Ο Τζέρεμι Σίγκουλ καθόταν στο παγκάκι, σε μια παιδική χαρά﮲ μια παιδική χαρά, περιφραγμένη με αγκάθια. Μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, όλα με λευκά μαλλιά και δέρμα και καταγάλανα μάτια έτρεχαν τριγύρω, χωρίς ωστόσο ίχνος συναισθήματος στο πρόσωπό τους… σιωπηλά. Την προσοχή του τράβηξε ένα αγόρι που καθόταν μόνο του σε μια κούνια. Ακίνητο. Ένα αγόρι διαφορετικό από τα υπόλοιπα. Δυνατό ρίγος τον διαπερνούσε κάθε φορά που το κοιτούσε. Τα μαλλιά και το δέρμα του ήταν κατάλευκα αλλά τα μάτια του… τα μάτια του ήταν δυο μαύρες σχισμές. Ξαφνικά, ένιωσε ένα παγωμένο άγγιγμα στον ώμο του. Τράβηξε το βλέμμα του από το αγόρι και στράφηκε προς έναν άντρα με τα λευκά μαλλιά και δέρμα και γαλάζια μάτια. Ο Damon HellWay τον κοιτούσε ανέκφραστος.
«Πάμε», του είπε κοφτά.
***
Ο Μάντοξ Κάρλτον στεκόταν έξω από ένα παλιό νεοκλασικό κτίριο. Κάρφωσε το βλέμμα του στα σκοτεινά παράθυρα. Κι όμως, πίσω από αυτά, υπήρχαν άνθρωποι, που δεν μπορούσαν να τον δουν, όπως αδυνατούσε να τους δει κι ο ίδιος. Κοίταξε γύρω του. Γνώριζε πως σε λίγο, θα αργούσε πολύ να ξαναδεί, κι έτσι προσπάθησε να φυλακίσει όσο περισσότερες εικόνες μπορούσε πίσω από τα βλέφαρά του. Επρόκειτο για ένα εστιατόριο, στο οποίο επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Κανείς δεν μπορούσε να δει. Οι σερβιτόροι του ήταν τυφλοί. Από τότε που του είχε δώσει το διαφημιστικό φυλλάδιο με το κουπόνι για το δωρεάν δείπνο, εκείνος ο περίεργος άντρας με το μαύρο παπιγιόν, το μπορντό γιλέκο και τα ολόχρυσα δόντια, δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό του.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, στάθηκε έξω από την πόρτα κι ετοιμάστηκε να χτυπήσει. Πριν όμως προλάβει, εκείνη άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο. Προσπάθησε μάταια να διακρίνει κάτι μέσα στο σκοτάδι που ξεχύθηκε απότομα. Κράτησε την αναπνοή του και δρασκέλισε το κατώφλι. Την άκουσε να κλείνει πίσω του με ένα πιο δυνατό τρίξιμο αυτή τη φορά. Έμοιαζε με χαμηλόφωνη τσιρίδα που ακούστηκε δίπλα στο αυτί του. Την επόμενη στιγμή, ένιωσε ένα ρεύμα αέρα στο μάγουλό του.
«Καλησπέρα σας κύριε Κάρλτον», είπε μια αντρική φωνή.
Τινάχτηκε.
«Μην τρομάζετε», του απάντησε ο άντρας. «Ήρθα να σας οδηγήσω στο τραπέζι σας. Δώστε μου το παλτό σας».
Πριν προλάβει να αντιδράσει, του το είχε τραβήξει. Στη συνέχεια τον ακούμπησε στον ώμο. Ο Μάντοξ δεν μπορούσε να καταλάβει αν έφταιγαν οι αισθήσεις του που είχαν οξυνθεί για να αναπληρώσουν την όραση που είχε πέσει σε χειμερία νάρκη προς στιγμήν, αλλά αν και φορούσε χοντρό πουλόβερ, ένιωσε ότι το άγγιγμά του ήταν παγωμένο. Άρχισε να προχωρά υπό την καθοδήγηση του άντρα. Σκόνταψε σε μερικές καρέκλες και σκούντησε αρκετούς ανθρώπους. Σε άλλη περίπτωση ήταν σίγουρος πως θα είχε κοκκινήσει, θα ένιωθε τα αυτιά του να καίνε και θα ζητούσε επανειλημμένα «συγγνώμη». Τώρα όμως… τώρα δεν τον έβλεπε κανείς για να αισθανθεί άσχημα. Χαμογέλασε.
«Εδώ είναι το τραπέζι σας», είπε ήρεμα ο σερβιτόρος και σταμάτησε απότομα.
Έπιασε το χέρι του – ήταν όντως παγωμένο – και τον βοήθησε να ψηλαφίσει το τραπέζι και την καρέκλα. Οι επιφάνειες τους ήταν τραχιές. Ο Μάντοξ έτριψε τα δάχτυλά του μεταξύ τους. Θα ορκιζόταν ότι κάποια ουσία κόλλησε πάνω τους. Κάτι που έμοιαζε με σκόνη ή χώμα… Μόνο που δεν μπορούσε να διαπιστώσει αν είχε δίκιο. Τα έτριψε μηχανικά στο παντελόνι του. Άκουσε τον ήχο της καρέκλας που τραβιέται. Έσκυψε και πάλι ψηλαφώντας και κάθισε.
«Το μενού, θα σερβιριστεί σε λίγο», είπε τότε ο σερβιτόρος. «Είναι η σπεσιαλιτέ του καταστήματος».
«Τι είναι;» ρώτησε αμέσως εκείνος.
«Είναι έκπληξη».
«Ξέρετε δεν τρώω κρέας…» είπε αμέσως ο Μάντοξ, χωρίς ωστόσο να πάρει καμία απάντηση.
Περίεργο, δεν τον άκουσε να απομακρύνεται. Σταύρωσε τα χέρια κι έτριψε νευρικά τα δάχτυλά του μεταξύ τους. Οι αρθρώσεις του έτριξαν. Γύρω του άκουγε συγκεχυμένες ομιλίες. Προσπάθησε να καταλάβει, να «αρπάξει» κάποιες λέξεις, αλλά μάταια. Ένιωθε τελείως ανήμπορος μέσα στο σκοτάδι. Ένιωθε εκτεθειμένος σε αόρατους κινδύνους.
«Και ποιος σου λέει ότι οι ορατοί κίνδυνοι δεν είναι πιο επικίνδυνοι;» άκουσε μια από τις φωνές.
Τινάχτηκε και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να διακρίνει κάτι στο σκοτάδι, αλλά μάταια. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Ανακάθισε.
«Σας έφερα κάτι να πιείτε». Ήταν ο σερβιτόρος.
Άκουσε τον θόρυβο της τάπας που βγαίνει βίαια από το στόμιο και τον ήχο του υγρού που γεμίζει το ποτήρι. Ένας γδούπος τον έκανε να καταλάβει ότι είχε μόλις ακουμπήσει το μπουκάλι στο τραπέζι.
«Στην υγειά σας».
Ο Μάντοξ ψηλάφισε πάνω στην τραχιά επιφάνεια. Βρήκε το ποτήρι. Το πλησίασε στο πρόσωπό του και μύρισε μια γλυκιά μυρωδιά. Το έφερε στα χείλη του και ρούφηξε διστακτικά μια γουλιά. Ήταν ένα γλυκόπικρο πιοτό. Μόλις κατάπιε, η ζεστασιά απλώθηκε σε όλο του το κορμί. Το ήπιε μονορούφι. Οι αισθήσεις του άρχισαν να χαλαρώνουν και οι φωνές, να ακούγονται πιο δυνατά. Μαζί με τις φωνές, άκουγε πιάτα και πιρούνια να κροταλίζουν, ποτά να γεμίζουν τα ποτήρια, σύρσιμο από καρέκλες, ποτήρια να πέφτουν πάνω στο τραπέζι ενώ το υγρό ξεχείλιζε και οι σταγόνες του έπεφταν στο πάτωμα, πόδια να κουνιούνται νευρικά, θρόισμα από φουστάνια. Και οι ομιλίες, οι ομιλίες ήταν πιο δυνατές, πιο… ξεκάθαρες. Μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιες λέξεις που του φαίνονταν οικείες… περίεργα οικείες… Και μπορούσε να ξεχωρίσει κι έναν άλλο ήχο. Τον ήχο που κάνει η πένα, όταν γράφει σε μια περγαμηνή… μα ποιος έγραφε μέσα στο σκοτάδι; Ποιος μπορούσε να γράψει μέσα στο σκοτάδι; Έπειτα, ήρθαν οι μυρωδιές. Αμέτρητες μυρωδιές από φαγητά και γλυκά εισχώρησαν απότομα στα ρουθούνια του κι εκείνος τις ρούφηξε λαίμαργα.
«Καλησπέρα σας κύριε Κάρλτον», είπε μια αντρική φωνή.
Η καρέκλα απέναντί του σύρθηκε. Μπορούσε να τον ακούσει να κάθεται και να πλησιάζει στο τραπέζι. Και μετά, μπορούσε να τον ακούσει να γεμίζει το ποτήρι του με περισσή άνεση και να καταπίνει λαίμαργα το ποτό.
«Σας περίμενα».
«Ποιος… ποιος είστε;» σάστισε εκείνος.
«Ο οικοδεσπότης σας».
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα «τσακ», μια φλόγα εμφανίστηκε στιγμιαία κι αμέσως μετά έφτασε στα ρουθούνια του η μυρωδιά του τσιγάρου.
«Καπνίζετε κύριε Κάρλτον;»
«Το έχω κόψει», απάντησε νευρικά εκείνος.
«Αλήθεια…;» ρώτησε δύσπιστα ο άντρας.
Ένα ακόμα κύμα καπνού τον «χτύπησε» κατά πρόσωπο. Ο Μάντοξ ρούφηξε λαίμαργα τη μυρωδιά.
«Δεν πρόκειται να το μάθει κανείς αν κάνετε μια μικρή παρασπονδία, έτσι δεν είναι;» άκουσε τον άντρα να ψιθυρίζει δίπλα στο αυτί του. «Άλλωστε…» τώρα ακουγόταν και πάλι απέναντί του «κανείς δεν πρόκειται να σας δει…»
«Ίσως…» έκανε ο Μάντοξ και άπλωσε ασυναίσθητα το χέρι.
Έφερε το τσιγάρο στο στόμα του κι έσκυψε μπροστά. Η ίδια φλόγα εμφανίστηκε ξανά, χωρίς ωστόσο να φωτίσει τίποτα περισσότερο. Ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα και την κράτησε στο στόμα του για λίγο. Ένιωσε τη γαργαλιστική αίσθησή της στον λαιμό του. Άνοιξε ελαφρά τα χείλη και ο καπνός χύθηκε έξω. Ένιωσε ανακούφιση.
«Δεν είναι ωραία αυτή η αίσθηση κύριε Κάρλτον;»
Εκείνος πήρε ακόμα μια τζούρα χωρίς να απαντήσει. Ο άντρας ρουθούνισε. Βήματα άρχισαν να πλησιάζουν.
«Το δείπνο σας είναι έτοιμο».
Ο σερβιτόρος είχε έρθει. Ο Μάντοξ άκουσε τα πιάτα να ακουμπούν στο τραπέζι. Στη συνέχεια μια θεσπέσια μυρωδιά ξεχύθηκε. Ασυναίσθητα έσκυψε για να μυρίσει καλύτερα.
«Κρέας…» μουρμούρισε. «Ξέρετε, έχω υποσχεθεί στη γυναίκα μου πως δεν θα ξαναφάω κρέας», έκανε νευρικά.
Δεν ήξερε πώς, αλλά μπορούσε να καταλάβει πως ο άντρας που καθόταν απέναντί του χαμογελούσε. Άκουσε γι’ άλλη μια φορά τη φωνή του να του ψιθυρίζει στο αυτί.
«Και πάλι… δεν σας βλέπει κανείς… έτσι δεν είναι;»
Ο Μάντοξ άκουσε το μαχαίρι και το πιρούνι του άντρα απέναντί του να κροταλίζουν καθώς τεμάχιζε το δικό του φαγητό. Μπορούσε να ακούσει τον ήχο του καθώς το τσιμπούσε. Και μετά, μπορούσε να τον ακούσει να το μασάει. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει τη γεύση του στο στόμα του. Ψηλάφισε μπροστά του, πήρε διστακτικά το μαχαιροπίρουνο και προσπάθησε να τεμαχίσει στα τυφλά το κρέας. Έφερε ένα κομμάτι στο στόμα του. Μπορεί να ήταν ήδη σκοτάδι, αλλά εκείνος έκλεισε τα μάτια, κι άφησε τη θεσπέσια γεύση του να τον πλημμυρίσει. Ήταν ό,τι πιο νόστιμο είχε φάει ποτέ του. Ακολούθησε και δεύτερη μπουκιά και τρίτη, μέχρι που το πιάτο του άδειασε τελείως χωρίς να το καταλάβει. Ο άντρας δεν μιλούσε όλο αυτό το διάστημα. Και τότε ο Μάντοξ συνειδητοποίησε πως οι φωνές γύρω του είχαν δυναμώσει κι άλλο. Τις άκουγε μέσα στο μυαλό του. Ούρλιαζαν. Το κεφάλι του άρχισε να πονάει. Πίεσε τους κροτάφους του.
«Κύριε Κάρλτον!» ο άντρας τον επανάφερε στην πραγματικότητα.
Οι άλλες φωνές σταμάτησαν να ουρλιάζουν.
«Σας άρεσε το φαγητό;»
«Πολύ…»
«Θέλετε κι άλλο;»
«Εγώ…»
Ο ήχος πιάτου που ακουμπά στο τραπέζι ακούστηκε αμέσως. Η μυρωδιά εισχώρησε και πάλι στα ρουθούνια του. Ο Μάντοξ το έφαγε λαίμαργα. Και μετά ζήτησε και τρίτη μερίδα. Και τέταρτη.
«Σε περίμενα…» άκουσε ξαφνικά μια γυναικεία φωνή δίπλα στο αυτί του κι αμέσως μετά, το θρόισμα μιας φούστας.
Τινάχτηκε.
«Βαλ;» αναρωτήθηκε.
Ένιωσε την ανάσα της στον σβέρκο του, το άγγιγμα της στο χέρι του και το φιλί της στον λαιμό του. Όλες οι άλλες φωνές είχαν σωπάσει. Μια μελωδία γέμισε την ατμόσφαιρα. Εκείνη τον τράβηξε απαλά από το χέρι. Την ακολούθησε λες και ήταν μεθυσμένος. Άρχισαν να χορεύουν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Περίεργο. Εκείνος δεν ήξερε να χορεύει.
Η μουσική σώπασε. Εκείνη κόλλησε το κορμί της στο δικό του. Ο Μάντοξ έκανε να τραβηχτεί, αλλά θυμήθηκε αυτό που του είχε πει ο άντρας: «Δεν σας βλέπει κανείς…» Αφέθηκε και οι αισθήσεις του τον παρέσυραν. Εκεί, σε μια σκοτεινή αίθουσα, με την αδερφή της γυναίκας του.
Ξαφνικά, βρέθηκε να κάθεται πάλι στο τραπέζι. Οι φωνές και ο ήχος από τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα είχαν επιστρέψει. Ενώ προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε μόλις συμβεί, άκουσε τον ήχο του υγρού να γεμίζει το ποτήρι του.
«Πιείτε λίγο ακόμα κύριε Κάρλτον».
Εκείνος πήρε το ποτήρι − το βρήκε αμέσως αυτή τη φορά − και ήπιε μονορούφι το ποτό. Οι φωνές, δυνάμωσαν ξανά. Μία όμως, ακουγόταν δυνατότερα από τις άλλες. Μία που είχε μείνει χαραγμένη στη μνήμη του και δεν θα την ξεχνούσε ποτέ.
«…τιμωρία στον τοίχο…» άκουσε ξεκάθαρα την τελευταία φράση.
Και αμέσως μετά ένα γέλιο﮲ ένα δυνατό, στριγκό γέλιο που έμοιαζε με νύχια που ξύνουν έναν μαυροπίνακα και τον έκανε να ανατριχιάζει. Έσφιξε το κάθισμα της καρέκλας του και τα χέρια του ίδρωσαν.
«Συμβαίνει κάτι κύριε Κάρλτον;» τον ρώτησε ο άντρας.
«Εγώ δεν…»
Το γέλιο συνέχιζε να ακούγεται. Ο Μάντοξ έφερε το χέρι πάνω στο τραπέζι και έψαξε το μαχαίρι. Το βρήκε σχεδόν αμέσως.
«Μην φοβάστε κύριε Κάρλτον. Είναι σκοτεινά», του θύμισε ο άντρας.
Ο Μάντοξ σηκώθηκε και άρχισε να προχωρά προς την κατεύθυνση του γέλιου που είχε δυναμώσει. Στάθηκε δίπλα στη γυναίκα. Έσφιγγε τη γροθιά του ελεύθερου χεριού του, τόσο πολύ που τα νύχια μπήγονταν στο δέρμα του. Σήκωσε το μαχαίρι. Το χέρι του έτρεμε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το κατέβασε με δύναμη. Το γέλιο σταμάτησε μεμιάς. Το αίμα τον πιτσίλισε στο πρόσωπο. Ήταν σίγουρος ότι την είχε χτυπήσει στον λαιμό. Και μετά τη χτύπησε ξανά και ξανά και ξανά. Το αίμα τον πιτσίλισε κι άλλο. Την άκουσε να σωριάζεται πάνω στο πιάτο της με δύναμη.
Βρέθηκε ξαφνικά να κάθεται και πάλι στην καρέκλα. Έγλειψε ασυναίσθητα τα χείλη του, εκεί που τον είχε πιτσιλίσει το αίμα. Η γεύση του φάνηκε γνώριμη.
«Και τώρα ώρα για το επιδόρπιο».
Ο σερβιτόρος είχε εμφανιστεί και πάλι.
«Ξέρετε, δεν πρέπει να τρώω γλυκά…» μουρμούρισε.
«Ω μα δεν θα το μάθει κανείς κύριε Κάρλτον! Κανείς δεν θα σας δει», έκανε εύθυμα εκείνος.
Ο Μάντοξ βρήκε το κουτάλι κι έφαγε μια μεγάλη μπουκιά. Η γεύση της ζεστής σοκολάτας ανάμικτης με παγωτό βανίλια, γαργάλισε τον ουρανίσκο του. Ήταν ο τέλειος συνδυασμός. Το καταβρόχθισε αμέσως. Σκούπισε τα χείλη με την ανάστροφη του χεριού του. Άλλωστε… όπως θύμισε στον εαυτό του… κανείς δεν τον έβλεπε. Οι ομιλίες δυνάμωσαν ξανά. Κι άλλες φωνές από το παρελθόν, κι άλλες γνώριμες λέξεις. Άρπαξε το μαχαίρι και σηκώθηκε γι’ άλλη μια φορά.
«Ήξερα ότι τη γούσταρε», ήχησε δυνατά η φωνή του άντρα στα αυτιά του. «Ήξερα και του την έφαγα μέσα από τα χέρια! Κι εκείνος δεν έκανε τίποτα για να τη διεκδικήσει! Ο ηλίθιος!»
Ο Μάντοξ τον μαχαίρωσε. Ξανά και ξανά. Η φωνή σώπασε. Άκουσε το άψυχο πλέον κορμί του άντρα να σωριάζεται στο πάτωμα, σπρώχνοντας την καρέκλα του. Ακολούθησαν κι άλλες φωνές. Κι άλλα μαχαιρώματα. Κι άλλες πιτσιλιές στο πρόσωπό του. Έγλειψε και πάλι τα χείλη του. Άκουσε το υγρό να γεμίζει το ποτήρι. Το άρπαξε, στην πρώτη όμως γουλιά, σταμάτησε απότομα. Συνειδητοποίησε τι του θύμιζαν οι σταγόνες που είχε μόλις γλύψει. Το ποτό που υπήρχε στο ποτήρι. Το ποτήρι του έπεσε από τα χέρια. Άκουσε το κρύσταλλο να σπάει. Άκουσε τα θραύσματα να σκορπίζονται στο έδαφος και να κατρακυλούν. Ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι, αλλά το ένιωσε να διαλύεται. Σωριάστηκε στο πάτωμα, καθώς δεν υπήρχε καρέκλα πλέον για να καθίσει. Το σκοτάδι συνέχιζε να τον κυκλώνει. Μόνο που πλέον, έβλεπε πεντακάθαρα τον άντρα που καθόταν πριν λίγο απέναντί του: έναν άντρα με κατάλευκα μαλλιά και δέρμα και καταγάλανα μάτια. Και τον σερβιτόρο﮲ έναν σερβιτόρο με μπορντό γιλέκο και μαύρο παπιγιόν και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία που έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Εκείνον που του είχε δώσει το διαφημιστικό φυλλάδιο.
Ο άντρας με τα λευκά μαλλιά, στεκόταν από πάνω του και τον κοιτούσε έντονα.
«Ποιος είσαι; Ποιοι είστε;»
«Είμαι ο Damon HellWay», του είπε. «Κι αυτός», έδειξε τον άντρα με το γιλέκο, «Είναι ο Ντέιβιντ. Εσύ όμως, δεν είσαι ο Μάντοξ Κάρλτον, έτσι δεν είναι; Είσαι ο Μπρους Τζέικινσον».
Η καρδιά του Μάντοξ αναπήδησε μέσα στο στήθος του. Ο Damon έσκυψε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Πώς…»
«Θυμάσαι τον Τίμι, Μπρους; Θυμάσαι το αγόρι που είχε μια σπάνια πάθηση στα μάτια; Μια πάθηση που δεν επιδεχόταν θεραπεία; Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να παίρνει φάρμακα για όλη του τη ζωή και το πρόβλημα θα έμενε στάσιμο. Εσύ όμως, όντας οφθαλμίατρος, υποσχέθηκες μια πρωτοποριακή θεραπεία στους γονείς του. Μια θεραπεία που θα κόστιζε πολύ, αλλά θα είχε σίγουρα αποτελέσματα. Και δεν υα χρεια΄ζοταν ποτέ ξανά φάρμακα. Και οι γονείς του σε πίστεψαν. Εκείνο όμως που δεν γνώριζαν ήταν ότι ήσουν ένας κομπογιαννίτης που πλήρωσε για να λάβει το πτυχίο του. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που τα μόνα περιστατικά που αναλάμβανες ήταν μια απλή, τυπική, οφθαλμολογική εξέταση. Όταν όμως ήρθαν σε εσένα, νόμισες πως έπιασες την καλή. Τους απέσπασες υπέρογκα ποσά, εφάρμοσες τη θεραπεία στον γιο τους, και το παιδί τυφλώθηκε. Εσύ τότε εξαφανίστηκες, άλλαξες όνομα, έγινες ο Μάντοξ Κάρλτον, παντρεύτηκες και ζεις μέχρι και σήμερα με τα λεφτά που τους έκλεψες. Εκείνο που δεν γνωρίζεις, είναι ότι το αγόρι δεν άντεξε να ζει τυφλό. Αυτοκτόνησε».
Ο Damon ανασηκώθηκε. Ο Μάντοξ ή αλλιώς Μπρους ζάρωσε στη θέση του.
«Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έχεις διαπράξει και τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα», συνέχισε ο Damon. «Ζηλοφθονία: Ζήλευες. Από μικρό παιδί ζήλευες, όσα δεν μπορούσες να έχεις. Μπορεί να μην σου άρεσαν καν αυτά που είχαν οι άλλοι, αλλά ζήλευες, μόνο και μόνο γιατί δεν ήταν δικά σου. Οκνηρία: πλήρωσες για να πάρεις το πτυχίο σου χωρίς να κοπιάσεις όσο έπρεπε. Αλαζονεία: Νόμιζες πως ήσουν ο καλύτερος από όλους. Νόμιζες πως μπορούσες να τα καταφέρεις χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις. Και όταν μπήκες σε αυτό το εστιατόριο, έπεσες πάνω σε κάποιους ανθρώπους, τους σκούντησες και δεν ζήτησες ούτε ένα ‘συγγνώμη’, γιατί απλά δεν μπορούσαν να σε δουν. Οργή: Σκότωσες τους ανθρώπους που σε πλήγωσαν, τη δασκάλα που σε τιμωρούσε στο σχολείο, τον δήθεν φίλο που σου έκλεψε την γκόμενα, και πολλούς άλλους που κατάλαβες πως βρίσκονταν απόψε εδώ μέσα, γιατί απλά δεν μπορούσε κανείς να σε δει να το κάνεις. Απληστία: Απέσπασες υπέρογκα ποσά από τους γονείς του Τίμι. Και δεν σταμάτησες, συνέχισες μέχρι το αγόρι να τυφλωθεί. Λαιμαργία: Δεν τρως κρέας, γλυκά, δεν καπνίζεις, παρόλα αυτά, απόψε, τα έκανες όλα. Λαγνεία: Κεράτωσες τη γυναίκα σου με την αδερφή της… Ξέρεις γιατί μου αρέσει το σκοτάδι Μπρους; Γιατί εκεί, δεν μπορεί κανένας να κρυφτεί. Αφήνουν όλοι τον πραγματικό τους εαυτό να φανεί, γιατί νομίζουν πως κανείς δεν τους βλέπει. Ξεχνούν όμως, πως το σκοτάδι δεν κρατάει για πάντα. Όλα αποκαλύπτονται, μόλις ανάψουν τα φώτα».
Εκείνη τη στιγμή τα φώτα άναψαν. Ο Μπρους κοίταξε γύρω του. Δεν βρισκόταν σε κανένα εστιατόριο. Ήταν πεσμένος στο πάτωμα στο σαλόνι του σπιτιού του. Προσπάθησε να φωνάξει τη γυναίκα του, αλλά η φωνή δεν έβγαινε από τα χείλη του. Το χαμόγελο του σερβιτόρου τώρα είχε γίνει ακόμα πιο πλατύ. Τα χρυσά δόντια του έλαμπαν αλλόκοτα.
«Τίποτα από όσα έζησες απόψε δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα. Δεν έφυγες ποτέ από το σπίτι σου. Τη στιγμή που αποφάσισες να επισκεφτείς αυτό το εστιατόριο σε πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα σου. Αν όμως πιστεύεις πως αυτό δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο, κάνεις λάθος, γιατί ο πραγματικός εφιάλτης, τώρα ξεκινάει﮲ ένας εφιάλτης από τον οποίο δεν θα μπορέσεις να ξυπνήσεις ποτέ».
Ο Damon έσκυψε και πάλι από πάνω του. Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό του. Ο Μπρους ένιωσε τα μάτια του να καίνε. Έτσουζαν. Πονούσε αφόρητα. Αισθανόταν σαν να τον τσιμπούσαν χιλιάδες βελόνες. Ξανά και ξανά και ξανά. Τα κάλυψε με τα χέρια του.
«Ήρθε η ώρα Μπρους, να δεις πώς είναι να ζει κάποιος μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Για πάντα…»
Ο πόνος υποχώρησε. Ο Μπρους κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπό του. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Το σκοτάδι τον είχε περικυκλώσει. Ήταν τυφλός.
***
«Γιατί;» ρώτησε ο Τζέρεμι τον Damon τη στιγμή που στέκονταν έξω από το σπίτι του Μπρους και παρακολουθούσαν το ασθενοφόρο να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο σε κατάσταση υστερίας μετά την ξαφνική τύφλωσή του.
«Γιατί το χρωστούσα σε κάποιον», είπε ο Damon χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Εκείνη τη στιγμή, το αγόρι με τα λευκά μαλλιά και τις δύο μαύρες σχισμές για μάτια, εμφανίστηκε δίπλα τους. Ο Damon το ακούμπησε στον ώμο.
«Αυτός… αυτός είναι ο Τίμι;» ρώτησε ο Τζέρεμι.
Ο Damon δεν μίλησε για λίγο. Παρακολούθησαν το ασθενοφόρο να απομακρύνεται. Το φως της σειρήνας ξεθώριασε μέσα στο σκοτάδι και ο ήχος ακουγόταν πλέον σαν μια ανεπαίσθητη ηχώ. Γύρισε και τον κοίταξε.
«Ναι», του είπε τελικά.