»

«Το όνομά μου είναι Damon HellWay», έκανε ήρεμα εκείνος και πήδηξε κάτω. «Νομίζω όμως ότι έχουμε γνωριστεί».

«Εμείς… Πότε; Δεν…»

«Ω… μα ελάτε τώρα κύριε Κουΐνς. Έχετε κάνει άπειρες συμφωνίες μαζί μου, δεν το θυμάστε;», συνέχισε πλησιάζοντάς τον.

«Εγώ; Πότε…;», αντέδρασε εκείνος και άρχισε να οπισθοχωρεί.

«Κάθε φορά που αθωώνατε έναν πελάτη σας ο οποίος ξέρατε πως είναι ένοχος, ερχόσασταν όλο και πιο κοντά σε μένα. Και όταν βιάσατε την Φραντζέσκα, με πλησιάσατε ακόμα πιο πολύ. Απλά ίσως… δεν το είχατε συνειδητοποιήσει…», πρόσθεσε ανασηκώνοντας τους ώμους.

Οπισθοχωρώντας ο Μπάουϊ έφτασε, χωρίς να το καταλάβει, στη θέση που καθόταν πριν. Τα πόδια του χτύπησαν πάνω της και σωριάστηκε απότομα στο κάθισμα. Ο Damon έσκυψε προς το μέρος του.

«Ξέρετε τι παθαίνουν οι παιδεραστές μέσα στη φυλακή κύριε Μπάουϊ;», τον ρώτησε χαμογελώντας. «Φυσικά και ξέρετε…», κάγχασε.

Κάρφωσε το βλέμμα μέσα στο δικό του﮲ ένα βλέμμα που πετούσε σπίθες κυριολεκτικά.

«Και να είστε σίγουρος, πως αυτό που παθαίνουν, θα το πάθετε κι εσείς… Θα φροντίσω εγώ ο ίδιος γι’ αυτό…»

Λέγοντας αυτά, έκανε μεταβολή και ανέβηκε και πάλι στη σκηνή.

Η Φραντζέσκα πλησίασε τον Damon.

«Ωραία μου δεσποινίς», την προσφώνησε εκείνος κι έτεινε το χέρι προς το μέρος της.

Εκείνη του έδωσε το δικό της. Το φίλησε κοιτώντας την βαθιά στα μάτια. Η Φραντζέσκα στράφηκε προς τον Μπάουϊ και τη γυναίκα του, που τώρα τον κοιτούσε με απέχθεια, έκανε μια υπόκλιση, και ο προβολέας που την φώτιζε έσβησε. Η αυλαία έπεσε.

***

Ο Damon πλησίασε τον άντρα που ήταν κρυμμένος στα παρασκήνια. Καθόταν σε ένα γραφείο, κι έγραφε πυρετωδώς. Του άγγιξε τον ώμο. Ο Τζέρεμι Σίγκουλ ένιωσε το κρύο να διαπερνά τη σάρκα του, να μουδιάζει το κορμί του και να παγώνει το αίμα του.

«Γιατί την άφησες να φύγει έτσι;», τον ρώτησε ο Τζέρεμι. «Θέλω να πω… έκανε μια συμφωνία μαζί σου, έτσι δεν είναι; Κι εσύ την τήρησες από τη μεριά σου. Τι γίνεται λοιπόν με το δικό της μερίδιο;»

Ο Damon χαμογέλασε.

«Μα αυτή ακριβώς ήταν η συμφωνία. Να τιμωρήσω αυτό τον άντρα, χωρίς να μου δώσει εκείνη κανένα αντάλλαγμα».

Ο Τζέρεμι συνέχιζε να τον κοιτάει απορημένος.

«Γιατί; Γιατί από όλους τους άλλους παίρνεις αντάλλαγμα και από αυτήν όχι; Ακόμα κι από μένα πήρ…»

Ο Damon σήκωσε ψηλά το χέρι του. Εκείνος σώπασε αμέσως.

«Γιατί αυτό που έκανε ο Μπάουί, ήταν τόσο άθλιο, τόσο αξεπέραστο, τόσο ποταπό, που του άξιζε η χειρότερη τιμωρία. Δεν βίασε μόνο το σώμα της, βίασε την ψυχή της. Η κοπέλα αυτή, ακόμα και τώρα που τον τιμώρησε, δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Πήρε απλά μια ανάσα δροσιάς από την κόλαση που την βύθισε ο ίδιος. Ακόμα λοιπόν και για μένα, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις. Υπάρχουν κάποιες συμφωνίες, που τις τηρώ μόνο από τη δική μου πλευρά, γιατί έτσι πρέπει. Γιατί ακόμα κι εγώ, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Γιατί κάποιες πράξεις, είναι τόσο αποτρόπαιες, που ξεπερνούν ακόμα κι εμένα. Γιατί κάποια πράγματα, ακόμα και για μένα, είναι τόσο αδιανόητα και χρήζουν της χειρότερης τιμωρίας, χωρίς να ζητήσω κανένα αντάλλαγμα. Και γιατί το σκοτάδι που κρύβουν κάποιοι άνθρωποι μέσα τους, είναι πυκνότερο από το σκοτάδι από το οποίο προέρχομαι».

Ο Τζέρεμι ένευσε σιωπηλός.

«Τα έγραψες όλα όσα συνέβησαν απόψε;», τον ρώτησε στη συνέχεια ο Damon.

Εκείνος ένευσε.

«Κόψε τις σελίδες και δώσ’ τες μου», τον διέταξε.

Εκείνος υπάκουσε.

Ο Damon τις έριξε μια ματιά, τις δίπλωσε και τις έχωσε στη χούφτα του. Την επόμενη στιγμή που την άνοιξε, είχαν εξαφανιστεί.

«Υπάρχουν κάποια πράγματα από αυτά που γράφεις, που θα ήθελα να τα κρατήσω μόνο για μένα», απάντησε στο ερωτηματικό του βλέμμα. «Θα χαλάσουν την εικόνα μου… καταλαβαίνεις… Εις το επανειδίν κύριε Σίγκουλ!», φώναξε.

Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του κι εξαφανίστηκε. Ο Τζέρεμι έμεινε μόνος να συλλογίζεται όσα συνέβησαν. Τα φώτα έσβησαν. Όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: