«Και για πείτε μου κύριε Μιχάλη…»
«Τι να σου πω κορίτσι μου;»
«Δεν ξέρω, ό,τι θέλετε! Βλέπω ότι έχετε περάσει πολύ πόνο πάντως. Φαίνεται στα μάτια σας.»
«Άστα, κορίτσι μου, πολύ.»
«Πείτε μου! Χρόνο έχω! Πείτε μου ό,τι θέλετε!»
«Να σου πω λίγα πράματα για τη ζωή μου; Θέλεις;»
«Φυσικά και θέλω, κύριε Μιχάλη.»
«Γεννήθηκα στην Κρήτη. Η μάνα μου έκανε την αδερφή μου – ίδιο όνομα έχετε – και ‘μένα. Ήμουνα δεν ήμουνα έξι μηνών. Πήγαινε η μάνα μου να δώσει στον πατέρα μου μια αλλαξιά ρούχα και φαγητό. Ήτανε βλέπεις, φυλακή ο πατέρας μου. Είχε ανέβει στο βουνό με τα γιδοπρόβατα, πήγανε τέσσερις να τον εκαθαρίσουνε. Κατάφερε ο πατέρας μου κι επήρε το μαχαίρι από τον ένανε και τόνε σκότωσε. Τον εβάλανε στη φυλακή. Οι άλλοι, το ίδιο βράδυ, πήγανε αφ’ το σπίτι και σκότωσαν όλη του την οικογένεια. Τον πατέρα του, τη μάνα του, δυο αδέρφια και μια θειά που είχε. Μόνο ο πατέρας μου έζησε γιατί τον εβάλανε φυλακή.
Πήγαινε λοιπόν η μάνα μου, μια αλλαξιά στον πατέρα μου και φαγητό. Εγώ ήμουνα δεν ήμουνα έξι μηνών. Έχασε το λεωφορείο, το είδε μια κυρία και ζήτησε αφ’ το γερμανικό περίπολο να την επάνε μέχρι το πιο κάτω χωριό. Τελικά αυτοί ήσαντε σωματέμποροι. Την επήρανε και την επήγανε Μικρά Ασία πρώτα. Μετά κατέληξε στην Αθήνα.
Εγώ μεγάλωσα από μια προβατίνα. Σαν παιδί της με είχε, το δικό της γάλα έπινα. Και σαν μεγάλωσα και σταμάτησα το γάλα, όταν μ’ έβλεπε ξέρεις τι έκανε; Με κουτούλαγε “να” με το κεφάλι και μ’ έριχνε κάτω και μου ’βαζε το βυζί στο στόμα να πιω.
Δέκα χρονώ ήμουνα όταν γνώρισα τον πατέρα μου. Με χτύπαγε, με έδενε στα δέντρα… Ου! Και τι δε μου ’κανε! Ήμουνα κι εγώ λιγάκι ζωηρός, αλλά τι να ’κανα; Δεν είχα μάνα και πατέρα να με μαζέψουνε κι έκανα του κεφαλιού μου. Δώδεκα χρονώ με κρέμασε ο πατέρας μου αφ’ το πηγάδι. Δε θυμάμαι τι είχα κάνει. Είχα κάνει και χειρότερα πάντως. Με κρέμασε αφ’ το πηγάδι και μου φώναζε “είσαι πουτάνας γιος ρε! Είσαι ανάξιος. Πουτάνας γιος είσαι ρε!”.
Έφυγα αφ’ το σπίτι μου. Πήγα στην Αθήνα να ψάξω τη μάνα μου. Δώδεκα χρονώ ήμουνα, έφαγα τον τόπο. Γυρνούσα πρώτα τα μπουρδέλα της Αθήνας, μετά έφτασα και στην αστυνομία. Αυτοί πήρανε τον πατέρα μου τηλέφωνο, τον ερωτήσανε τι κάνω στην Αθήνα δώδεκα χρονώ παιδί μόνος μου. Και κάνανε παρατήρηση στον πατέρα μου που γυρνούσα σε κακόφημες γειτονιές και που γυρνούσα μονάχος μου παιδί πράμα.»
«Την βρήκατε την μητέρα σας κύριε Μιχάλη;»
Με κοιτάζει λιγάκι και μετά στρέφει το βλέμμα μπροστά. Κοιτάζει το κενό, καθώς τα μάτια του βουρκώνουν. Κοιτάζει κάτω, ξεφυσά και με τα μάτια καρφωμένα κάτω, μου λέει
«Την βρήκα, παιδί μου. Ήτανε γραμμένη στο Ηθών και την βρήκα. Πήγα αφ’ το σπίτι της. Μια ήσυχη γειτονιά ήτανε. Της είπα “μάνα;”. Ξέρεις τι μου είπε; Ξέρεις; “Μιχάλη; Εγώ παιδιά έκανα. Δεν ήθελα να τα μεγαλώσω.” Με πήρε στο σπίτι γιατί δεν είχα που να μείνω και μ’ ορμήνεψε να μην πω στη γειτονιά ότι είμαι γιος της. Είχε πει σ’ όλη τη γειτονιά ότι δεν είχε παιδιά.
Ε, δεν άντεξα πολύ, έφυγα αφ’ της μάνας μου. Επήγα κι έβαλα το κεφάλι μου στις γραμμές του τραίνου. Δεν ξέρω τι έγινε, αλλά βρέθηκα μέσα στο τραίνο. Στην Οινόη κατέληξα. Ξέρεις πού είναι η Οινόη; Γύρισα στην Αθήνα. Δεν είχα λεφτά και δεν πλήρωσα το εισιτήριο και μου βάλανε πρόστιμο, 27 δραχμές! Ξέρεις τι ήταν 27 δραχμές τότε; Γι’ αυτές τις 27 δραχμές με πιάσανε δυο χρόνια μετά και μπήκα φυλακή. Δέκα μέρες μου είχανε πει. Έκατσα εννιά γιατί δούλεψα.
Υπηρέτησα και στο βασιλικό ναυτικό, στο είπα αυτό; Ναι, αμέ! Κάποτε ήμουνα στη Μυτιλήνη. Εκεί μου προξενέψανε μία. Ήτανε δυο αδερφές. Νοστιμούλες και οι δύο. Αλλά η μάνα τους τις είχε βγάλει στο κλαρί. Καλή κοπέλα αυτή που μου προξενέψανε, αλλά δεν ήτανε για οικογένεια αυτή. Εγώ ήθελα σοβαρή γυναίκα για οικογένεια.
Λίγο καιρό αργότερα, είχα πάει στην Κρήτη κι εκεί γνώρισα τη γυναίκα μου. Δυο χρόνια μεγαλύτερή μου, αλλά δε μ’ ένοιαζε. Καλή γυναίκα, αλήθεια σου λέω, άγια γυναίκα. Δυο παιδιά κάναμε, τον Γιώργο και την Μαρία. Όλοι τους καλοί ήτανε. Δε μου μιλάνε πια…»
Τον κοιτάζω. Όση ώρα μιλάει, τα μάτια του είναι κολλημένα κάτω. Ξαναβουρκώνει και μου λέει, με σπασμένη πια φωνή
«Δίκιο έχουνε που δε μου μιλάνε. Τα σάπισα στο ξύλο. Όλους τους σάπισα στο ξύλο. Μη με βλέπεις έτσι, ξέρεις τι μαλάκας είμ’ εγώ; Ου! Μπεκρόπινα και γύριζα στο σπίτι και τους έκανα μαύρους στο ξύλο. Φωνές, κακό… Καλά έκανε η γυναίκα μου και μ’ άφησε. Δίκιο είχε. Δεν ήμουνα για οικογένεια εγώ. Και τα παιδιά μου που δε μου μιλάνε, καλά κάνουνε κι αυτά. Έτσι που φερόμουνα και σ’ αυτά και στη μάνα τους, τι να κάνουνε, μου λες; Έχω εγγόνια και δεν τα ’χω δει ποτέ. Δεν έχουνε άδικο όμως, τους καταλαβαίνω. Μόνος μου θα πεθάνω, αλλά το αξίζω. Το ξέρω… Ναυάγιο είμαι. Ένα ναυάγιο της ζωής…».
Νίκη Τσακίρη