, ,

Κύκλοι και Ελλείψεις – 2

Προηγούμενο

Ο Κωνσταντής πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι τρομαγμένος. Είχε επιστρέψει περασμένα μεσάνυχτα απ’ το ταξίδι του κι έπεσε να κοιμηθεί εξουθενωμένος, αλλά τώρα οι φωνές τον έβγαλαν απ’ το λήθαργό του. Φωνές και κλάματα. Βρισιές, κατάρες, αλλά και κλαψουρίσματα. Κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε και έτρεξε στην αυλή, βάζοντας όπως-όπως το παντελόνι του. Στην αρχή τον τύφλωσε ο ήλιος, αλλά γρήγορα εστίασε στη φιγούρα του πατέρα του που κράδαινε ένα ξύλο μπροστά στο Θωμά, που ήταν κουλουριασμένος δίπλα στο κοτέτσι κι έβγαζε κραυγές πληγωμένου ζώου. Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησε στον πατέρα του φωνάζοντας με όλη την δύναμή του «Σταμάτα!».  Ο ηλικιωμένος δεν τον άκουσε και πλησίαζε αγριεμένος τον Θωμά που προσπαθούσε να συρρικνωθεί όλο και περισσότερο, κρύβοντας το κεφάλι του με τα χέρια του. Ο Κωνσταντής με την φόρα που είχε, έπεσε πάνω στον πατέρα του και προσπάθησε να τον αφοπλίσει. Το ξύλο όμως δεν έφευγε απ’ το χέρι του πατέρα. Έγινε πάλη που την διέκοπταν σκόρπιες φράσεις καθώς και τα κλαψουρίσματα του Θωμά.

«… Σηκώνεις χέρι πάνω μου;…»

«… Σε είχα προειδοποιήσει…»

«… Για το χαζό το κάνεις; Για το χαζό;…»

«… Για τον αδελφό μου…»

«… Σκότωσε τη μάνα σου…»

«… Εσύ τον σκοτώνεις…»

«… Άχρηστη ζωή… Να φύγεις… Να φύγεις απ’ το σπίτι μου…»

«…. Θα φύγω… Θα φύγουμε…»

Με μια τελευταία γροθιά ο πατέρας έπεσε ανήμπορος. Ο Κωνσταντής είχε πλέον βγει εκτός εαυτού και συνέχισε να γρονθοκοπεί ανεξέλεγκτα. Η ξαφνική στριγκλιά του Θωμά τον συνέφερε και τότε, σαν να καθάρισαν τα μάτια του, είδε το καταματωμένο αναίσθητο σώμα του πατέρα του. Είδε το δικό του ματωμένο χέρι να στέκει μετέωρο πάνω απ’ το πρόσωπό του, είδε τα τρομαγμένα μάτια του Θωμά.

Τι έκανα; σκέφτηκε, τον σκότωσα; Πλησίασε το πρόσωπο του πατέρα του και είδε πως ακόμα ανέπνεε.  Τότε, σηκώθηκε με κόπο, κοίταξε με περιφρόνηση το ακίνητο κορμί και είπε δυνατά:

«Θα φύγω… θα φύγουμε… Τελειώσαμε εδώ».

Ύστερα πλησίασε τον τρομαγμένο Θωμά και με χέρια που έτρεμαν τον πήρε αγκαλιά.

«Έλα, Θωμάκο, έλα, πάμε!»

«Πάμε… πού;» είπε ο Θωμάς σκουπίζοντας τα μάτια του.

«Πάμε εκδρομή… μια μεγάλη και ωραία εκδρομή»

«Ο πατέρας; Μαζί; Έρθει μαζί;»

«Όχι. Θα πάμε οι δυο μας…»

«Είμαι κακός; Γι’ αυτό όχι πατέρας;»

«Κακός εσύ; Όχι βέβαια. Η εκδρομή είναι μόνο για μας… Έλα πάμε… Θα περάσουμε ωραία. Θα δεις».

Ο Κωνσταντής, τον σήκωσε, τον πήγε στη βρύση της αυλής και τον ξέπλυνε, ξεπλύθηκε κι εκείνος και μετά μπήκε στο σπίτι. Μάζεψε δυο μπόγους με τα ρούχα τους και βγήκε πάλι έξω. Κοντοστάθηκε πάνω απ’ το κορμί του  πατέρα του που κείτονταν ακόμα αναίσθητος.

«Τελειώσαμε» ξανάπε, «Τελείωσες κι εσύ και το Αϊβαλί».

Ύστερα πήρε απ’ το χέρι τον Θωμά και κατέβηκαν το δρόμο να βρουν αμάξι.

Ίσα που κοίταξε για τελευταία φορά τα χρωματιστά σπίτια της πόλης που γεννήθηκε.

Στο αμάξι και μετά στο τρένο για τη Σμύρνη, τα δυο αδέλφια, ο Κωνσταντής και ο Θωμάς Αγγέλογλου, ξανθοί κι οι δύο με γαλανά μάτια, ταξίδευαν έχοντας σκιές στην ψυχή τους. Ο Κωνσταντής έριξε μια ματιά στο προφίλ του αδελφού του που κοίταζε εκστατικός τις εκτάσεις που περνούσαν. Ήταν τόσο όμορφος και άδολος σαν άγγελος κι όμως αυτό το άκακο και αγνό πλάσμα είχε κιόλας γευτεί τόση σκληρότητα στη λίγη ζωή του και μάλιστα από τον ίδιο του τον πατέρα. Λίγο – λίγο βρήκε τον χρόνο να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Και τότε τρόμαξε. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι ήταν ικανός για τόση βία. Ποιος, αυτός; Και μάλιστα, στον πατέρα του; Τον είχε σχεδόν σκοτώσει. Κι αν δεν συνερχόταν ποτέ; Τότε τον είχε σκοτώσει. Είχε αφαιρέσει μια ζωή. Τη ζωή του πατέρα του. Ήταν ένας πατροκτόνος. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερα από ένα θηρίο. Πού βρήκε τόση δύναμη; Πώς άφησε να θολώσει τόσο πολύ; Τύψεις κι ενοχές τον κατέκλυσαν σε μια στιγμή. Όχι τόσο για την αιτία του θυμού του, όσο για το πώς αντέδρασε. Βία στη βία. Όχι, δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Φυσιολογικά ήταν ήρεμος, πράος, ποτέ δεν είχε κανενός είδους εκρήξεις, ούτε καν όταν αδικούνταν ο ίδιος. Ποτέ. Τι τον έπιασε τώρα; Τι τέρας βγήκε από μέσα του; Πρώτη και τελευταία φορά ορκίστηκε. Ποτέ ξανά. Για κανένα λόγο. Θα έκοβε το κεφάλι στο τέρας. Μια για πάντα.

Ο Κωνσταντής ήταν 22 χρονών και ο Θωμάς 16. Η μάνα τους δεν τα είχε καταφέρει όταν έφερνε στον κόσμο τον Θωμά. Η γέννα δύσκολη και η μαμή μάλλον δεν βοήθησε. Τραβώντας το μωρό απ’ το κεφάλι έκανε ζημιά. Το μωρό γεννήθηκε με κάποια πνευματική υστέρηση και η εκείνη πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. Ο πατέρας δεν συγχώρεσε ποτέ στον Θωμά τον θάνατο της γυναίκας του, ούτε το ότι δεν ήταν τέλειος, σαν τον Κωνσταντή. Τον είχε σαν δούλο, τον ξυλοφόρτωνε για ψύλλου πήδημα, τον περιέπαιζε, τον χλεύαζε, τον έβριζε, τον καταριόταν και πάντα τον χτυπούσε. Μάταια ο Κωνσταντής προσπαθούσε να τον προφυλάξει. Όταν μεγάλωσαν, μάλωσε πολλές φορές με τον πατέρα του για τον Θωμά. «Μα είναι ζαβό», του έλεγε, «δεν καταλαβαίνει». «Είναι άνθρωπος» έλεγε ο Κωνσταντής «καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα νομίζεις».

«Έτσι λες εσύ, για ρώτα και τον κόσμο που με λυπάται για την τύχη μου»

«Εσύ λυπάσαι τον εαυτό σου. Δεν φταίει αυτός. Πόσο ακόμα θα τον τιμωρείς;»

«Αν δεν ήταν αυτός, θα είχαμε τώρα τη μάνα σου».

«Τυχαίνουν αυτά. Δεν φταίει»

«Φταίει. Αν δεν ήταν αυτός…»

«Κι αν δεν ήσουν εσύ που τον έσπειρες;»

«Είμαι ο πατέρας σου. Πώς μιλάς έτσι;»

«Εντάξει, ηρέμησε, αλλά σε παρακαλώ μην ξαναπλώσεις χέρι πάνω του. Φτάνει».

«Θα κάνω ό,τι γουστάρω. Δικός μου είναι θα τον κάνω ό,τι θέλω».

«Πρόσεχε, πατέρα, θα με βρεις μπροστά σου. Και δεν το θέλεις. Ούτε κι εγώ».

«Κοίτα τη δουλειά σου εσύ!»

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο Κωνσταντής ασχολιόταν με το εμπόριο των ξηρών καρπών και γι’ αυτό το λόγο έκανε συχνά ταξίδια στο εσωτερικό της χώρας, για να κλείσει συνεργασίες για την προμήθειά τους αλλά και στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Είχε νοικιάσει μια αποθηκούλα στη Σμύρνη όπου συνέλεγε το εμπόρευμα και τροφοδοτούσε καταστήματα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Δειλά-δειλά άρχισε να στέλνει και στην Ελλάδα. Έτσι γνώρισε τον Αγησίλαο Βελλίνη, γιατί με τα πλοία των Βελλίνηδων γίνονταν οι αποστολές των εμπορευμάτων. Ο Αγησίλαος εκτίμησε στον νεαρό που είχε έρθει απ’ τις όμορφες Κυδωνιές, το Αϊβαλί, τον ήπιο χαρακτήρα του, την εργατικότητά του, τους στόχους που έβαζε, την θετική του σκέψη. Είδε στον νεαρό Κωνσταντή τον γιο που δεν απέκτησε και του άνοιξε το σπίτι του. Οι δυο άντρες έγιναν πολύ καλοί φίλοι, μια σχέση που την έχτιζαν με αλληλοσεβασμό και εκτίμηση. Στο τραπέζι του Αγησίλαου υπήρχε πάντα θέση για τον Κωνσταντή, άσχετα αν ο ίδιος δεν είχε εκμεταλλευτεί ποτέ αυτή την αδυναμία. Και με τις κόρες του Αγησίλαου πάντα ήταν τυπικός και ποτέ δεν έδωσε δικαίωμα.

Εκεί σκόπευε να πάει και να ζητήσει καταφύγιο. Όχι για τον ίδιο, αλλά για τον Θωμά. Είναι η πρώτη φορά που θα ζητούσε χάρη απ’ τον Αγησίλαο και αισθανόταν περίεργα, προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά τι θα του έλεγε. Τελικά όταν αντίκρισε μπροστά του τον Αγησίλαο, τα ξέχασε όλα και έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς. Του είπε τα πάντα, με μπερδεμένη σειρά. Πότε με οργή, πότε με ενοχές, πότε με ντροπή, πότε με τύψεις, όμως δεν έκρυψε τίποτα. Ο Κωνσταντής έψαχνε για τη λύτρωση, για άφεση της αμαρτίας του και ο Αγησίλαος ήταν ο εξομολογητής του. Ήταν ο πατέρας που θα ήθελε να έχει.

Ο Αγησίλαος τον άφησε να ξεσπάσει χωρίς να τον διακόψει. Όταν τελείωσε η εξομολόγηση, του είπε αμέσως: «Τελείωσε, θα μείνετε και οι δυο εδώ. Το σπίτι είναι μεγάλο».

«Όχι, όχι για μένα. Τον Θωμά μόνο. Μόνο αυτόν. Εγώ έχω κάποια χρήματα. Θα βρω σπίτι. Αλλά να, ταξιδεύω συνέχεια, δεν μπορώ να τον αφήνω μόνο του. Αν μπορείς και θέλεις, βόλεψε μόνο τον Θωμά».

«Πες ότι έγινε κιόλας».

«Και μη νομίζεις, δεν είναι και τόσο χαζός. Είναι ένα δεκάχρονο στο σώμα ενός 16χρονου. Μπορεί να κερδίζει τη στέγη και τη τροφή του» είπε με αξιοπρέπεια, «μπορεί να σας βοηθάει σε πολλά πράγματα».

«Μην σε νοιάζει, θα τον βάζω να κάνει τα θελήματα και να βοηθάει τις γυναίκες εδώ στο σπίτι, δεν θα μου χρωστάς χάρη».

«Αν μου κάνεις αυτό το καλό, μια ζωή θα σου χρωστάω».

«Δεν μου χρωστάς τίποτα και σε λίγες μέρες θα βάλω να μάθω τι απέγινε ο πατέρας σου».

«Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω Αγησίλαε! Αυτό το καλό που κάνεις, εύχομαι να μπορέσω να στο ανταποδώσω. Αν δεν μπορέσω, απ’ το Θεό να το βρεις».

«Ούτε να το σκέφτεσαι. Η κουβέντα που μόλις κάναμε θα μείνει σ’ αυτούς εδώ τους τέσσερις τοίχους. Δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ κανένας μας για όλα αυτά. Το μόνο που θα σου πω σε λίγες μέρες είναι το τι απέγινε ο πατέρας σου και από κει και πέρα το ζήτημα θα θαφτεί τόσο βαθιά, που δεν θα ξέρουμε ούτε εμείς οι ίδιοι αν συνέβηκε στ’ αλήθεια».

Κλειώ Μαυρουδή

Συνεχίζεται…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: