,

Η ποδιά της μάνας

Το πέτρινο σπίτι του έστεκε θεοσκότεινο. Αρχοντόσπιτο, το θυμόταν στις δόξες του με γλέντια και χαρές. Η μάνα του, η Αναστασιά, είχε την αυλή πεντακάθαρη, γύρω γύρω περιποιημένα πολύχρωμα χαλάκια από λουλούδια και στη μέση έστεκε το πηγάδι πετροστολισμένο με μεράκι από τον συχωρεμένο τον παππού του. Συνήθως στο χωριό σε ένα σπίτι συνυπήρχαν οικογένειες, ενώ εδώ κατοικούσε μόνο η οικογένεια του Γιωργή. Μέσα είχε ένα μεγάλο οντά με έναν πυρομάχο που δεξιά και αριστερά είχε μεντερλίκια στρωμένα με κόκκινες φλοκάτες τις οποίες στόλιζαν λευκά μαξιλάρια από τα προικιά της μάνας.

Η κουζίνα τους όμως ήταν το καλύτερο σημείο του σπιτιού. Ήταν μέσα στο σπίτι και όταν η μάνα μαγείρευε, ευωδίαζε παντού. Υπήρχε ζωή εκεί μέσα και ο Γιωργής την έβλεπε σαν ένα ανθρώπινο μελίσσι. Η μάνα να μαγειρεύει, οι δίδυμες παρακόρες να συμμαζεύουν και γυναίκες να μπαινοβγαίνουν. Οι φιλενάδες της μάνας που πετάγονταν για λίγο να πουν τα δικά τους, η γειτόνισσα που ερχόταν να δανειστεί κάτι και ξεχνιόταν, οι ξαδέρφες της μάνας, η παπαδιά, η γερόντισσα που έμενε μόνη και έβρισκε πάντα από την μάνα ένα πιάτο ζεστό φαγητό, η φιλενάδα των δίδυμων που τις έπαιρνε για να φέρουν νερό από τον Λάκκο, μια γυναίκα από το διπλανό χωριό που της έφερνε αυγά και διάφορες άλλες που πάντα έβρισκαν από μια γελαστή κυρά Αναστασιά ό,τι ζητούσαν : «Ψίχα αρμόσμου για τον ξεπατωμένο που ήρθε ταιριασμένος τα χαράματα», «λίγο σαφράνι για το τσίπουρο», «αμπελόφυλλα για τα σαρμαδάκια», «λίγα μυρωδικά», «ένα ξεμάτιασμα» και ό,τι άλλο είχαν ανάγκη. Η μάνα του Γιωργή ήταν και πρακτική νοσοκόμα και όλο και κάποιον γιατροπόρευε. Αρκετές φορές βέβαια γιατροπόρευε και αυτόν που ερχόταν σπίτι με χτυπήματα  και καρούμπαλα.

«Αχ! Ένα παιδί και αυτό παλαβό!» έλεγε τάχα θυμωμένη «πού έμπλεξες πάλι;»

«Οι άλλοι έφταιγαν μάνα και να δεις και πόσες έμασαν!»

«Του παλικαρά η μάνα κάθε μέρα κλαίει, του χέστη γελάει» έλεγε αυτή και προσπαθούσε να ισιάσει τα καρούμπαλα και να καθαρίσει τις γρατσουνιές.

Η κουζίνα τους ήταν άβατο των γυναικών και μόνο όταν έμπαινε ο πατέρας για να φάει, μαγικά εξαφανίζονταν όλες. Έμπαινε και ο Γιωργής μα αυτός δεν λογαριαζόταν, ήταν το «πιδί» που σε μια γωνίτσα στην φλοκάτη κούρνιαζε τα χειμωνιάτικα μεσημέρια και νανουριζόταν με τις κουβέντες τους, τα τραγούδια τους, τις μυρουδιές των φαγητών και την ζεστασιά της ξυλόσομπας.

Αυτά θυμήθηκε και αναστέναξε, πέρασε καλά σε αυτό το σπίτι, δεν ήθελε όμως να είναι εδώ, δεν ήθελε να ξαναμπεί. Εδώ έφεραν τον πατέρα από το μέτωπο νεκρό και τον έβαλαν με την καλή του στρατιωτική στολή στο κυρίως οντά για να τον μοιρολογήσουν και να τον ξεπροβοδήσουν για το τελευταίο του ταξίδι. Είχε φύγει γελαστός για τα σύνορα όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Μπήκε μέσα στο σιδερένιο τραίνο που φάνηκε στον Γιωργή, έτσι όπως έβγαζε καπνούς, σαν το τέρας που σκότωσε ο Άη Γιώργης και έφυγε για να μην ξαναγυρίσει ζωντανός. Το σπίτι απόκτησε έναν ήρωα πολέμου που έπεσε υπερασπιζόμενος την πατρίδα του και έχασε έναν προστάτη. Η φτώχεια άρχισε να χτυπά την πόρτα τους. Ο πατέρας είχε καλό μισθό όσο ζούσε, τώρα όμως δεν είχαν εισόδημα και η χώρα ήταν σε κατοχή.

Το σπίτι ερήμωσε, η κυρά Αναστασιά έστειλε τις παρακόρες να δουλέψουν σε άλλα σπίτια στην πόλη για να μην πεινάσουν μαζί τους, γιατί αυτοί είχαν αρχίσει να πεινούν και να κρυώνουν. Η μάνα άρχισε να βήχει, να χάνει το χρώμα της και να βαθουλώνουν τα μάτια της ώσπου ήρθαν και την πήραν για το Σανατόριο και ο Γιωργής έπρεπε να πάει στην αδερφή της μάνας του, την μέρα που έκλεινε τα εφτά.

«Θα γερέψω και θα ‘ρθω να σε πάρω Γιωργή μου» του είπε αποχαιρετώντας τον και τον έστειλε να φάει ένα κομμάτι ψωμί στης αδερφής της που δεν είχε παιδιά. Η θεία Ελισάβετ ήταν καλή γυναίκα, ο άντρας της όμως ήταν αυστηρός και τον χτυπούσε με την παραμικρή αφορμή. «Είσαι ζωηρός, θα στρώσεις μόνο με το ξύλο» του έλεγε και σήκωνε το χέρι του και χτυπούσε το αδυνατισμένο κορμάκι του Γιωργή που έτρεμε μόλις τον έβλεπε να έρχεται θυμωμένος.

«Ο θειός σου δεν είναι κακός, είναι δυστυχισμένος, έχει παγώσει η καρδιά του», του είχε πει η μάνα του παλιά και ο Γιωργής σκεφτόταν ότι ο θείος του ήταν ο χειρότερος άνθρωπος που ήξερε, επειδή τον έκανε να νιώσει έντονα την πείνα, το ξύλο και την ορφάνια.

Μπήκε μες στο σπίτι του, είχε δύο χρόνια να έρθει, προχώρησε και πήγε στην κουζίνα. Πόσο άδεια και κρύα του φάνηκε τώρα, ανακάτεψε, βρήκε κάτι, το έβαλε κρυφά στον κόρφο του και έφυγε για τον αχυρώνα που ήταν τώρα το σπιτικό του επειδή ο θείος του δεν τον ήθελε μέσα στο δικό του. Κούρνιασε σε μια γωνιά και έβγαλε προσεκτικά αυτό που είχε κρυμμένο, ήταν η ποδιά της μάνας του. Την μύρισε, ευωδίαζε ζεστό ψωμί, μαγειρέματα, λόγια γλυκά, γιατροπορέματα, τραγούδια, αγκαλιά, αγάπη, μοσχοβολούσε μάνα. Τα δάκρυα πλημύρισαν τα μάτια του και δεν μπορούσαν να σταματήσουν, έκλαιγε, έκλαιγε με λυγμούς, ένιωθε ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο, φοβήθηκε μην παγώσει και η δική του καρδιά και γίνει κακός σαν το θείο του. Ένιωθε όμως πως είχε ακόμη ζεστή καρδιά γιατί μεγάλωσε με πολλή αγάπη και η αγάπη είναι ικανή να λιώσει και τον μεγαλύτερο πάγο. Αγκάλιασε το γατάκι που γουργούριζε σιμά και κοιμήθηκε μετά από τόσο καιρό, γλυκά, πάνω στην ποδιά της μάνας του. Έξω ξημέρωναν Χριστούγεννα…

Ξύπνησε από ένα θόρυβο στην πόρτα σαν κάποιος να προσπαθούσε να την ανοίξει και δεν μπορούσε. Θα ήταν ο θείος του που θα τον έστελνε για ξύλα μες στο χιόνι, άρχισε να τρέμει από τον φόβο του και έβαλε το χέρι στο πρόσωπό του να το προστατέψει από τις ξυλιές. Μια αγαπημένη, αγγελική μορφή με ανοιχτή αγκαλιά όμως στεκόταν τώρα στην πόρτα μιλώντας με την γλυκιά φωνή της:

«Γέρεψα, Γιωργή μου και ήρθα να σε πάρω». Έτρεξε μες στην αγκαλιά της και την έσφιξε πολύ πολύ δυνατά, πόσο ευτυχισμένος ένιωθε τώρα!

«Μάνα, μάνα, μάνα» μόνο έλεγε χωρίς να βρίσκει άλλα λόγια ισάξια για να περιγράψει αυτό  που ένιωθε.

Για τον Γιωργή αυτά ήταν τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής του.

Ιωάννα Κύρου

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading