,

Παράπλευρες συνέπειες Covid

Μπήκε βιαστικά μέσα στο μαγαζί. Όσο τα ρολά του φωνάζανε «Άργησες», μηχανικά πάτησε την καφετιέρα, και ακόμα πιο βιαστικά το κουμπί του ηλεκτρονικού υπολογιστή, και συνέχισε την πρωινή τελετουργία ανοίγματος.

Έβαλε μια κούπα καφέ, έριξε μια γρήγορη ματιά στα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Διαφημιστικά και ενημερωτικά μηνύματα μόνο. Συνειδητοποίησε ότι είχε αργήσει πάλι αρκετά. Συχνό φαινόμενο πλέον. Από την εργασία όλους του μήνες του χρόνου, καθημερινές σαββατοκύριακα, αργίες και ατελείωτες ώρες, στην απόλυτη ηρεμία της τελευταίας εποχής.

Για πρώτη φορά έκανε και διακοπές το καλοκαίρι, μετά από πάρα πολλά χρόνια. Είκοσι για την ακρίβεια. Συναντούσε κόσμο στο δρόμο και απορούσαν που τον έβλεπαν καλοκαίρι στο οικογενειακό του σπίτι στο χωριό. Απορούσαν που τον έβλεπαν να κάθεται τόσες μέρες. Καθόταν στην παραλία, κοίταζε την θάλασσα, χαμένος στις σκέψεις του. Μα και την ίδια στιγμή ένιωθε τύψεις που δεν εργαζόταν αυτό το καλοκαίρι.

Από την απόλυτη, σχεδόν, έλλειψη χρόνου επί 20 και πλέον συναπτά έτη, στην απόλυτη αφθονία χρόνου. Ένιωθε ότι κάποιος πάτησε την αργή κίνηση στην ταινία της ζωής του. Ή μήπως πάτησε την παύση;

Ασυναίσθητα άρχισε να ξαναβλέπει την ταινία της ζωής του. Στα μάτια του έρχονταν πράγματα, καταστάσεις, γεγονότα και πρόσωπα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του όταν θυμήθηκε τις όμορφες χαζομάρες της ζωής του.

– Το ταξίδι, μετά την Ανάσταση, για να συναντήσει και να πιούνε δυο ποτά σαν ζευγάρι, με την τότε σχέση του και μετά χαράματα πάλι πίσω.

– Το ταξίδι τότε για την επανένωση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη για καφέ και πάλι πίσω την ίδια μέρα.

– Το επαγγελματικό ταξίδι στην Κρήτη, με ατέλειωτα χιλιόμετρα, που το έκανε σε μια μέρα (!) για να προλάβει να πάρει το βραδινό αεροπλάνο για Αθήνα, να πάει στα γενέθλια της αγαπημένης του.

Η έλλειψη χρόνου υπήρχε πάντα στη ζωή του. Όλα έτρεχαν σε γρήγορη κίνηση. Δουλειά, σπουδές και προσωπική ζωή. Ήταν όμως η κινητήρια δύναμή του. Πάντα έκανε πολλά πράγματα, για να μην σκέφτεται πολύ. Δεν έπρεπε να προλαβαίνει να σκεφτεί πράγματα που πιθανόν να τον στεναχωρούσαν και να του έκοβαν την “δύναμή” του. Δεν προλάβαινε ούτε να απογοητευτεί.

Ξαφνικά η “δύναμή” του εξαφανίστηκε. ‘Όσο πέρναγε ο καιρός και ο διαθέσιμος χρόνος παρέμενε, τόσο οι σκέψεις του παρελθόντος επανέρχονταν όλο πιο συχνά. Τα χαμόγελα άρχισαν να εξαφανίζονται και στη θέση τους άρχισαν να έρχονται παράξενα συναισθήματα. Ένα απόγευμα που ήταν για καφέ με ένα πρώην συμφοιτητή του (άκουσον άκουσον, απόγευμα και να μην δουλεύει), στη Νέα Σμύρνη, συζητούσαν για το πόσο έχει αλλάξει η περιοχή με την πάροδο του χρόνου. Όμως η περιοχή του φαινόταν πολύ οικεία. Υπερβολικά οικεία.

Ξαφνικά θυμήθηκε πώς ήταν οι καφετέριες πριν χρόνια.

Πώς ήταν ο δρόμος πριν χρόνια.

Πως ερχόταν από το σπίτι του για καφέ.

Αλλά κάτι δεν ταίριαζε. Ενώ όλα του φαινόντουσαν οικεία και πολύ γνώριμα, κάτι έλειπε. Κάτι έλειπε από την εικόνα στα μάτια του. Κάτι το μυαλό του τού έλεγε ότι έλειπε. Κάτι. Κάτι. Προσπάθησε να το αναγνωρίσει αυτό το κάτι, αλλά δεν κατέστη δυνατόν.

Απόλαυσε με την παρέα του τον καφέ του. Ένα σαράκι όμως τον έτρωγε βαθιά μέσα του. Και την ίδια μέρα, την επόμενη, την μεθεπόμενη. Ακόμα και τις μέρες που πήγαινε για κάποιες ανειλημμένες υποχρεώσεις, στην περιοχή αυτή, είχε αυτό το συναίσθημα.

Τι ήταν αυτό που έλειπε; Τι; Πέρασαν μερικές μέρες με το ίδιο μοτίβο. Η παύση ήταν μόνιμα πατημένη. Και… Ξαφνικά έγινε μια έκρηξη στο μυαλό του. Ο τοίχος που ήταν μπροστά του και δεν τον άφηνε να δει καθαρά διαλύθηκε και άρχισαν να μπαίνουν όλα σε μια σειρά.

Βρήκε το χαμένο κομμάτι της εικόνας. Ήταν η παρουσία της, βαθιά κρυμμένη στο μυαλό του. Ήταν η κοπέλα που τον έκανε χαρούμενο μόνο με την παρουσία της. Ήταν η φίλη του που έβγαιναν έξω, σαν παιδαρέλια ακόμα, και διασκέδαζαν. Ήταν η παρέα του σε πολλά underground μαγαζιά. Ήταν η κοπέλα που εξαιτίας της πρόσεχε τον εαυτό του. Ήταν η κοπέλα που εάν του έλεγε το οκ για ποτό, μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχε ετοιμαστεί και είχε διασχίσει το λεκανοπέδιο για να φτάσει κοντά της και να απολαύσει την παρέα της. Ήταν η κοπέλα που τον ανεχόταν με τις παραξενιές του (και ήταν πολλές ανάθεμά τον). Ήταν η κοπέλα που ήταν πάντα προσεκτικά ντυμένη, που και με φόρμες ακόμα δεν περνούσε απαρατήρητη. Εκείνη την εποχή η έννοια Pilates και Yoga ήταν σε εμβρυακές ακόμα καταστάσεις, και εκείνη έκανε και τα δυο. Ήταν η κοπέλα – παρέα του, με τις άπειρες βόλτες με το αμάξι, που είχαν γράψει αμέτρητες ώρες και χιλιόμετρα παρέα.

Ένα τεράστιο ερωτηματικό δημιουργήθηκε στο ήδη προβληματισμένο μυαλό του.
Τι έγινε ξαφνικά; Τι έκρηξη ήταν αυτή; Τι σκέψεις ήταν αυτές που πλημμύρισαν το μυαλό του;
Πού ήταν κρυμμένα όλα αυτά τα συναισθήματα και οι σκέψεις βαθιά μέσα του;

Το “σκάψιμο” στην λήθη του μυαλού του ήταν κουραστική και συνάμα επίπονη.

Το φιλικό του ζευγάρι, που του είχαν προτείνει να γίνει και ο κουμπάρος τους, ήθελε λόγω μέρας να πιει κόκκινο κρασί. Βλέπεις, ερωτευμένα παιδιά ήταν. Του Αγίου Βαλεντίνου ήταν. Τι να έπιναν; Στο κάτω κάτω της γραφής, εκείνοι ήταν απλά φίλοι.

Τελικά κακώς ήπια το κρασί σήμερα, σκέφτηκε. Μπορούσε να πιει άνετα πολύ πιο βαριά ποτά χωρίς καν να καταλάβει ότι είχε πιει. (Μετά από μερικούς μήνες σε μέρη όπως  Φαληράκι – Καρδάμαινα, νιώθεις ότι το καθαρό ποτό είναι νερό με παγάκια). Το κρασί όμως, ήταν πάντα ο κρυπτονίτης του. Του διέλυε όλες τις αναστολές και το απέφευγε συστηματικά. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να είχε προσέξει, όμως δεν το έκανε.

Πώς τόλμησε να μου απαντήσει «Κάνε ότι νιώθεις»; Σε μένα; Με απέρριψε; Μετά από τόσο καιρό που βγαίναμε; Ναι, αυτό έγινε. Άμα δεν το ήθελε δεν τον πείραζε. Δεν μπορείς να εκβιάσεις κάποιον να είναι μαζί σου εάν δεν το θέλει ο ίδιος. Γινόταν όλο πιο νευριασμένος μαζί της. Πώς τόλμησε να τον απορρίψει έτσι;

Τελικά είχε δίκιο ο παιδικός του φίλος, ο Αντώνης. Κάποιες φορές ήταν οι τρεις τους. Όμως μια ωραία μέρα ο φίλος του εξαπέλυσε την ρουκέτα ότι είχει κανονίσει να βγει μαζί της. Έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Τι δουλειά είχε μαζί της; Τον ζώσανε τα φίδια. Περίμενε με αγωνία την επόμενη μέρα. Έμαθε τι έγινε. Όταν έσκυψε να την φιλήσει, του αρνήθηκε και βγήκε από το αμάξι. Ο φίλος έκοψε κάθε επαφή μαζί της. Τουλάχιστον έτσι του είπε.

Και από ό,τι καταλάβαινε, το ίδιο θα είχε γίνει και με τον ίδιο. Καμία επαφή από τη μεριά του για κάποιες μέρες. Τον πήρε η ίδια ένα τηλέφωνο, όταν συμπωματικά ήταν πάλι στους μελλοντικούς κουμπάρους του, και της είπε πως θα την πάρει πιο μετά εκείνος.

Το ξέχασε. Μετά έχασε το κινητό του.

Ο Αντώνης είχε αρχίσει να τραβάει έναν δικό του δρόμο. Έναν δικό του άσχημο δρόμο. Ο μόνος τρόπος για να μην τον ακολουθήσει στην κατρακύλα του, ήταν να αφοσιωθεί στη δουλειά και στον ελεύθερο χρόνο του, να βρει μια δεύτερη σχολή να τελειώσει. Και έτσι έγινε. Γράφτηκε σε σχολή, για να μην γυρνάει και να μην σκέφτεται τον άσχημο δρόμο του. Τελικά οι δρόμοι τους χώρισαν περίπου ένα εξάμηνο μετά. Δεν λυπήθηκε καθόλου. Ήταν ένα προδιαγεγραμμένο τέλος. Αντίθετα ένιωσε ανακούφιση. Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, νιώθει ανακούφιση και απορία γιατί δεν είχε γίνει αυτό νωρίτερα. Δεν ήθελε όμως για μια γυναίκα να χαλάσει την φιλία τους. Και στο παρελθόν ο Αντώνης είχε βγει με άλλες φίλες του. Φίλες, οι οποίες του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον και στις οποίες άρεσε. Αλλά πάντα τον ειδοποιούσε μέρες νωρίτερα. Δεν του είχε αρνηθεί ποτέ, για καμία τους. Ακόμα και για την ψηλή πρασινομάτα, την μέχρι τότε μεγάλη του καψούρα, που μίλαγαν με τις ώρες στο τηλέφωνο. Ακόμα και όταν η ίδια τον πλησίασε ερωτικά, όσο είχε σχέση με τον Αντώνη, την “έφτυσε” για τον φίλο του. Όλα για την φιλία και για τα παντελόνια πίστευε.

Το ερωτηματικό που είχε από πριν στο μυαλό του, έγινε πιο μεγάλο. Αφού όλα αυτά τα ήξερε, γιατί η θύμηση της παλιάς φίλης του γινόταν καθημερινά πιο έντονη και είχε αρχίσει να τον στοιχειώνει; Η δεύτερη έκρηξη ήταν πολύ πιο δυνατή. Τον ισοπέδωνε τελείως.

Δεν με απέρριψε. Άκουγε τον εαυτό του να του το λέει ξανά και ξανά. Τον είχε ψάξει και εκείνος την είχε αγνοήσει. Και γιατί όλα αυτά; Για τον θυμό που ένοιωθε κατά βάθος για τον Αντώνη. Ένιωσε διπλά προδομένος, γιατί, άκουσον άκουσον, έκανε το λάθος να μην τον ενημερώσει η ίδια. Κατάλαβε πόσο λάθος ήταν και πόσο καταστροφικός ήταν ο εγωισμός του.

Άρχισε να την σκέφτεται όλο και πιο έντονα. Όλο και περισσότερο.

Πήγε σπίτι της. Την έψαξε στο Facebook, στο Instagram, στο Myspace, στο Hi5, στο LinkedIn, κατάφερε να ξεκλειδώσει το παλιό του email και να ανακτήσει και το παλιό του Skype. Ακόμα και στο ξεπερασμένο GRNet, όπου γνωρίστηκαν. Ένας οικείος του, που του τα εκμυστηρεύτηκε όλα, τον παρακάλεσε να σταματήσει. Πού θα έβγαζε αυτό; Εάν είναι παντρεμένη; Εάν έχει την οικογένειά της; Θα της δημιουργούσε πρόβλημα.

Εκείνη από τη μεριά της, φρόντισε να κάνει αισθητή την παρουσία της καθημερινά. Από την εργασία του, στα διαλείμματά του και τελευταία, στον ύπνο του.

Ο ύπνος του δεν ήταν ο ίδιος. Ξυπνούσε ανήσυχος και μερικές φορές εκνευρισμένος. Ξυπνούσε πλέον ακανόνιστες ώρες. Πόσα πρωινά ξυπνούσε από τις 5, άνοιγε τις μπαλκονόπορτες για να ακούει την πρωινή μελωδία της φύσης. Όταν όλοι οι βάρβαροι κοιμούνταν.
Πάντα ξυπνώντας, έριχνε μια ματιά, μήπως κανένα από τα μηνύματα του, είχε απαντηθεί και τελικά την είχε βρει.

Δεν είχε χάσει μια πιθανώς καλή σύντροφο. Έχασε μια εξαίρετη φίλη.

Ίσως μια μέρα η Ζωή, Ο Θεός, το κάρμα, το timing, το πεπρωμένο, το γραμμένο, όπως θέλει ας το πει ο καθένας, μου επιτρέψουν να την συναντήσω και να χαρούμε όπως παλιά, σαν παιδιά που δεν μεγάλωσαν ποτέ. Σαν παιδιά που δε ‘χάσαν 17 χρόνια από την ζωή τους ο ένας χωρίς τον άλλον, σκέφτηκε. Πριν τον διακόψει το χτύπημα του τηλέφωνου προώθησης πωλήσεων, καθώς έπινε την τελευταία του γουλιά από τον καφέ του, ακούγοντας ένα τραγούδι πολύ μακριά από τα τότε ακούσματά τους.

Τελικά μετά καιρό βρήκε το κανάλι επικοινωνίας. Αλλά ήταν χαλασμένο από την μία πλευρά. Λογικό, σκέφτηκε και ξαναβυθίστηκε στις αναμνήσεις του…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading