«Είναι στιγμές που θέλω να παγώσει ο χρόνος και αυτό που ζω να κρατήσει για λίγο ακόμα!», είπε η Κάτια και κούρνιασε περισσότερο στην αγκαλιά του. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τη μυρωδιά απ’ το γυμνό δέρμα του να καλύψει κάθε κύτταρό της. Μέσα σ’ αυτή την αγκαλιά, άφησε τον νου της ελεύθερο να τρέξει σε εκείνο το πρωινό…
Ξαφνικά, έγινε η ηλιοκαμένη νεαρή κοπέλα με τον μεγάλο κατάξανθο κότσο που προσπαθούσε να κουβαλήσει μια βαριά κούτα κι όλα αυτά, σε ένα μικρό χωριό μερικές ώρες μακριά απ’ την πρωτεύουσα. Είχε φτάσει εκεί για δουλειά, φορτωμένη με μερικές κούτες, δύο βαλίτσες και μια καρδιά ραγισμένη. Δεν της ήταν εύκολος ο χωρισμός λίγο πριν τα σκαλιά της εκκλησίας. Χωρίς καμία εξήγηση, μάζεψε τα πράγματά του κι εξαφανίστηκε. Έτσι κι εκείνη… Τα μάζεψε και ήρθε στο χωριό!
Κάποια στιγμή παραπάτησε και η βαριά κούτα άρχισε να της γλιστράει απ’ τα χέρια. Δευτερόλεπτα πριν σωριαστεί στο έδαφος, ένιωσε δυο χέρια να την στηρίζουν. Άφησε λαχανιασμένη την κούτα στο πάτωμα και κοίταξε τον άντρα που, εν μέρει, την έσωσε. Πίσω απ’ τα μακριά μαύρα μαλλιά του, κρυβόταν ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο που της χάριζε απλόχερα ένα λαμπερό χαμόγελο.
«Είσαι καλά; Χρειάζεσαι βοήθεια; Είμαι ο Λάμπρος!», είπε και ήταν ακριβώς η στιγμή εκείνη που η Κάτια συνειδητοποίησε πόσο ταίριαζε το όνομα με το χαμόγελό του. Του χαμογέλασε εγκάρδια και δέχτηκε με περίσσια χαρά τη βοήθειά του.
Όση ώρα κουβαλούσαν κούτες, δε μιλούσαν. Η πρώτη τους κουβέντα ήρθε μια ώρα μετά σε ένα παραθαλάσσιο καφέ, όπου βρέθηκαν για να ξεπληρώσει η Κάτια την πολύτιμη βοήθειά του. Μιλώντας σαν φίλοι που γνωρίζονταν από παλιά, η Κάτια έμαθε πως ο Λάμπρος ήταν πολιτικός μηχανικός, γέννημα θρέμμα του χωριού με δικό του γραφείο και λάτρης του ποδοσφαίρου, εξασκώντας το άθλημα ερασιτεχνικά σε μια τοπική ομάδα. Η Κάτια ήταν νοσηλεύτρια και δέχτηκε με χαρά την πρόταση για δουλειά στο κέντρο υγείας του χωριού, μετά από μια τεράστια προσωπική αποτυχία. Ο Λάμπρος την κοίταξε παραξενευμένος και τότε η Κάτια άνοιξε την καρδιά της και του μίλησε για τον γάμο που δεν έγινε ποτέ.
Ο Λάμπρος συμμερίστηκε τη θλίψη της και τότε της ανέφερε πως εκείνος ήταν χήρος, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Το όνομα της αδικοχαμένης συζύγου του δεν το ανέφερε ποτέ, όμως της διηγήθηκε την ιστορία τους. Ήταν συμμαθητές στο σχολείο και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Μόλις τελείωσαν το σχολείο, εκείνος έφυγε για σπουδές και εκείνη έμεινε να δουλέψει στον φούρνο που διατηρούσε η οικογένειά της. Μετά από δύο χρόνια, έγινε η πολυπόθητη πρόταση γάμου και ήταν όλοι ευτυχισμένοι. Μόλις αποφοίτησε ο Λάμπρος και επέστρεψε από την πρωτεύουσα στο χωριό, έφτιαξαν το σπίτι τους και άρχισαν τις προετοιμασίες της κοινής τους ζωής. Ο γάμος τους ήταν ένα όνειρο. 24 χρονών παιδιά, έλαμπαν από χαρά. Όμως μια μέρα, ενάμιση χρόνο αργότερα, μια έκρηξη στον φούρνο, τους στέρησε τη χαρά. Ήταν ακαριαίος ο θάνατός της και ο Λάμπρος βυθίστηκε στη θλίψη του.
Μάζεψε τα πράγματά του και για δύο χρόνια ταξίδεψε στον κόσμο. Δεν έδωσε κανένα σημάδι ζωής. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να ξαναβρεί την ευτυχία του και τα κατάφερε. Γνώρισε νέους ανθρώπους και πολιτισμούς, άνοιξε τους ορίζοντές του και τώρα είναι στο σπίτι του και στη δουλειά του πιο γεμάτος από ποτέ.
Η Κάτια τον κοίταξε αποσβολωμένη. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως πίσω από αυτό το χαμόγελο κρύβεται ένας τόσο μεγάλος πόνος. Ένιωσε την καρδιά της να αναδύεται και να ανοίγει για να υποδεχτεί αυτόν τον ξένο.
Η χημεία τους ήταν εμφανής απ’ την πρώτη στιγμή. Μετά από εκείνον τον καφέ, ακολούθησε μπάνιο στη θάλασσα και φαγητό, ενώ το απόγευμα έκαναν μια στάση για παγωτό. Η Κάτια έλαμπε ολόκληρη και ο Λάμπρος την κοιτούσε μαγεμένος. Είχαν ανάγκη και οι δύο από επαφή. Συναισθηματική, κοινωνική ή σωματική, κανείς δεν ήξερε. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να είναι ο ένας μαζί με τον άλλον. Χωρίς λόγο. Έτσι ξαφνικά, ήρθαν κοντά και κόλλησαν…
Κανένας δεν τολμούσε να ξεστομίσει αυτές τις σκέψεις. Ήθελαν και οι δύο να μην τελειώσει αυτή η μέρα. Δεν ήθελαν το βράδυ να τους χωρίσει…
Λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους, ο Λάμπρος έσκυψε και την φίλησε. Ήταν η πρώτη φορά μετά τον χαμό της γυναίκας του που βρήκε το θάρρος να αγγίξει μια άλλη γυναίκα. Η Κάτια τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και τον τράβηξε πιο κοντά της. Άνοιξε τα χείλη της για να τον υποδεχτεί με λαχτάρα και αφέθηκε στο κάλεσμά του.
Μερικά λεπτά αργότερα, περνούσαν πιασμένοι χέρι-χέρι το κατώφλι του σπιτιού της, προσέχοντας μην πέσουν πάνω στις κούτες που οι ίδιοι άφησαν εκεί το πρωί. Μόλις κάθισαν στον καναπέ, ο Λάμπρος την πλησίασε και τη φίλησε ξανά. Η Κάτια άφησε τα χέρια της να ταξιδέψουν στο κορμί του, το απάλλαξαν από οποιοδήποτε ύφασμα, αφήνοντάς το εκτεθειμένο μπροστά της. Με τα χέρια και τα χείλη της εξερεύνησε το κορμί του, ενώ εκείνος αφέθηκε στο ερωτικό κάλεσμά της.
Κάποια στιγμή η Κάτια σταμάτησε και τον κοίταξε. Χάζεψε το μαυρισμένο κορμί του και τις γραμμώσεις των μυών του γλείφοντας το κάτω χείλος της. Ο Λάμπρος τότε την τράβηξε κοντά του, με προσοχή αφαίρεσε όλα της τα ρούχα, την ξάπλωσε στον καναπέ, ανέβηκε από πάνω της και μια δύναμη τους τράβηξε στον βυθό.
Δύο σώματα ενωμένα, χόρευαν τα βήματα ενός χορού που είχαν θάψει βαθιά μέσα τους, γεμίζοντάς τους με μια πληρότητα που είχαν χρόνια να νιώσουν. Κάθε ανάσα αναζωπύρωνε το πάθος ανάμεσά τους. Κάθε αναστεναγμός άνοιγε και στους δύο νέους ορίζοντες. Κάθε τελείωμα έδινε το έναυσμα για κάτι καινούργιο. Λίγο πριν την εκπνοή, ο Λάμπρος την έσφιξε πάνω του και την κοίταξε στα μάτια. Κατάφερε να της πει, χωρίς να μιλήσει, όλα όσα σκεφτόταν και τότε η Κάτια του παραδόθηκε άνευ όρων.
«Είναι στιγμές που θέλω να παγώσει ο χρόνος και αυτό που ζω να κρατήσει για λίγο ακόμα!», του είπε και κούρνιασε περισσότερο στην αγκαλιά του.
«Αρκετό καιρό ήμασταν στον πάγο και οι δύο. Ας αφήσουμε τη φωτιά που καίει να μας πάρει μαζί της!», της είπε και για μια ακόμη φορά, κάτω απ’ τα σεντόνια, χάθηκαν στον δικό τους χορό….
Κατερίνα Μοχράνη