Ήταν και οι τρεις σκυμμένες στα εργόχειρά τους, αφοσιωμένες και δεν μιλούσαν. Άλλα απογεύματα δεν έκλειναν τα στόματά τους, ειδικά οι μικρές που χαχάνιζαν και σχολίαζαν όλους και όλα. Πολλές φορές η Ερατώ αναγκαζόταν να τις βάλει σε τάξη, δίνοντάς τους συμβουλές για σωστή συμπεριφορά. Αλλά απόψε… άκρα του τάφου σιωπή, που την έκοβε μόνο η Ανέζα που μπαινόβγαινε απ’ την κουζίνα για να πάρει τα σερβίτσια απ’ τη σερβάντα. Η Ερατώ τις κοιτούσε κρυφά και αναρωτιόταν και πού και πού διασταύρωνε το βλέμμα της με την Ανέζα καθώς περνούσε.
Ξαφνικά, η Ναυσικά άφησε απότομα το εργόχειρο απ’ τα χέρια της και αναστέναξε.
«Συμβαίνει κάτι;», ρώτησε ήσυχα η Ερατώ. Ήταν συνηθισμένη απ’ τα απότομα ξεσπάσματα της μεγάλης της κόρης.
«Ουφ, έσκασα! Ν’ ανοίξω την μπαλκονόπορτα, να πάρουμε λίγο αέρα;»
«Άντε, για λίγο όμως, γιατί τώρα που θα πέσει ο ήλιος θα μπει υγρασία».
«Ελάτε τώρα, τέλη Μαΐου είναι! Ζέστανε ο καιρός!» απάντησε ανυπόμονα η Ναυσικά και έτρεξε να ανοίξει την μπαλκονόπορτα. Με μιας πλημμύρισε το μικρό καθιστικό με τη μυρωδιά του γιασεμιού και της θάλασσας.
Κάπως ανακουφισμένη η Ναυσικά επέστρεψε στο εργόχειρό της χωρίς όμως να πιάσει τη βελόνα, μόνο το κοίταζε απ’ την καλή, το γύριζε απ’ την ανάποδη, το ίσιωνε, το μελετούσε, το μετρούσε σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει αν άξιζε τον κόπο να το συνεχίσει.
«Αλήθεια, δεν μου είπατε, πώς περάσατε χθες στη βόλτα; Είδατε κανέναν γνωστό;»
Η Αντιγόνη έβγαλε ένα πονηρό γελάκι και η Ναυσικά μουρμούρισε με αποδοκιμασία. Η Ερατώ τις κοίταξε με περιέργεια, περιμένοντας την συνέχεια.
«Αμέ» ξεκίνησε η Αντιγόνη, «την θεία Ασπασία με τις εξαδέλφες, έχετε και τους χαιρετισμούς. Πήρε γράμμα απ’ τον ξάδελφο λέει και θα περάσει καμιά μέρα να τα πείτε. Μετά είδαμε και την Καλούδαινα με την κόρη της. Την αρραβώνιασε, το ξέρατε; Ξέρετε με ποιόν; Με τον γιό του γιατρού. Ουου! Η μύτη της ανέβηκε μέχρι τον ουρανό! Μιλούσε με τόση ξιπασιά και η άλλη η χαμηλοβλεπούσα χαμογελούσε μέσα απ’ τα δόντια της».
«Μμμ γιατί όχι; Πολύ καλή τύχη ο γιος του γιατρού για την Μαρίτσα. Καλό κορίτσι, δεν λέω, από καλό τζάκι, δεν λέω, αλλά πώς να το κάνουμε, είναι λίγο ασχημούλα. Με το δίκιο τους να περηφανεύονται. Ποιος ξέρει τι προίκα θα της δίνει ο πατέρας της…».
«Μωρέ καινούργιο ιατρείο θα του ανοίξει, γιατρός δεν έγινε κι ο γιος;»
Η Ναυσικά σε όλο αυτό το κοινωνικό σχόλιο δεν συμμετείχε καθόλου. Η Ερατώ επέμεινε:
«Εσείς δεν συναντήσατε κανένα νεαρό;»
«Ε πώς… και τον Αντώνη τον Πρίντεζη, και τους Δελήδες, και τον Φρατζεσκάκη με τους φίλους του. Α, και τον… Βατίστα», είπε με νόημα και εισέπραξε το αγριεμένο βλέμμα της αδελφής της.
Η Ερατώ αμέσως κατάλαβε, έκανε όμως την ανήξερη.
«Τον μεγάλο ή τον μικρό;» ρώτησε αθώα.
«Τον μεγάλο, βέβαια».
«Α, τον Ανδρέα. Έμαθα ότι δεν θα ξαναμπαρκάρει, θα τον πάρει ο πατέρας του στην εταιρεία. Τι λες κι εσύ Ναυσικά, σας είπε τίποτα;» Η Ναυσικά κάγχασε.
«Μωρέ ας κάνουν ότι θέλουν. Τι με νοιάζει εμένα;»
«Ε πώς…», απάντησε η Ερατώ, «νομίζω ότι σε γλυκοκοιτάζει»
«Κι αν το κάνει; Πρόβλημά του. Εγώ δεν του έχω δώσει κανένα δικαίωμα». Η Ναυσικά φούντωσε, «Και να σταματήσει αμέσως όλες αυτές τις αηδίες».
«Ποιες είναι οι αηδίες;» ρώτησε η Ερατώ.
«Να, καλέ μαμά, χθες της έλεγε όλο κολακείες και η Ναυσικά ενοχλήθηκε» πετάχτηκε να διευκρινίσει η Αντιγόνη.
Η Ερατώ άφησε το εργόχειρο στην άκρη και κοίταξε με νόημα την Ναυσικά.
«Ε, το παλικάρι σε φλερτάρει, δεν είναι κακό αυτό. Καλό παιδί είναι, όμορφο, την οικογένεια την ξέρουμε, με περιουσία κι εσύ θα πρέπει ν’ αρχίσεις να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα. Τον Αύγουστο κλείνεις τα 17, σιγά-σιγά θ’ αρχίσουν να μας έρχονται προτάσεις για σένα».
«Προξενιά; Από τώρα;»
«Αμ πότε; Κάθε πράγμα στην ώρα του και τώρα είναι η δικιά σου ώρα. Αλήθεια, τι δεν σ’ αρέσει στον Ανδρέα; Ο πατέρας σου θα ευχαριστιόταν με ένα τέτοιο γάμο».
«Ε, ας τον παντρευτεί τότε ο πατέρας. Εγώ δεν τον θέλω. Μιλάει πολύ και… και λέει όλο χαζομάρες και… και το φλερτ του είναι τόσο κοινότοπο και… και δεν μ’ αρέσει, είναι παιδί, δεν είναι άντρας!»
«Είναι δύο χρόνια μεγαλύτερός σου» επισήμανε η Ερατώ.
«Και τι μ’ αυτό; Στο μυαλό είναι δύο χρόνια μικρότερος».
«Εγώ, παιδί μου, δεν θα σε πιέσω, αλλά θέλω να το σκεφτείς καλά πριν τον απορρίψεις. Όχι μόνο τον Ανδρέα, αλλά και όποια άλλη τύχη σου παρουσιαστεί. Θέλω να είσαι λογική και να ζυγιάσεις τα πράγματα για τον άνθρωπο που θα κάνεις μαζί του οικογένεια. Ασφαλώς και να σου αρέσει, αλλά δεν θα κοιτάξεις μόνο αυτό».
«Εγώ θα παντρευτώ τον καλύτερο, δεν φοβάμαι! Έχω την προίκα μου και θα πάρω τον καλύτερο!»
«Κι εγώ σου λέω να φύγεις απ’ τα σύννεφα και να κατέβεις πάλι στη γη. Και ποιος είναι ο καλύτερος δηλαδή;»
«Όταν τον συναντήσω, θα τον καταλάβω και θα σας το πω»
«Α, καλά! Προσγειώσου κόρη μου και κατέβασε λίγο τη μύτη σου γιατί και τα χρόνια περνάνε και οι ευκαιρίες και σε βλέπω να μένεις στο ράφι με τα μυαλά που έχεις».
Η Αντιγόνη γέλασε με την τελευταία φράση της μάνας της και μουρμούρισε κοκκινίζοντας:
«Εμένα, πάντως, ο Ανδρέας δεν με χαλάει».
«Να κοιτάς τη δουλειά σου εσύ. Ορίστε μας ακόμη δεν βγήκες απ’ τ’ αυγό» την ψευτομάλωσε η Ερατώ. Η Αντιγόνη χαμήλωσε τα μάτια ντροπαλά και τα μάγουλά της πήραν το χρώμα της φωτιάς.
«Άντε, δεν τα μαζεύουμε σιγά-σιγά; Όπου να’ ναι θα ‘ρθει ο πατέρας σας».
Τα κορίτσια σηκώθηκαν και ανέβηκαν την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο και στις κάμαρές τους.
«Ανέζα!» φώναξε η Ερατώ.
Η λεπτή τριαντάχρονη παρακόρη εμφανίστηκε αμέσως στο άνοιγμα της δίφυλλης ξύλινης μεσόπορτας.
«Έλα να στρώσουμε το τραπέζι. Ώρα δεν είναι;»
«Ναι κυρά» είπε η Ανέζα και άρχισε να μεταφέρει το βάζο και τα κηροπήγια και να ανοίγει συρτάρια για το τραπεζομάντηλο και τις πετσέτες.
«Τις άκουσες Ανέζα;»
«Ναι κυρά. Άκουσα».
«Τι θα κάνω μ’ αυτές, μου λες; Η μεγάλη πιο πολύ μ’ ανησυχεί που νομίζει ότι είναι η βασίλισσα της Αγγλίας».
«Δεν είναι ψηλομύτα κυρά, περήφανη είναι. Δεν την φοβάμαι την Ναυσικά, θα βρει το δρόμο της. Μη σκιάζεσαι».
«Το πείσμα της φοβάμαι, αυτό θα την καταστρέψει. Περηφάνια και πείσμα, τι συνδυασμός! Την κακόμαθε ο πατέρας της. Και μιας και τον συζητάμε, σαν να άργησε λίγο. Λες να τσακώνεται πάλι για τα πολιτικά; Αλλά και πάλι, ποιος μπορεί να μη θέλει τον Βενιζέλο; Δυο χρόνια τώρα στην κυβέρνηση κι έχει κάνει τόσα και τόσα. Όλη η Ελλάδα πίνει νερό στο όνομά του».
«Πάντα θα υπάρχουν αυτοί που δεν βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη τους, κυρά», είπε σοφά η αγράμματη Ανέζα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή άκουσαν την καγκελόπορτα ν’ ανοίγει και ανασκουμπώθηκαν κι οι δυο τους να ετοιμάσουν το τραπέζι του δείπνου.
Το δείπνο ήταν ιερή στιγμή στην οικογένεια Βελλίνη. Ήταν η ώρα που όλη η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη και αντάλλασσαν τα νέα της ημέρας. Τελευταία, μόνο ο Αχιλλέας, ο πρωτότοκος, έλειπε απ’ το τραπέζι γιατί σπούδαζε ναυτιλιακά στην Ευρώπη, αλλά και πάλι όταν έχουν γράμμα του, εκείνη την ώρα το διαβάζουν. Οπότε είναι κι αυτός παρών. Όπως κι η Ανέζα, γιατί γι’ αυτούς δεν είναι παρακόρη, είναι ισάξιο μέλος της οικογένειας, αφού είναι μαζί τους από μικρό κορίτσι. Το πήραν ορφανό, όταν παντρεύτηκαν, για να βοηθάει την Ερατώ που δεν ήταν κι εκείνη πολύ μεγαλύτερη, όταν παντρεύτηκε τον Περικλή ήταν 16 χρονών. Έτσι η σχέση “κυράς” και “ψυχοκόρης” ήταν πιο πολύ φιλική παρά επαγγελματική. Η Ανέζα ήταν παιδί ναυτικού που χάθηκε σε ναυάγιο και ο Περικλής, όπως και άλλοι εφοπλιστές του νησιού, πάντα συνέτρεχαν τα ορφανά της ναυτικής φαμίλιας.
***
Είμαστε στην Άνδρο, τον Μάιο του 1913, σε μια Ελλάδα που δεν έχει ανασάνει ακόμη απ’ τους συνεχείς πολέμους, αφού είμαστε στο τέλος του πρώτου Βαλκανικού πολέμου και λίγες μέρες πριν την Συνθήκη του Λονδίνου. Όμως ο χαρισματικός πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ήδη κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή με τις μεταρρυθμίσεις του και έχει προσφέρει ανάσες ανακούφισης στους ταλαιπωρημένους Έλληνες. Το ηθικό και το μέτωπο των Ελλήνων αρχίζει να σηκώνεται ψηλά και τα βλέμματα να λάμπουν από αισιοδοξία. Για όλους; Όχι βέβαια, πάντα υπάρχουν οι δυσαρεστημένοι, αυτοί που βλέπουν ότι διακυβεύονται τα συμφέροντά τους, αυτοί που διστάζουν στις μεγάλες αλλαγές και τα μεγάλα οράματα. Οι φιλικά διακείμενοι προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο επαγρυπνούν. Ο Βενιζέλος όμως τα έχει καλά με το παλάτι. Προς το παρόν.
Η Άνδρος, όπως και η γειτονική Σύρος, είναι σε μεγάλη ευμάρεια λόγω της ναυτιλίας. Πέντε-δέκα μεγάλες οικογένειες, εφοπλιστικά τζάκια, κρατούν την οικονομία όχι μόνο του νησιού, αλλά και ίσως ολόκληρου του Αιγαίου, αφού συρρέουν νησιώτες απ’ όλα τα νησιά για να εργασθούν στα πλοία και στα καρνάγια. Έτσι, την εποχή που η υπόλοιπη Ελλάδα αγωνιζόταν να θρέψει τα παιδιά της, οι Ανδριώτες και οι Συριανοί εφοπλιστές, όπως και οι συγγενείς τους, πηγαινοέρχονταν στην Ευρώπη για να κλείσουν συμφωνίες για αγοραπωλησίες πλοίων ή επικερδών ναύλων, για να σπουδάσουν τα αγόρια τους ή να ραφτούν οι γυναίκες τους ή ακόμη και να ξεσηκώσουν ιδέες για το χτίσιμο των κατοικιών τους, ακόμα και συνήθειες αλλά και συμπεριφορές. Δεν είναι όμως πάντα ρόδινη η ζωή τους, γιατί ο κίνδυνος των ναυαγίων καιροφυλακτεί. Κάτι που συμβαίνει συχνά και τότε το νησί ντύνεται στα μαύρα και θρηνεί πότε τον πατέρα, πότε τον αδελφό και πότε τον γιο. Καμιά φορά, πριν καλά-καλά προλάβουν να στεγνώσουν τα μάτια έρχεται κάποια νέα τραγωδία. Συνήθως τότε οι πλοιοκτήτες στηρίζουν τις πληγείσες οικογένειες με διάφορους τρόπους.
Η οικογένεια Βελλίνη είναι μία απ’ αυτές τις οικογένειες. Τρία αδέλφια με τις οικογένειές τους. Οι δυο στο νησί, ο Περικλής και ο Κίμων και ο τρίτος, ο Αγησίλαος, στη Σμύρνη. Κεφαλή ο μεγαλύτερος, ο Περικλής, που έχει και τη γενική ευθύνη των επιχειρήσεων. Παλιοί καραβοκύρηδες, εφοπλιστές σήμερα. Με δέκα ατμόπλοια σαν το «Ιέραξ», το «Ελευθερία», το «Αγ. Νικόλαος», οργώνουν το Αιγαίο και τη Μεσόγειο απ’ το Βόσπορο ως τη Κύπρο και απ’ τη Σμύρνη ως τη Καζαμπλάνκα του Μαρόκου. Τα χρήματα δεν έλειπαν και παρόλη τη, μάλλον συνετή, ζωή που κάνουν, πάντα υπάρχουν οι κακές γλώσσες. Πόσο μάλλον σε μια μικρή κοινωνία όπως είναι ένα νησί. Μεγάλο θέμα συζήτησης αποτελούσε για καιρό το πώς έχτισαν το μικρό στόλο τους οι Βελλίνηδες. Πότε ήταν η προίκα της Ερατώς και πότε εκείνο το αμφιλεγόμενο ναυάγιο.
Η Ερατώ ήταν μοναχοπαίδι ενός καραβοκύρη που με τρία καΐκια έκανε εμπόριο σε όλα τα νησιά. Εξυπακούεται ότι ήταν πολύφερνη νύφη. Λέγεται ότι όταν ο Περικλής την είδε, την ερωτεύθηκε σφόδρα. Η Ερατώ ήταν τότε μόλις 15 χρονών και ο Περικλής 29. Κάτι ψιλοαντιρρήσεις είχε ο πατέρας της γι’ αυτό το γάμο, αλλά ο Περικλής απείλησε ότι θα την κλέψει και τότε όλες οι αντιρρήσεις κάμφθηκαν. Εξ άλλου και ο Περικλής δεν ήταν τυχαίος. Πράγματι η Ερατώ είχε αυτό που λέμε καλή προίκα, σπίτι, κάποια στρέμματα κοντά στην πηγή και μετρητά. Το σπίτι κάποια στιγμή το πούλησαν καθώς μένουν τώρα στο πατρογονικό των Βελλίνηδων που ο Περικλής ξανάχτισε εκ θεμελίων αντίγραφο των ευρωπαϊκών. Ένα δίπατο αρχοντικό, νεοκλασικού ρυθμού, με μεγάλες μπαλκονόπορτες, μικρά μπαλκόνια και αυλή. Η προίκα της ήταν όντως μια καλή ένεση στα οικονομικά του Περικλή, όμως δεν έφτιαχνε στόλο ακόμα κι αν αυτός είναι μικρός. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, γιατί και ο Περικλής είχε τη “μαγιά” που λέμε. Γιος και αυτός καραβοκύρηδων από πάππο προς πάππο, είχε ήδη κληρονομήσει μια σεβαστή περιουσία, δεν ήταν λοιπόν τυχαίος γαμπρός.
Το ναυάγιο όμως είναι άλλη ιστορία. Συνέβη όταν είχαν μικρά τα παιδιά, η Αντιγόνη ήταν μωρό ακόμη. Τα ναυάγια γενικά δεν ήταν σπάνια και οι περισσότερες οικογένειες στο νησί έχουν χάσει κατά καιρούς δικούς τους ανθρώπους. Συχνά βλέπεις μαυροντυμένες γυναίκες, νέες και μεγαλύτερες, να κατεβαίνουν μαζί με τον παπα-Αντώνη στα βράχια για τρισάγιο. Όλες κρατούν λουλούδια στα χέρια και μ’ αυτά ραίνουν τη θάλασσα, για να τα πάνε τα κύματα στους ανθρώπους τους που έχουν χαθεί στα βάθη της. Εκείνο το ναυάγιο όμως είχε θεωρηθεί ύποπτο. Κάτι ότι το πλοίο ήταν παλιό, “σαπάκι” όπως λένε, και το ταξίδι μεγάλο. Πολλοί εξαρχής δεν το έβρισκαν αξιόπλοο και κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι δεν ήταν ασφαλισμένο και μάλιστα, ότι οι ασφαλιστές στην Αγγλία δεν ήθελαν να το ασφαλίσουν, καθώς δεν τηρούσε τις προδιαγραφές τους. Αυτό αναιρέθηκε σύντομα, γιατί το πλοίο ήταν ασφαλισμένο, αλλά και πάλι οι κακές γλώσσες δεν πτοήθηκαν. Είπαν ότι οι Βελλίνηδες προκάλεσαν με κάποιο τρόπο το ναυάγιο ώστε να εισπράξουν τα ασφάλιστρα. Το γεγονός ότι μέσα στο πλοίο υπήρχαν και συγγενείς των Βελλίνηδων και ανάμεσα στους μαυροφορεμένους του νησιού ήταν και οι ίδιοι οι Βελλίνηδες, δεν τους εμπόδισε καθόλου να διαδώσουν τις φήμες. Η ασφαλιστική εταιρεία πράγματι αποζημίωσε την εταιρεία τους, αφού βρήκε όλα τα πιστοποιητικά του πλοίου γνήσια και σύμφωνα με τους κανονισμούς και οι κακές γλώσσες προς στιγμή το βούλωσαν. Όταν μετά από κάποιους μήνες και αφού είχαν κοπάσει οι θρήνοι. οι Βελλίνηδες εγκαινίαζαν άλλο καράβι κατ’ ευθείαν απ’ το ναυπηγείο, η πικρία ξαναβγήκε στην επιφάνεια, μουλωχτά αυτή τη φορά. Έτσι ακόμη και τώρα μπορεί ν’ ακούσει κανείς υπαινιγμούς, ότι χάρη σ’ αυτό το ναυάγιο ανανέωσαν τον στόλο τους.
Αποδείξεις δεν υπήρχαν, όπως και αποδείξεις δεν υπήρξαν όταν οι καλοθελητές πέταγαν σπόντες για το τι είδους εμπορεύματα μεταφέρουν τα πλοία τους, υπονοώντας παρανομίες. Πόσα απ’ αυτά έχουν βάση και πόσα όχι, κανείς δεν θα το μάθει. Η αλήθεια είναι ότι οι επιχειρήσεις έχουν μόχθο, πόνο και ρίσκο. Και οι Βελλίνηδες ήταν συνετοί επιχειρηματίες και δεν έδιναν κανένα δικαίωμα, ούτε με τη διαχείριση της εταιρείας, ούτε με την προσωπική τους ζωή και συμπεριφορά. Το μόνο που μπορούσες να καταλογίσεις στον Περικλή, ήταν ότι του άρεσε να τα τσούζει πότε-πότε και ότι πήγαινε γυρεύοντας για πολιτικές συζητήσεις, πράγμα που τον έκανε να διαπληκτίζεται συχνά. Οπαδός των Φιλελευθέρων, έχοντας πιστέψει στο όραμα του Βενιζέλου και έχοντας δικαιωθεί από το μέχρι τώρα έργο του, άστραφτε και βρόνταγε όταν άκουγε φιλοβασιλικές απόψεις.
Κλειώ Μαυρουδή
Συνεχίζεται…