Το χωριό ήταν μικρό, χαμένο ανάμεσα σε δυο βουνοπλαγιές, περιτριγυρισμένο από πυκνή βλάστηση και μικρά τετράποδα ζώα που κούρνιαζαν στις φωλιές τους το χειμώνα. Οι άντρες ασχολιόντουσαν με την κτηνοτροφία και οι γυναίκες φρόντιζαν τα παιδιά και το σπιτικό τους.

Εκτός από μία, τη Ρίνα. Ήταν η μόνη ανύπαντρη γυναίκα του χωριού. Επίσης, ήταν η μοναδική τεχνίτρια. Το σιδηρουργείο της, που ουσιαστικά αποτελούσε και το σπίτι της, βρισκόταν στην βόρεια άκρη του χωριού. Στη χειρότερη, κατά το κοινώς λεγόμενο. Προς τα ‘κει υπήρχε και η σπηλιά του τέρατος που για αιώνες τρομοκρατούσε τους ανυποψίαστους και φιλήσυχους κατοίκους και έδιωχνε τους ταξιδιώτες, πριν καν αυτοί φτάσουν κοντά στο χωριό.

Ο δράκος. Η σκέψη και μόνο του πλάσματος αυτού έκανε τους ανθρώπους να φοβούνται και να αγκαλιάζουν σφιχτά τα μωρά τους τις νύχτες. Τι κι αν είχε πάρα πολύ καιρό να επιτεθεί; Ήταν ένα τέρας κι αυτό αρκούσε.

Η Ρίνα ποτέ της δεν ασχολήθηκε με το δράκο. Είχε δικά της προβλήματα. Στο χωριό κυκλοφορούσαν ένα σωρό φήμες για εκείνη. Κακόβουλα κουτσομπολιά, τίποτε περισσότερο. Αν και οι άντρες έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτά τα κουτσομπολιά. Η Ρίνα ήταν όμορφη εμφανισιακά. Το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας δούλευε και η διατροφή της ήταν λιτή, χωρίς πολύ κρέας. Δεν είχε δικά της ζωντανά, εκτός από τη γάτα της και οι πελάτες, σαν πληρωμή, της έδιναν αυγά, χορταρικά, μπαχαρικά, κάνα κοτόπουλο ενίοτε. Δεν την πείραζε, όμως. Ήταν ανεξάρτητη. Και της άρεσε η δουλειά της. Της άρεσε να φτιάχνει πράγματα. Είχε μαθητεύσει κοντά στον πατέρα της και είχε αφομοιώσει κάθε του διδαχή, πολλές από τις οποίες δεν είχαν να κάνουν με την τέχνη του σιδηρουργού, αλλά με την επιβίωση, τις σχέσεις με τους άλλους κ.ά. Ο πατέρας της ήταν αγράμματος, αλλά ήξερε τόσο πολλά ουσιώδη πράγματα που δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον αμφισβητήσει. Γιατί μιλούσε μόνο όταν ήξερε τι να πει, καμιά άλλη φορά.

Οι κάτοικοι μάλλον σκέφτηκαν πως η Ρίνα ήταν σε θέση να κάνει κάτι για το πρόβλημα και όταν ήρθε ο καιρός για το συμβούλιο που διοργάνωναν ανά εξάμηνο, η Ρίνα κλήθηκε να παραστεί. Ήταν περίεργο, καθότι δεν συμμετείχαν γυναίκες στο συμβούλιο, αλλά δεν το φιλοσόφησε πολύ. Απλά πήγε, να δει τι ήθελαν.

Το ζήτημα που τέθηκε αφορούσε το δράκο. Όλοι υποστήριξαν πως έπρεπε να γίνει κάτι. Το χωριό είχε μείνει υπερβολικά πολλά χρόνια απομονωμένο και δυστυχισμένο και τρομοκρατημένο. Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Ποιος όμως; Κανείς δεν είχε την εκπαίδευση για να τα βάλει με ένα τέρας. Δεν υπήρχαν στρατιώτες ανάμεσα στους κατοίκους. Ούτε ο βασιλιάς με τον πάνοπλο στρατό του δεν ήθελε να έρθει. Ή έστω να στείλει μια μονάδα για να σκοτώσει το δράκο.

Αυτά είπε για αρχή ένας από τους ηλικιωμένους.

Η Ρίνα παρέμεινε αμίλητη.

Τότε ο ίδιος άντρας είπε πως είχαν αποφασίσει να ζητήσουν από εκείνη να κάνει κάτι. Να φτιάξει κάποιο όπλο αρκετά ισχυρό για να ξεφορτωθούν το δράκο. Ήταν τεχνίτρια στο κάτω-κάτω. Είχε τις δεξιότητες.

«Μετά», ολοκλήρωσε ο γέροντας, «θα το πάρουν οι πιο δυνατοί μας άντρες και θα πάνε να σκοτώσουν το θηρίο». Δεν το πολυπίστευε, κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να πάει στη σπηλιά του δράκου, αλλά το είπε όσο πιο δυναμικά μπορούσε.

Η Ρίνα το σκέφτηκε. Είχε φτιάξει μερικά τόξα και βέλη, για όσους κυνηγούσαν λαγούς ή άλλα ζώα. Αλλά ένα όπλο για να ξεκάνει ένα δράκο; Αυτό ήταν κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό. Από τα όσα είχε ακούσει, γιατί δεν είχε δει ποτέ της το δράκο.

Επιπλέον, το χωριό δεν της συμπεριφερόταν καλά. Τη σχολίαζαν ασύστολα, έλεγαν πράγματα αδιανόητα γι’ αυτήν. Οι άντρες την προσέγγιζαν για να πέσει στο κρεβάτι μαζί τους. Οι γυναίκες την απέφευγαν. Γιατί να τους βοηθούσε, λοιπόν; Ακόμα κι αν μπορούσε, γιατί να το κάνει;

Όμως, ο πατέρας της έλεγε πάντοτε πως πρέπει να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Διαφορετικά δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε, Ρίνα.

Ήταν ένα δίλημμα για τη Ρίνα.

«Θα το σκεφτώ», είπε στο συμβούλιο.

Συμφώνησαν. Δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, βέβαια.

Την επομένη ξύπνησε ως συνήθως, πριν ανατείλει ο ήλιος. Έφαγε ένα μήλο, φόρεσε την προβιά πάνω από το φόρεμά της και κίνησε για τη σπηλιά του δράκου. Ήθελε να μάθει με τι είχε να κάνει.

Έκανε κρύο και η ανάσα της ήταν σχεδόν χειροπιαστή, μια παγερή ευωδία διέτρεχε τον αέρα, αλλά δεν την αποθάρρυνε ο καιρός. Όλοι εδώ ήταν συνηθισμένοι σ’ αυτές τις συνθήκες.

Είδε το άνοιγμα της σπηλιάς. Πλησίασε. Στάθηκε πίσω από ένα δέντρο.

«Θεοί», ψιθύρισε και μετά έμεινε άφωνη.

Το πλάσμα που κοιμόταν λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν τεράστιο. Είχε κέρατα στο κεφάλι και τεράστια ρουθούνια και δέρμα φιδιού. Νύχια μεγάλα σαν κορμούς δέντρων. Άκουγε την αναπνοή του, έβλεπε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει.

Όσα είχε ακούσει επιβεβαιώνονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια της.

Τι όπλο χρειαζόταν για να σκοτώσει κανείς ένα τέτοιο θηρίο;

Δεν πρόλαβε να σκεφτεί, γιατί ο δράκος άνοιξε τα μάτια του. Ένας συνδυασμός κίτρινου και μαύρου, σαν πολύτιμοι λίθοι.

Και ήταν καρφωμένα πάνω στη Ρίνα.

Ορθώθηκε.

Η Ρίνα ξεροκατάπιε. Ένιωθε ξανά όπως τότε που πέθανε ο πατέρας της. Φοβόταν.

Έπρεπε να φύγει. Κινδύνευε εδώ.

Γύρισε, αλλά άκουσε μια φωνή πίσω της να λέει: «Ποια είσαι, λαίδη;»

Η Ρίνα στράφηκε. Ο δράκος την παρατηρούσε.

Τρέξε, φώναζε το μυαλό της. Τρέξε, τώρα.

«Ποια είσαι, λαίδη;» ρώτησε ξανά ο δράκος. Είχε γαλήνια φωνή, ούτε στο ελάχιστο τρομαχτική. Σαν να μιλούσαν πολλοί σοφοί μαζί.

«Με λένε Ρίνα», απάντησε εκείνη. Ήταν αβέβαιη. Από τη μια, έτρεμε το μέγεθος του δράκου και τις φήμες που είχε ακούσει να λένε. Αλλά από την άλλη αυτός μιλούσε ήπια, χωρίς ίχνος απειλής.

Η Ρίνα έβαλε το δεξί της χέρι κάτω από την προβιά και έπιασε το μαχαίρι της. Δεν θα της χρησίμευε, δεν ήξερε καν αν θα χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει, αλλά ήταν μια παρηγοριά γι’ αυτήν. «Και δεν είμαι λαίδη. Είμαι τεχνίτρια».

«Τεχνίτρια. Μάλλον είσαι ανώτερη από λαίδη. Σίγουρα από μερικές που έχω δει κατά καιρούς».

«Όχι. Δεν είμαι ανώτερη από κανέναν. Ο πατέρας μου έλεγε πως όλοι πρέπει να τρώμε στο ίδιο τραπέζι».

Ο δράκος ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του. «Ο πατέρας σου ξέρει τι λέει, Ρίνα. Με συγχωρείς, αν σε προσέβαλλα».

«Ήξερε. Πέθανε πριν πέντε χρόνια».

«Ω! Λυπάμαι που το ακούω».

Η Ρίνα δεν μίλησε.

«Μη φοβάσαι, Ρίνα. Δεν θα σε βλάψω».

Η Ρίνα δεν χαλάρωσε. «Άλλα λένε για σένα», είπε. «Λένε πως σκοτώνεις και τρως τους ανθρώπους».

«Το ξέρω. Χρόνια τ’ ακούω. Πολλά, πολλά χρόνια».

«Λένε ψέματα;»

«Ρίνα, σκοτώνω μόνο αν απειληθώ. Ποτέ άλλοτε. Είχαν έρθει άνθρωποι εδώ παλιότερα και προσπάθησαν να με βλάψουν. Δεν ήθελα να τους σκοτώσω, αλλά μου επιτέθηκαν».

Τον πίστεψε. Ήταν λογικό αυτό που έλεγε. Και εκείνη αμυνόταν, αν την απειλούσαν – πράγμα που είχε συμβεί μερικές φορές. Είναι καθήκον σου να υπερασπιστείς τον εαυτό σου, Ρίνα. Έτσι έλεγε ο πατέρας της.

Άφησε το μαχαίρι της και πλησίασε. Ο δράκος στεκόταν στα τέσσερα πόδια του, ψηλότερος απ’ όλα τα δέντρα που είχε δει. «Με συγχωρείς για πριν. Απλά…»

«Καταλαβαίνω, Ρίνα».

Αντάλλαξαν ματιές. Περιεργάστηκαν ο ένας τον άλλο.

«Είσαι στενοχωρημένος», του είπε η Ρίνα.

«Φυσικά και είμαι στενοχωρημένος, Ρίνα. Είμαι μόνος μου. Καταδικασμένος από τους θεούς».

«Τι εννοείς;»

Ο δράκος κούνησε το μοναδικό φτερό του. «Οι άλλοι δράκοι με παράτησαν εδώ, γιατί δεν είμαι σαν αυτούς. Είμαι λειψός».

«Λυπάμαι. Δεν αξίζεις τέτοια αντιμετώπιση». Εννοούσε κάθε λέξη. Η ειλικρίνεια είναι σαν το σπαθί, Ρίνα. Αν διατηρήσεις το σπαθί σου καθαρό και κοφτερό, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα.

«Σ’ ευχαριστώ, Ρίνα. Είσαι πολύ καλή». Ο δράκος μάζεψε το φτερό του και ξεφύσησε – αλλά δεν έβγαλε φωτιές, όπως έλεγαν στο χωριό. «Αχ, πόσο θα ήθελα να είμαι μαζί με τους άλλους δράκους».

«Θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρη». Ένιωθε όλο και πιο άνετα. Πόσο έξω έπεφταν οι άλλοι χωριανοί για τον δράκο… Αλλά και οι άλλοι δράκοι έκαναν λάθος.

«Πώς Ρίνα; Δεν μπορώ να πετάξω. Δεν θέλουν μισούς δράκους ανάμεσά τους». Ο δράκος ξεφύσησε πάλι. «Και δεν τους αδικώ. Τι να με κάνουν εμένα; Πώς θα τους ακολουθώ;»

Μοιάζανε. Κι εκείνη ήταν απόκληρη, κατά μία έννοια. Δεν ακολουθούσε τους κανόνες της κοινωνίας που ζούσε και η κοινωνία την κρατούσε σε απόσταση. Μόνο η γάτα της ήταν φιλική μαζί της. Υπήρχαν φορές που η Ρίνα θα ήθελε ανθρώπινη συντροφιά, όχι αντρική απαραίτητα. Κάποιον ή κάποια για να μιλήσει.

Αλλά δεν υπήρχε κανείς. Όλοι ήθελαν να κάνει τη δουλειά της και τίποτα παραπάνω. Και όσοι ζητούσαν παραπάνω ήθελαν να τους δώσει την αξιοπρέπειά της. Κανείς δεν αξίζει τέτοια αντιμετώπιση.

«Δράκε», είπε. «Είσαι σίγουρος πως θέλεις να επιστρέψεις στους άλλους;»

Ο δράκος έγειρε το κεφάλι του. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, Ρίνα».

«Σε έδιωξαν. Για ποιο λόγο να θες να είσαι μαζί τους;». Οι ερωτήσεις που του έκανε δεν αφορούσαν μόνο εκείνον, αλλά και την ίδια. Ήθελε και εκείνη απαντήσεις. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει τον πατέρα της για όλα, κάτι το οποίο επιδείνωνε τον πόνο της για τον χαμό του.

«Είναι στη φύση μου, Ρίνα. Είναι η φύση μου. Πού αλλού θα μπορούσα να είμαι; Και με ποιον;» Σήκωσε το ένα μπροστινό του πόδι προς τη Ρίνα. «Εσύ με ποιον άλλο θα μπορούσες να είσαι, Ρίνα, αν όχι με τους ανθρώπους;»

Τον κοίταξε κατάματα. Είχε δίκιο. Έβγαζαν νόημα αυτά που έλεγε ο δράκος.

Τι γίνεται όμως όταν σου συμπεριφέρονται άσχημα;

Τι γίνεται όταν σου ζητάνε να κάνεις κάτι άσχημο σε κάποιον αθώο; Γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, ο δράκος ήταν αθώος. Αμυνόταν όταν απειλούνταν. Είχαν ξεχάσει να της πουν πως εκείνοι επιτέθηκαν πρώτοι στο δράκο.

«Ρίνα; Θα ήθελες να μου πεις τι σκέφτεσαι;»

«Σκέφτομαι ότι έχεις δίκιο, δράκε. Χρειαζόμαστε τους δικούς μας». Αμφέβαλλε, όμως, για το κατά πόσο έπρεπε να είναι με τους συγκεκριμένους ανθρώπους.

Ο δράκος ένευσε. «Ακόμα και αν δεν είναι καλοί με εμάς».

Αυτό δεν το δεχόταν η Ρίνα. Δεν ήταν αλήθεια. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Οι δύσκολες καταστάσεις θέλουν πρακτικά μυαλά, Ρίνα, έτσι έλεγε ο πατέρας της. Μια δυνατή ασπίδα, άξια να αντέχει τις αιχμές από τα βέλη και τα ακόντια, δεν φτιάχνεται χωρίς καλή επεξεργασία.

Τότε η Ρίνα χαμογέλασε. Είχε σκεφτεί κάτι πρακτικό, όπως ανέκαθεν απαιτούσε η δουλειά και η ζωή της. Πώς δεν της είχε έρθει νωρίτερα; «Ξέρω τι πρέπει να κάνουμε, δράκε».

Πριν προλάβει να πει κάτι ο δράκος, εκείνη είχε φύγει.

Επέστρεψε μερικές εβδομάδες αργότερα. Έμεινε για πολλές μέρες με το δράκο.

Στο τέλος, εκείνος την ευχαρίστησε και πέταξαν μαζί μακριά.

Αντί για όπλο που θα τον σκότωνε, η Ρίνα είχε φτιάξει το επιπλέον φτερό που χρειαζόταν. Που χρειάζονταν και οι δύο.

Ο δράκος την άφησε κοντά στην πρώτη πόλη που συνάντησαν. Η Ρίνα, έχοντας μαζί της τη γάτα της – η οποία αρχικά φοβήθηκε το δράκο, αλλά εν τέλει τον δέχτηκε -, κατέβηκε από τη ράχη του δράκου και αποχαιρετίστηκαν.

Μια καινούργια αρχή. Καλύτερη από την προηγούμενη, έτσι ήλπιζαν και οι δύο. Κοντά στους δικούς τους. Ή σε κάποιους δικούς τους.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: