Η αρχική του εντύπωση για το κτίσμα εντάθηκε όταν στάθηκε έξω από την είσοδό του. Ήταν ένα μεγάλο κτίριο. Στο χρώμα του σαπισμένου ξύλου. Ή της ερήμου. Ετοιμόρροπο. Πραγματικά, θα μπορούσε να είχε πέσει. Ίσως και να έπρεπε, μετά από τόσα χρόνια. Οι κολόνες έμοιαζαν αδύναμες σαν κλαριά. Θαρρείς και μια δυνατή κλοτσιά θα τις λύγιζε. Δεν υπήρχε βεράντα ή και αυλή, όπως συνέβαινε με τα υπόλοιπα σπίτια. Τα παράθυρα σε κάθε όροφο ήταν κλειστά. Σφραγισμένα με κάποιο αντικείμενο. Ο Κάρτερ έκανε τον κύκλο του Σπιτιού. Παράθυρα στα πλάγια και πίσω. Μια ακόμα πόρτα. Άλλα σπίτια πέρα από αυτό. Ο άλλος δρόμος. Πιο πέρα, μερικά ράντζα. Ανέκφραστοι άνθρωποι από τριάντα χρονών και πάνω που παρακολουθούσαν από τις κατοικίες τους. Με λίγα λόγια, ίδια κατάσταση σε κάθε πλευρά του παμπάλαιου οικήματος.
Ήρθε ξανά στην μπροστινή πόρτα. Του φάνηκε στρεβλή, σαν να έγερνε προς τα αριστερά όπως την κοιτούσε. Πάνω στο ξύλο, είχαν βάλει ένα καρφί, από το οποίο κρεμόταν μια ονειροπαγίδα με τέσσερις κύκλους, άλλοι μικρότεροι και άλλοι μεγαλύτεροι, χάντρες και μπλε πούπουλα. Γιατί ήταν εκεί, άραγε; Συνήθως, απ’ όσα είχε ακούσει ο Κάρτερ, οι ινδιάνοι κρεμούσαν μια ονειροπαγίδα πάνω το κρεβάτι του παιδιού, για να διώχνει τα κακά όνειρα και να αφήνει να περάσουν μόνο τα καλά.
Πλησίασε και στάθηκε λίγα εκατοστά από την πόρτα. Έστρεψε το σώμα του, ούτως ώστε να είναι μπροστά η δεξιά πλευρά του. Χτύπησε έξι φορές.
Καμιά απάντηση. Κανένας δεν μίλησε. Κανένας δεν εμφανίστηκε.
Κανένας δαίμονας, εννοείς, σκέφτηκε.
«Είναι κάποιος μέσα;» φώναξε. «Με λένε Μαξ Κάρτερ. Είμαι πιστολέρο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ Λουκ».
Φαντάστηκε τα νεκρά ζώα (Άδεια σάρκινα σακιά) που είχε αναφέρει ο Κάβανα ότι βρήκαν στο κατώφλι αυτής της θύρας. Κάτω από τις μπότες του, ο Κάρτερ είδε την άμμο του δρόμου, που ήταν ίδια όπως και σε κάθε άλλο σημείο κοντά ή και μακριά από το Σπίτι.
Χτύπησε και πάλι.
Ίδιο αποτέλεσμα με την πρώτη φορά.
Έπιασε το πόμολο. Ήταν κρύο και μπρούτζινο. Στρογγυλό. Το γύρισε δεξιόστροφα.
Άδραξε το εξάσφαιρο που είχε στη θήκη του αριστερού γοφού. Τράβηξε τον κόκορα.
Μπορεί να βρω νεκρά ζώα; αναρωτήθηκε. Ή την κυρία Ο’ Κόνορ; Νεκρή; Τι θα πω τότε στην Λία; Αν την ξαναδώ;
Αργότερα. Θα τα σκεφτείς αργότερα όλα αυτά. Προς το παρόν, δουλειά. Έρευνα. Στο μοναδικό μέρος που σου έχουν υποδείξει.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Δεν την έκλεισε αμέσως, γιατί μέσα ήταν πήχτρα σκοτάδι. Όπως το περίμενε, δηλαδή, με τις κλειστές πόρτες και τα τόσα καλύμματα που είχαν βάλει στα παράθυρα. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του και άναψε ένα σπίρτο. Η μικρή φλόγα ήταν αμελητέα -έτσι και του ριχνόταν κανένας δεν θα τον έβλεπε, παρά όταν θα ήταν αργά-, αλλά τον βοήθησε στο να ψάξει και να βρει ένα κηροπήγιο με τρία κεριά. Τα άναψε, έσβησε το σπίρτο, έκλεισε την πόρτα και προχώρησε στο διάδρομο. Οι μπότες του χτυπούσαν το δάπεδο, βγάζοντας έναν ήχο που θύμιζε το πελέκημα του τσεκουριού που κόβει το δέντρο. Η ανάσα του δεν ακουγόταν, ενώ ο Κάρτερ ίδρωνε σαν να τον είχαν πετάξει σε ένα καζάνι που έβραζε στο τζάκι. Το χειρότερο απ’ όλα, όμως, ήταν η μυρωδιά. Ήταν η ίδια με το στάβλο και το μαντρί των Ο’ Κόνορ. Και χειρότερη. Γιατί εδώ υπήρχε και κάτι άλλο εκτός από την αποφορά που βγάζουν τα πτώματα. Δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς, αλλά ο Κάβανα του είχε δώσει μια πολύ αόριστη ιδέα, για να μπορεί να εκτιμήσει κάπως την κατάσταση.
Σε μερικά σημεία, ο Κάρτερ σταματούσε το περπάτημα, γιατί άκουγε τις μπότες του να πλατσουρίζουν, λες και πατούσε σε λάσπες. Μόνο που, όταν γονάτιζε να δει, δεν έβλεπε βρόμικα νερά, αλλά λίμνες από αίμα. Αλλού ήταν μονάχα λεπτές πορφυρές γραμμές μερικών εκατοστών και αλλού ήταν τόσο μικροσκοπικές που έμοιαζαν με σταγόνες ιδρώτα. Πάντως, ό,τι μέγεθος και να είχαν, προκαλούσαν νευρικότητα στον Κάρτερ. Έκαναν το σκοτάδι πιο τρομαχτικό απ’ ό,τι έπρεπε να είναι.
Το ισόγειο αποτελούνταν από τρία δωμάτια. Τα οποία ήταν άδεια από έπιπλα, με εξαίρεση ένα πλεχτό χαλί που υπήρχε σε καθένα τους, ενώ οι τοίχοι σε κάθε χώρο είχαν κρεμασμένο από ένα κέντημα, που προσωποποιούσε κάποιον ινδιάνο ή κάποια ινδιάνα ή κάποιο ζώο. Όμως, τα περισσότερα είχαν κοπεί σε διάφορα σημεία και το εικονιζόμενο ον δεν ήταν ολοκάθαρο. Μόνο ένα κέντημα ήταν σε καλή κατάσταση. Αναγνωρίσιμο για όποιον ή όποια ήξερε τους μύθους των Sioux. Ήταν ένας άνθρωπος με μαύρο ριχτό ρούχο και κουκούλα στο κεφάλι. Στα αυτιά του, είχε στηριγμένα μαύρα πούπουλα. Τα μάτια του ήταν κενά και η έκφραση του σκουρόχρωμου, βαμμένου προσώπου του ήταν σοβαρή. Από κάτω, ήταν γραμμένο ένα όνομα. Han. Ο Κάρτερ δεν ήξερε τι σήμαινε αυτό, υπέθετε ότι θα είναι το όνομα του εικονιζόμενου, αλλά ο τύπος δεν του άρεσε καθόλου. Έμοιαζε μοχθηρός, σαν δύστροπος, φανατικός πάστορας.
Σε έναν τοίχο, ο Κάρτερ βρήκε ένα κέντημα, στο οποίο είχε χαραχτεί με μπλε, κόκκινη, κίτρινη και πράσινη κλωστή η εξής φράση: Mitákuye Oyás’iŋ. Μόνο αυτό. Τη διάβασε δυνατά -και λανθασμένα-, όπως την έβλεπε. Άγνωστη η ερμηνεία της, αλλά τη συγκράτησε στο μυαλό του. Σε έναν άλλο, υπήρχε μια ακόμα λέξη που, για τον πιστολέρο, δεν σήμαινε κάτι: wačhékiya. Όμως, ένιωθε ότι η έννοια τους ήταν σπουδαία, τουλάχιστον για τους Sioux που έφτιαξαν αυτό το σπίτι.
Κάποτε, έφτασε στη σκάλα που οδηγούσε στους άλλους ορόφους. Κι εκεί ήταν που πάτησε τα πρώτα κόκαλα. Παραλίγο να πέσει, γιατί μερικά ήταν πρόσφατα και δεν είχαν σαπίσει ακόμα, αλλά ευτυχώς κράτησε την ισορροπία του. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε ένα μικρό σωρό. Το οποίο τον έκανε να γουρλώσει τα μάτια. Γιατί συνειδητοποίησε για ποιο λόγο φαίνονταν τόσο εύθραυστα τα ζώα στο στάβλο και το μαντρί. Τους είχαν βγάλει το σκελετό. Ολόκληρο ή ένα μέρος του. Τα είχαν μετατρέψει σε…
Άδεια σάρκινα σακιά.
Χριστέ μου!
Ο Κάρτερ ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται.
Πάντως, αν υπήρχε κάτι ενθαρρυντικό σε όλα αυτά ήταν το ότι δεν επρόκειτο για ανθρώπινα κόκαλα. Γεγονός που του έδινε ελπίδες. Για την κυρία Ο’ Κόνορ.
Κοίταξε προς τα πάνω. Δεν ήλπιζε πραγματικά να δει κάτι. Δε φαινόταν τίποτα πέρα από μερικά μέτρα. Όμως, περίμενε. Έστησε αυτί. Προσπάθησε να διακρίνει το οτιδήποτε. Μια κίνηση. Έναν ήχο. Μια ένδειξη ότι το Σπίτι δεν ήταν ακατοίκητο. Βάσει αυτών που του είχε πει ο Κάβανα, εδώ μέσα υπήρχε ζωή. Αλλιώτικη από αυτή που ξέρουν οι άνθρωποι, αλλά και πάλι, υπήρχε.
Σκέφτηκε να φωνάξει. Αλλά ποιον; Ή τι; Μέχρι τώρα, το ένστικτό του του έλεγε πως είχε μπλέξει και πως, όσο προχωρούσε, τόσο έχωνε τον εαυτό του σε μια τρύπα που κατοικούσαν φίδια. Ήδη θα ήξεραν (ποιοι; ή ποια;) ότι αυτός είχε ανοίξει την πόρτα και πως εξερευνούσε το Σπίτι. Συν ότι κρατούσε ένα κηροπήγιο με αναμμένα κεριά. Το να διατυμπανίσει κι άλλο την παρουσία του ίσως να μην ήταν η καλύτερη δυνατή ιδέα.
Άρχισε να περπατάει. Μένοντας κοντά στον τοίχο. Είχε το κηροπήγιο προτεταμένο προς τα πάνω και το πιστόλι κοντά στο σώμα του. Τα σκαλιά έτριζαν, γκρακ-γκρακ, οπότε ο Κάρτερ δεν τα πατούσε άγαρμπα. Για καλή του τύχη, το ότι οι μπότες του δεν είχαν σπιρούνια αποδείχτηκε πολύ βοηθητικό στην παρούσα περίσταση. Γιατί κάθε που θα σήκωνε το πόδι και θα το κατέβαζε, θα ακουγόταν σαν να χόρευε.
Η μυρωδιά και η ζέστη δεν μειώθηκαν ούτε στο ελάχιστο στον πρώτο όροφο. Έγινε μάλλον το αντίθετο. Χειροτέρεψαν. Όπως και τα χνάρια από αίμα και τα πεταμένα κόκαλα. Το πάτωμα είχε γεμίσει από δαύτα. Ο Κάρτερ αναγκάστηκε να περπατάει σκυφτός, για να έχει τη μοναδική πηγή φωτός που διέθετε προς τα κάτω, για να βλέπει και να αποφύγει πιθανές αυτοσχέδιες παγίδες που θα τον πρόδιδαν.
Όμως, σταμάτησε όταν είδε κάτι να αντανακλά το φως των κεριών. Γονάτισε και, αφού άφησε το εξάσφαιρο, έπιασε το αντικείμενο. Ήταν ένα χρυσό αστέρι. Έγραφε ΣΕΡΙΦΗΣ. Είναι του Τζον Ο’ Κόνορ, σκέφτηκε. Όχι ήταν, αλλά είναι.
Το έσφιξε στη γροθιά του.
Έβαλε το αστέρι στη δεξιά τσέπη του γιλέκου του, πήρε το όπλο του και προχώρησε.
Βρήκε πάλι διάφορες πόρτες, τέσσερις στον αριθμό. Με τους τοίχους στολισμένους όπως και στα αντίστοιχα δωμάτια του ισογείου. Δεν υπήρχαν κρεβάτια. Κάτι που έκανε τον Κάρτερ να αναρωτιέται πού στο καλό κοιμόντουσαν οι Sioux που έμεναν εδώ. Ή μήπως δεν κοιμόντουσαν; Μήπως… δεν έμενε κανείς σε τούτο το Σπίτι;
Τότε, όμως, γιατί να το έχτισαν;
Ο Κάβανα δεν του το είχε πει και ο Κάρτερ δεν τον είχε ρωτήσει. Γιατί ο τύπος δε φαινόταν και πολύ έμπιστος. Αλλά ήταν ένα βασικό ερώτημα. Τι σκοπό εξυπηρετούσε τούτο το οίκημα, αν όχι ό,τι θα περίμενε κάποιος που θα το έβλεπε για πρώτη φορά; Το να μένεις εδώ, να κοιμάσαι, να τρως. Να συντηρείς την οικογένειά σου.
Βέβαια, έτσι που το έβλεπε από μέσα, μπορούσε να παραδεχτεί ότι καταλάβαινε γιατί να το εγκαταλείψουν οι ένοικοί του, ακόμα και χωρίς την επεκτατική παρέμβαση των αποίκων από την Ιρλανδία. Ήταν τρομαχτικό. Θύμιζε περισσότερο νεκροταφείο, παρά σπίτι. Κι όχι «απλό» νεκροταφείο. Ούτε καν ινδιάνικο. Ήταν κάτι άλλο. Είχε κάποια άλλη χρησιμότητα.
Ο Κάρτερ συνέχισε να το εξερευνά και να συνειδητοποιεί γιατί η Λία το είχε χαρακτηρίσει ως «πολύ κλειστό». Αν και φαινόταν τεράστιο, το εσωτερικό του ήταν συμπιεσμένο. Οι τοίχοι, κοντά-κοντά. Τόσο πολύ, που έκαναν τον πιστολέρο να θέλει να ρίξει μια κλοτσιά στα παράθυρα και να τα ανοίξει. Προς τα έξω. Όλα. Και τις πόρτες. Να μπει λίγος αέρας. Και φως.
Αλλά, για να το είχαν αφήσει σε αυτή την κατάσταση, θα υπήρχε ένας λόγος. Σοβαρός. Γιατί, αν, ας πούμε, οι Sioux είχαν τραπεί σε φυγή, δεν θα σκοτίζονταν για το αν ήταν κλειστό ή όχι. Θα ήθελαν να σωθούν. Το ίδιο κι αν είχαν κατά νου να το εγκαταλείψουν. Οπότε κάτι έγινε και το παράτησαν τοιουτοτρόπως. Δεν ήθελαν να μπει κάποιος κατά λάθος; Δεν ήθελαν να βλέπει ο κόσμος τι γινόταν μέσα; Κάτι τέτοιο.
Εκτός αν… Υπήρχε και μια άλλη πιθανότητα, που την είχε στο μυαλό του. Τη συλλογιζόταν, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει λόγια και προθέσεις κατ’ ουσίαν άγνωστων του ανθρώπων.
Το πέρασμα προς το δεύτερο όροφο ήταν παρόμοιο με αυτό του ισογείου προς τον πρώτο. Επίσης, και ο αριθμός και η κατάσταση των δωματίων ήταν παρόμοια. Με μια εξαίρεση.
Σε ένα από αυτά υπήρχε μια γυναίκα. Όρθια, με πράσινο φόρεμα που έφτανε ως τις πατούσες και γκρίζα κάπα. Έμοιαζε νέα στην ηλικία. Δεν είχε μαλλιά, ενώ η σάρκα στο πρόσωπο και τα χέρια της ήταν ζαρωμένη. Κοιτούσε προς την πόρτα του δωματίου, με μάτια δακρυσμένα.
«Κυρία Ο’ Κόνορ;» ρώτησε ο Κάρτερ. Αλλά με μεγάλη επιφύλαξη.
Η γυναίκα έκλαψε πιο δυνατά, ενώ θρηνολογούσε κάτι.
«Κυρία Ο’ Κόνορ;» έκανε επίσης δυνατά ο Κάρτερ και την προσέγγισε με αργά βήματα. «Εσείς είστε, κυρία Ο’ Κόνορ;»
«ΝΑΙ! ΕΔΩ!»
Πάγωσε στη θέση του.
Γιατί η φωνή που άκουσε είχε έρθει από άλλο δωμάτιο, που δεν είχε προλάβει να το εξερευνήσει.
Η γυναίκα μπροστά του άφησε το πρόσωπό της, το οποίο τώρα έβγαζε αίματα από κάθε πόρο του. Όμως, ανάμεσα στον κόκκινο καταρράκτη, ο πιστολέρο διέκρινε ένα στόμα γεμάτο αιχμηρά δόντια, που έχασκε εναντίον του.
«Σκατά» ψέλλισε ο Κάρτερ. Αλλά ταυτόχρονα σκέφτηκε Αυτή δεν μοιάζει με δαίμονα ινδιάνικης φυλής. Όχι ότι είχε δει ποτέ ένα τέτοιο τέρας, αλλά, απ’ όσα είχε ακούσει, η μυθολογία των ινδιάνων βασιζόταν στη φύση, σε ζώα και φυτά. Οπότε και οι δαίμονες δεν θα έπρεπε να είναι κάτι αντίστοιχο;
Μετά, η γυναίκα ούρλιαξε μια ακαταλαβίστικη λέξη: «BANSHEE!» Κι άλλη μία: «Raw Head!» Κι άλλη: «FACHAN!»
Ο Κάρτερ φώναξε «Δεν έχω ούτε μια αναθεματισμένη ιδέα για το τι λες, κυρά μου».
«ΤΡΕΧΑ!» ούρλιαξε η γυναίκα στο άλλο δωμάτιο. «ΟΠΟΙΟΣ ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ, ΤΡΕΧΑ!»
Ω Θεέ μου, η κυρία Ο’ Κόνορ, θυμήθηκε ο Κάρτερ και γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο.
Αλλά σταμάτησε.
Γιατί άκουσε κάτι να περπατάει με βαριά βήματα. Στράφηκε προς τη σκάλα. Σημάδεψε. Τα γκρακ-γκρακ που έκαναν προ ολίγου οι μπότες του Κάρτερ τώρα ακούγονταν κάπως σαν ΓΚΝΤΟΝΓΚ. Αλλά όχι συνεχόμενα. Ένα ΓΚΝΤΟΝΓΚ. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, άλλο ένα ΓΚΝΤΟΝΓΚ. Κι άλλο. Λες και όποιος (ή ό,τι) κι αν ερχόταν, όχι μόνο ζύγιζε πολύ περισσότερο από τον Κάρτερ, αλλά περπατούσε με ένα πόδι. Γεγονός που δεν το χαροποιούσε καθόλου. Γιατί δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ή δεν ήθελε.
Όμως, η θέα του όντος που εμφανίστηκε από το σκοτάδι συγκλόνισε το είναι του πιστολέρο. Ήταν ένα θηρίο βγαλμένο από τη νοσηρή φαντασία του Διαβόλου. Είχε ένα χέρι με πέντε μακριά νύχια που έβγανε απ’ το στήθος του, κι ένα πόδι ριζωμένο στην κοιλιά του. Καταμεσής στο μέτωπό του ήταν το μοναδικό κόκκινο μάτι του. Ένα αυτί με λοφίο σαν του κόκορα ήταν αναπτυγμένο στην κορυφή του ολοστρόγγυλου κεφαλιού του. Από πάνω μέχρι κάτω ήταν σκεπασμένο με βρώμικα πούπουλα.
Το ον μούγκρισε. Ο ήχος θύμιζε μεθυσμένο που ξερνοβολάει όλο το ουίσκι που κατέβασε.
«Τι στο καλό είσαι πάλι εσύ;» είπε ο Κάρτερ.
«FACHAN!» φώναξε από το δωμάτιο ο θηλυκός δαίμονας με το πράσινο φόρεμα.
«Αλήθεια;» τη ρώτησε ο πιστολέρο. «Έτσι τον λένε;» Απευθύνθηκε στο ον. «Fachan. Τι στον κόρακα είσαι, Fachan;»
Ο Φαχάν μούγκρισε τόσο δυνατά, που πέταξε σάλια στον Κάρτερ και τον έλουσε από πάνω έως κάτω, λες και του είχαν αδειάσει τρεις σκάφες με λασπόνερα. Δεν θα έδινε σημασία σε αυτό, αλλά το ξερατό του Fachan έσβησε τα κεριά στο κηροπήγιο.
Πλέον, επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι.
«Σκατά».
Και τότε τα ΓΚΝΤΟΝΓΚ άρχισαν πάλι. Και πλησίαζαν τον πιστολέρο.
ΓΚΝΤΟΝΓΚ
ΓΚΝΤΟΝΓΚ
ΓΚΝΤΟΝΓΚ