,

Μάθε παιδί μου, ορθογραφία

Δύο λέξεις έμαθα πολύ μικρή, μόλις είχα ξεκινήσει το Δημοτικό, οι οποίες ρίζωσαν μέσα μου, γιατί μου έκαναν τρομερή εντύπωση. Ήταν το πολυμήχανος και το μισογύνης. Η μία με μάγεψε και παρόλο που είναι συνδυασμένη με τον Οδυσσέα, εμένα περιέγραφε απολύτως την μάνα μου! Άλλωστε πρώτα γνώρισα τα κατορθώματα της μητέρας μου και πολύ αργότερα του Ομηρικού ήρωα!  Η δεύτερη λέξη με τρόμαξε και την έμαθα από την ίδια. Γεννημένη στην Ορεστιάδα, έζησε πείνες, στερήσεις μα κυρίως μεγάλωσε με τον ορισμό της κακιάς μητριάς και έγινε μια σκληροτράχηλη γυναίκα. Ποτέ δεν μου είχε μιλήσει για τις δυσκολίες της αυτές, παρά μόνο για τον καημό της που την σταμάτησε ο πατέρας της στην Τρίτη Δημοτικού. Πρώτη στην τάξη, μάλλον αδιανόητο αυτό τότε για κορίτσι, μέχρι ο ίδιος ο δάσκαλος είχε πάει σπίτι τους για να πείσει τον παππού μου να την αφήσει. Ανένδοτος! Η απάντησή του ήταν βροντερή «Τι να τα κάνει τα γράμματα; Να πάρουν τα μυαλά της αέρα; Ή να στέλνει ραβασάκια στους αγαπητικούς;».

Κάπως έτσι έμαθε να μάχεται μια ζωή για τα αυτονόητα. Πάντα τη θυμάμαι στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο της, σκυμμένη πάνω απ’ το εργόχειρο ή απ’ το βιβλίο της. Και μια ζωή απορώ, πώς εγώ, σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ότι αυτή, την παρατήσαν τα γράμματα (η ίδια δεν τα παράτησε ποτέ), μαρτύρησα να μάθω την προπαίδεια ενώ η ίδια, παιδάκι ακόμα, την έλεγε νερό στον πατέρα της μπας και τον μεταπείσει! Μάλλον το γονίδιο της… αριθμητικής, πηδάει γενιά!

Τότε η αγαπημένη μου βόλτα ήταν η εξόρμηση στο κέντρο της Αθήνας για τα ψώνια της βδομάδας. Μόνο ένα τεταρτάκι με το λεωφορείο που τερμάτιζε έξω από το σπίτι μας! Κεντρική κρεαταγορά, ψαραγορά, υφάσματα και φρεσκοκαβουρδισμένος ελληνικός καφές! Ακόμα λατρεύω το άρωμά του και ας μην τον πίνω. Υπέροχες μυρωδιές ξεπηδάνε από τις αναμνήσεις μου! Στην Αιόλου, ήταν κρυμμένο και ένα μπαχαρικό που αγόραζε, όποτε ήθελε να κάνει κάποιο γλυκό, χύμα πλάκες σοκολάτα υγείας. Πώς και πώς περίμενα εκείνη την μαγική στιγμή, να μου δώσει λίγη! Περπάταγε πάντα βιαστικά και περήφανα, σέρνοντάς με σχεδόν από το χέρι ενώ εγώ χάζευα βιτρίνες, περαστικούς, περίπτερα, κυλιόμενες, στοές, μέχρι να σκαρφαλώσω ξανά τα τεράστια σκαλιά του λεωφορείου και να κολλήσω το πρόσωπό μου στο τζάμι σ’ όλη την επιστροφή. Κάπου εκεί στο ανέβασμα, κάποιος την έσπρωξε να χωθεί πριν από εμάς – ήμουν όπως και να το κάνεις μια κινούμενη καθυστέρηση – και άκουσα για πρώτη φορά να του “φτύνει” κατάμουτρα την λέξη μισογύνης! Δεν μίλησα, δεν ρώτησα, την απομνημόνευσα, έψαξα σπίτι το λεξικό, βρήκα την εξήγηση και τότε, έστω καθυστερημένα, νευρίασα και εγώ με τον τύπο! Ακούς εκεί να μισεί στα καλά καθούμενα εμένα και την μητέρα μου. Μέσα μου, ένιωσα και ένα τσίμπημα περηφάνιας που τον αντιμετώπισε στα ίσια!

Σε μια από αυτές τις εξόδους, έχω πολύ έντονη την εικόνα της, να κοκαλώνει στο δρόμο, να κοιτά μια αφίσα, να ξανακοιτά, να σταυροκοπιέται, να κατακοκκινίζει και να αποχωρεί έξαλλη. Όταν γυρίσαμε σπίτι, πήρε τηλέφωνο για αρχή τη θεία μου, μετά όλες τις φίλες της και εξηγούσε λεπτομερώς τι είδε «δεν ντρέπονται να γράφουν τέτοιες βρισιές με κεφαλαία γράμματα παντού στην Αθήνα, έχει χαθεί πια η ντροπή στις μέρες μας, που μεγαλώνουν τα παιδιά μας, ωχ τι πάθαμε!». Νομίζω δεν την είχα ξαναδεί τόσο έξαλλη, ούτε καν με τις δικές μου ζαβολιές. Έλεγα μέσα μου, ενώ αναρωτιόμουν τι είχε αντικρίσει, πόσο δίκιο είχε και απορούσα ποια λέξη την είχε πειράξει τόσο πολύ. Το βράδυ τα εξιστόρησε στον πατέρα μου. Τέρας  ψυχραιμίας αυτός – τώρα πια είμαι σίγουρη πως δεν την άκουσε καν – της απάντησε στωικά, «έλα βρε γυναίκα, τι σκας, μόδα είναι θα περάσει». Κάπως έτσι νομίζω τη φούντωσε για κάνα δυο μέρες παραπάνω. Μετά από λίγο καιρό το ξεχάσαμε, δεν ξανασχολήθηκε κανείς μας.

Μέχρι που ήρθε το πέρας του χρόνου να λυθεί το μυστήριο. Είχε περάσει κάνας χρόνος, προχώρησα στο Δημοτικό, έμαθα επιτέλους ορθογραφία και είδα με τα μάτια μου την απειλητική αφίσα… για την επανεμφάνιση στην Αθήνα του συγκροτήματος από τη Θεσσαλονίκη με το όνομα “Άγαμοι Θύται”! Γέλασα τόσο πολύ τότε που το ανακάλυψα!

Τώρα μονολογώ βουτηγμένη στην πολυετή πια απουσία της, αχ ρε μάνα, πόσα σου στερήσαν, πόσα γλύτωσες μα και πόσα χαμόγελα εξακολουθείς να μου χαρίζεις!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


%d