Η Κλεοπάτρα ήταν σκληρή γυναίκα. Μανιάτα. Δεν ήταν και καμιά τυχαία. Ο πατέρας της είχε φούρνο στον Κάμπο και ο νονός της ήταν δικηγόρος στην Αθήνα. Στα χτήματα ποτέ δεν πήγαινε για δουλειά. Είχε πάρει άλλωστε προίκα σεβαστή για την εποχή εκείνη.
Τον Παναγιώτη τον είχε στη μια ρόδα. Κάθε φορά που πήγαινε να πει κάτι, του έλεγε κοφτά: «Παναγιώτη, μπρατ΄ ομιλία». Έφταιγε όμως και αυτός. Του άρεσε να χαρτοπαίζει. Πάντα θυμόταν την ημέρα που πήγε στο χτήμα να πάει στους εργάτες φαγητό. Εκεί βρήκε τον γείτονα, ο οποίος την πληροφόρησε ότι ο Παναγιώτης το είχε χάσει το χτήμα το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο. Ντροπιάστηκε. Δεν είπε πολλά. Φόρτωσε τα παιδιά, πήγε στον πεθερό της και του είπε: «Πάρτα, κάν’ τα ό,τι θέλεις, τον χωρίζω το γιο σου και γυρίζω στον πατέρα μου». Λόγια ανήκουστα στη Μάνη, εκεί γύρω στο 1900.
Τι να ‘κανε ο πεθερός; Όλα της τα έγραψε, όλη την περιουσία στο όνομά της. Κάπως έτσι του κόπηκε η ομιλία του Παναγιώτη. Την αγαπούσε όμως ο πεθερός της. Πώς να μην την αγαπάει; Έντεκα εγγόνια του γέννησε. Όλα αγόρια. Σε τι υπόληψη την είχε που σε κάθε γέννα, άντρας πράγμα, πήγαινε και της ζέσταινε τα βρακιά.
Και ήταν πολύ περήφανη για τα αγόρια της. «Δεν μαγάρισα την κοιλιά μου με κορίτσι», έλεγε. Τα κορίτσια δεν ήταν παιδιά, μόνο βάρος. Από τα έντεκα αγόρια της, τρία έφτασαν στην ενηλικίωση. Άλλα τα ‘χασε σε μικρή ηλικία, ένας πέθανε από φυματίωση και ένας άλλος σκοτώθηκε στον τορπιλισμό της Έλλης το ’40.
Αλλά και από τα τρία που κατάφεραν να μεγαλώσουν, μόνο από το Σπύρο της είδε εγγόνια. Από το Σπύρο της, που έφυγε στρατιώτης στη Μικρά Ασία. Λίγο που τα πράγματα ήταν δύσκολα στη Μάνη, λίγο που η νεανική του ψυχή ήθελε να δει άλλα μέρη, κατατάχτηκε ο Σπύρος. Και βρέθηκε από την κακοτράχαλη Μάνη στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη. Δεν ήθελε και πολύ να αποφασίσει ότι δεν θα ξαναγύρναγε ποτέ πίσω. Πόσο μάλλον τώρα που είχε γνωρίσει και τη Σμυρνιά του. Τη Στάσα. Αρραβωνιάστηκαν και ετοιμάζονταν να στήσουν σπιτικό εκεί στη Μικρασία.
Η ιστορία τους πρόλαβε. Ο Σπύρος μετά την καταστροφή γύρισε στην Ελλάδα και η Στάσα μετά κόπων και βασάνων μπόρεσε να φτάσει επιτέλους στην Αθήνα μαζί με όλους τους άλλους δύστυχους. Την έψαξε όμως· και τη βρήκε στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Τον τίμησε το λόγο που είχε δώσει στην κυρά Αγγέλα, τη μάνα της, και την παντρεύτηκε. Γρήγορα ήρθαν τα δύο αγόρια τους. Όμως η Στάσα, που ως Μικρασιάτισα ήξερε την αξία μιας κόρης, το ‘χε καημό που είχε μόνο γιους. «Παναγιά μου Ευαγγελίστρια, να κάνω μια κόρη και θα της δώσω το όνομά σου!».
Και την έκανε την πολυπόθητη κόρη. Το τάμα της το εκπλήρωσε στη Γλυφάδα το Νοέμβρη του 1932. Και το όνομα αυτής: Ευαγγελία.
Ήρθε όμως η στιγμή που κατέβηκαν στο χωριό και έπρεπε να παρουσιάσουν τη μικρή στη γιαγιά της. Η Κλεοπάτρα δεν ενδιαφέρθηκε και πολύ για την εγγονή της. Τα κορίτσια δεν ήταν παιδιά. Μπελάς ήταν, βραχνάς στο λαιμό του Σπύρου της, που έπρεπε να δουλέψει και παραπάνω για να μαζέψει προίκα για τη «μαγαριτούλα». Έτσι την αποκαλούσε υποτιμητικά, σαν να ήταν παραπαίδι, μην έχοντας στην ουσία ιδιαίτερη σχέση μαζί της.
Ο εγωισμός της όμως δεν άφηνε περιθώρια: μια εγγονή είχε, κορίτσι – ξεκορίτσι, ήταν αυτονόητο ότι θα πάρει το όνομά της.
«Να κανονίσουμε να το βαφτίσουμε, Σπύρο. Να ανοίξουμε και την εκκλησία, να μας δει και το χωριό. Ας είναι και κορίτσι».
Ξεροκατάπιε ο Σπύρος. Κόταγε να της πει ότι το έχουν βαφτίσει; Και ακόμα χειρότερα, ότι δεν έχει το όνομά της; Ανάθεμά σε Στάσα με τα τάματά σου! Τι να έκανε τώρα;
Αμέσως τον έπιασε το δισταγμό του γιου της η Κλεοπάτρα. Τον κοίταξε λοξά και ξαναρώτησε:
«Το βαφτίσατε, Σπύρο;»
«Ναι μάνα», ξεροκατάπιε ο Σπύρος. Ακόμα και τώρα που ήταν άντρας, πατέρας, την φοβόταν τη μάνα του. Ψέματα, δεν τη φοβόταν. Την έτρεμε.
«Και πώς το βγάλατε;», είπε με χαμηλή φωνή. Μια φωνή από εκείνες που μόνο οι μάνες πριν την έκρηξη ξέρουν να βγάζουν.
«Ε πώς να το βγάλουμε μάνα; Κλεοπάτρα το βγάλαμε!», ξεφούρνισε βιαστικά ο Σπύρος. Κανείς δεν ξέρει αν η γιαγιά το πίστεψε, πάντως το κεφάλι του Σπύρου έμεινε ανέπαφο.
Και κάπως έτσι, σε μια στιγμή, η Ευαγγελία “ξαναβαφτίστηκε” Κλεοπάτρα. Άρχισαν όλοι να τη φωνάζουν Πάτρα, Πατρούλα. Από μικρό κορίτσι ως τα βαθιά της γεράματα, το Ευαγγελία δεν το άκουσε ποτέ. Δεν το αναγνώριζε ως όνομά της.
Ούτε και οι υπόλοιποι όμως την ήξεραν με άλλο όνομα. Μια ζωή ολόκληρη οι φίλοι, οι συγγενείς, ο άντρας της, τα παιδιά της, τα εγγόνια της πάντα Πάτρα την έλεγαν. Στα μεγαλύτερά της χρόνια ήρθε ο γαμπρός της (που για να αποφύγει να την πει μητέρα) μπροστά στο Πάτρα κόλλησε και ένα κυρά. Το υιοθέτησαν όλοι. Τα παιδιά της «κυρά Πάτρα» την ανέβαζαν, «κυρά Πάτρα» την κατέβαζαν. Ακόμα και ο εγγονός της, ακούγοντας τον πατέρα του να την λέει έτσι, για ένα διάστημα την αποκαλούσε «η γιαγιά κυρά Πάτρα».
Κυρά Πάτρα. Δεν θα μπορούσε ο πατέρας μου να έχει βρει καλύτερο συνοδευτικό. Γιατί η Ευαγγελία που λεγόταν Πάτρα, η γιαγιά μου, ήταν κυρία σε όλα της. Στη συμπεριφορά της, στην εμφάνισή της, στον τρόπο που μιλούσε, στην καλοσύνη της, στην αξιοπρέπειά της. Μια γυναίκα γεννημένη το 1932, που πέρασε δύσκολες στιγμές, με μια απίστευτη όμως προσαρμοστικότητα πνεύματος σε κάθε δεκαετία που κυλούσε πάνω της. Μια γιαγιά που δεν μας χάιδεψε ούτε μας φίλησε ποτέ, αλλά την κάναμε παρέα έτσι απλά, γιατί ήταν ωραίος τύπος.
Μόνο εγώ φορτώθηκα το κανονικό της όνομα. Και μαζί με το όνομά της και όλα της τα χούγια: να βγαίνω από ένα δωμάτιο και να κλείνω πάντα την πόρτα πίσω μου, να έχω σχέση βαθιάς αγάπης με τις σόμπες, να βουτάω το ψωμί στο κρασί, όπως κάνουν στο χωριό της στη Μάνη.
Και κάθε φορά που κάνω κάτι από αυτά, ακούω τη μάνα μου να λέει κοροϊδευτικά: «Ε η γιαγιούλα!»
Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως μνημόσυνο στη γιαγιά μου με μια ευχή για μας που μείναμε πίσω: Τα χρόνια σου, το μυαλό σου και την καλοσύνη σου να έχουμε κυρά Πάτρα! Το καλό σου όνομά μας σκεπάζει!